Κυριακή, 19 Μαΐου 2024, 8:54:43 πμ
Δευτέρα, 27 Δεκεμβρίου 2021 22:08

Ήρθαν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά

Του Νίκου Σιάνα.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες μια ανεξήγητη επιθυμία σπρώχνει όλους εμάς των …ηντα και άνω να κάνουμε ένα νοερό πισωγύρισμα στον χρόνο, στα βιώματα των παιδικών μας χρόνων την περίοδο του Δωδεκαημέρου (παραμονή Χριστουγέννων και Φώτων). Και ξαφνικά, σαν κινηματογραφική ταινία ξετυλίγονται στο μυαλό μας ανάκατες όμορφες εικόνες από την άλλοτε ανέμελη παιδική μας ζωή.

Χριστουγεννιάτικες εικόνες μιας άλλης εποχής, μιας άλλης κοινωνικής ζωής, εικόνες όμορφες, ταπεινές, ανθρώπινες.
Την μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης την περίμεναν όλοι με αγωνία και λαχτάρα, γιατί πίστευαν και ήλπιζαν ότι μαζί με την γέννηση του Χριστού θα γεννηθεί μια καινούρια και καλύτερη ανθρωπότητα.
Τα χρόνιας πέρασαν και όλα τριγύρω μας έχουν αλλάξει, όμως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες το αίσθημα της νοσταλγίας μαζί με τα φτερά της φαντασίας θα μας ταξιδεύουν κόντρα στο ρέμα του χρόνου, για να ζωντανέψουν έστω και νοερά συγκινητικές, μα εξαϋλωμένες πραγματικότητες των παιδικών μας χρόνων,
Ας έρθουμε όμως στο σήμερα, οι έγνοιες της καθημερινότητας δεν αφήνουν λίγο χρόνο και για την φροντίδα της ψυχής μας. Επηρεασμένοι από τα μηνύματα της παγκοσμιοποίησης που διαμορφώνουν ανθρώπινους χαρακτήρες που σκέφτονται περισσότερο την ύλη και την εγκόσμια απόλαυση προσπερνάμε τον ανθρώπινο πόνο που υπάρχει στην κοινωνία. Δεν σκεφτόμαστε τον άρρωστο ή τον ανήμπορο γείτονά μας, τον γέροντα και την γερόντισσα της διπλανής πόρτας, την οικογένεια την φτωχή.
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, ας προετοιμάσουμε την καρδιά μας και να τη μετατρέψουμε σε μια μικρή φάτνη, κι εκεί μέσα να δεχτούμε με καθαρή συνείδηση το θείο βρέφος. Να του προσφέρουμε την αγάπη μας και τη διάθεση για την αφετηρία μιας καινούριας σχέσης με τους ανθρώπους και τον Θεό.
Ας ξαναγίνουμε πάλι σπλαχνικοί άνθρωποι και ας μάθουμε να αγαπάμε και πάλι τους ανθρώπους, γιατί όσα υλικά αγαθά και αν αποκτήσουμε, όσο και να ανέβει το επίπεδο της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, όσους κόσμους κι αν ανακαλύψουμε, όσους διαστημάνθρωπους κι αν στείλουμε στο διάστημα, ποτέ και πουθενά δεν θα συναντήσουμε ανθρώπους και ανθρωπιά εφόσον θα απουσιάζει από τον κόσμο μας ο Χριστός.
Γι’ αυτό όσα Χριστούγεννα κι αν έρθουν και περάσουν θα είναι Χριστούγεννα χωρίς Χριστό!
Ας ξαναγίνουμε άνθρωποι και ας μάθουμε να αγαπάμε τους ανθρώπους. Να κτίσουμε γέφυρες και δρόμους πάνω από τα προβλήματα της ζωής και τις στεναχώριες μας.
Έτσι μόνο θα ενώσουμε δημιουργικά το χθες με το σήμερα και με το αύριο.

 

Λαϊκές δοξασίες, ήθη και έθιμα
Μέρες που είναι ας πούμε και δύο κουβέντες για τα ήθη και τα έθιμα και τις λαϊκές δοξασίες του Δωδεκαημέρου.
Χωρίς αμφιβολία αποτέλεσαν και αποτελούν συνεκτική δύναμη και κανόνας για τις ενέργειες και τις συμπεριφορές των κοινωνικών ομάδων. Συνέβαλαν και συμβάλλουν έως σήμερα στην ψυχική ικανοποίηση και στις συναισθηματικές ανάγκες μας. Ήθη και έθιμα που ρίζωσαν από παράδοση μέσα στη ροή του χρόνου και χαρακτηρίζουν τον λαϊκό μας πολιτισμό.
Ερχόμενοι στην μητέρα πατρίδα οι πρόσφυγες Έλληνες της Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου, μετέφεραν μαζί τους τα ήθη και έθιμα τους και τα διατήρησαν και εδώ με θρησκευτική ευλάβεια. Παρακάτω δημοσιεύουμε μερικά Χριστουγεννιάτικα διάφορων περιοχών του αξέχαστου Πόντου τα οποία πρωτοδημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία» στο τεύχος της Β’ περιόδου το 1982. Δυστυχώς πολλά ξεχάστηκαν ή αλλοιώθηκαν.

Περιοχή Αργυρούπολης – Τραπεζούντα
Στην Αργυρούπολη την παραμονή των Χριστουγέννων στο «θήμισμαν» οι «θημιστάντ’» έλεγαν και τα εξής λόγια:
Α! καφέντα καλή μ’ αφέντα, α να ζήσ’ και μη κοιμάσαι. Αν κοιμάσαι εγνέφσον,έρθαν τη Χριστού τα παλικάρια. Θέλνε ούας (χρήματα) και λεφτοκάρια (φουντούκια). Εσυ σο ταρέζ (ράφι) κι εγώ σην πόρταν. Φέρεν το φετήρ (φιλοδώρημα) θέλω να πάω.
Στην Τσολόχενα, την Ίμερα και σε άλλα χωριά σταυρώναν το τζάκι με κλαδιά καρποφόρου δένδρου ή πεύκου. Στην Ίμερα σταύρωναν και τα σεντούκια για να μη μπορούν να τα ανοίξουν οι μαϊσάδες και πάρουν γυναικεία ρούχα και τα σημαδέψουν αφού τα χρησιμοποιήσουν! Του Δωδεκαήμερου τα κακά πνεύματα τα ονομάτιζαν με το «χοτλάχς», μαϊσάδες, τσιαζούδες.
Ο χοτλάχς άλλαζε μορφή. Γινότανε σκύλος, διάβολος, αρνί. Οι μαϊσάδες, έλεγαν στην Τσολάχενα, είχαν τα δάκτυλα των ποδιών στις φτέρνες και χόρευαν τις νύκτες κρατώντας κεριά.
Από την παραμονή κρεμούσαν σταυρωτά κλαδιά φουντουκιάς ή καρυδιάς, ή μονό καρπούς στο εικονοστάσι.
Στην Ίμερα έκαναν χριστουγεννιάτικο δένδρο στο σχολείο δάσκαλοι και μαθητές.
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν ήταν άγνωστο στον Πόντο.
Στην Αργυρούπολη και σε πολλά χωριά της περιοχής της, στα Πλάτανα, στο Μπουγά Ματέν, σε χωριά της Ματσούκας, στα Κύμινα και στο Σοούκ – Σου της Τραπεζούντας και σε πολλά χωριά του Καρς το έθιμο ήταν γνωστό και από τα πιο αγαπητά. Μάλιστα στο φροντιστήριο της Αργυρούπολης και στα σχολεία της Ίμερας, του Καρς και του Μπουγά – Ματέν, το δέντρο το ετοίμαζαν οι μαθητές. Στα χωριά του Καρς με το χριστουγεννιάτικο δέντρο γυρνούσαν οι μαθητές και δάσκαλοι στα σπίτια και έψαλλαν τα «κάλαντα» για να μαζέψουν χρήματα για το σχολείο.
Στη Σαντά την παραμονή τοποθετούσαν στο τζάκι κατά τα μεσάνυκτα, ένα μεγάλο κούτσουρο για γούρι.
Τα κακά πνεύματα τα έλεγαν «κουτσολόζ» και τα φανταζόταν σαν εξωτικά. Όπως σε πολλές περιοχές, έτσι και στα χωριά της Σάντας, Ίμερα και Κρώμνη ορισμένους τόπους του θεωρούσαν μόνιμες κατοικίες των κακών πνευμάτων, τόπους στοιχειωμένους.
Οι «μειζετέρ» (οι μεγάλοι) έκοβαν από το δάσος ένα κλαδί «τσιμτσίρ» και στις μύτες των φύλων σφήνωναν φουντούκια, μ’ αυτά τα «φουντοκοτσιμτσίρια» στόλιζαν την εικόνα. Αυτό το φουντοκοφορτωμένο κλαδί το θεωρούσαν χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Από την «Ποντιακή Εστία» έτος 1953 τεύχος 47 – 48 είναι και η παρακάτω περιγραφή του ιστορικού και λαογράφου Στάθη Αθανασιάδη (Γεροστάθης 1898 -1978) από την περιοχή της Σάντας και συγκεκριμένα από το χωριό των Πινανάντων.
Ολόκληρη την χρονική περίοδο του Δωδεκαημέρου την επικίνδυνη, γιατί ο κόσμος είναι «αφώτιστος», απέφευγαν να βγαίνουν στη γειτονιά τα βράδια και να εργάζονται για τον φόβο των καλλικατζάρων (κοντζολόζ) και των άλλων «εξωτικών», χοτλάχ, διαβόλ, τζαζούδες.
Οι καλλικάντζαροι ήταν «αγρανθρώπ» με λανάρια στα κεφάλια τους, όπου κάρφωναν εκείνους που εύρισκαν να εργάζονται. Έπρεπε λοιπόν νωρίς την νύχτα να κλείσουν τις πόρτες και να μην ανοίξουν παρά αφού κακαρίσουν οι πετεινοί, οπότε κάθε ξωτικό σπεύδει να κρυφτεί κάτω στη γη όπου και κατοικεί.
Οι περισσότεροι καλλικάντζαροι ήσαν κουτσοί, ασχημομούρηδες και τσεβδοί. Έβγαιναν να πειράξουν τους ανθρώπους και να τους προξενήσουν διάφορες μικροζημιές.
Μια φορά ο μυλωνάς του μύλου της Χαρτωτής δεν πήγε την παραμονή στο σπίτι του, γιατί δεν μπόρεσε να αλέσει όλα όσα έπρεπε. Αμπάρωσε την πόρτα, έκατσε κοντά στη φωτιά και νύσταζε. Κάποια στιγμή κοιμήθηκε και όταν τελείωσε το άλεσμα και ξύπνησε, είδε πως ο μύλος είχε γεμίσει καλλικάνταζρους. Πήρε τη μασιά για να ανακατώσει δήθεν τη φωτιά, ένας μικρός καλλικάντζαρος βαστούσε ένα μακρύ σίδερο και του είπε τσεβδά στα τούρκικα: «Γιατί τέτοια μέρα και ώρα δεν βρίσκεσαι στο σπίτι σου και εμπόδισες κι εμάς να διασκεδάσουμε εδώ μέσα;» Και λέγοντας αυτά χτύπησε με το σίδερο τη μασιά!
Θυμώνει ο μυλωνάς και με το «Ρύσαι ημάς από του πονηρού» κατεβάζει στο κεφάλι του καλλικάντζαρου με τη μασιά μια και δυο. Φώναξε ο καλλικάντζαρος και μαζί με τους άλλους όπου φύγει φύγει. Από πού και πως έγιναν άφαντοι ο μυλωνάς δεν κατάλαβε.
Όποιος ήθελε ν’ αποφύγει την επίσκεψη των καλλικαντζάρων και κάθε άλλου ξωτικού, έπρεπε να μη σβύσει τη λάμπα. Αν ήταν απόλυτη ανάγκη να βγει τη νύκτα, έπρεπε να κρατά δαυλί αναμμένο γιατί όλα τα ξωτικά φοβούνται το φως και το αποφεύγουν. Γι’ αυτό το βράδυ της παραμονής τοποθετούσαν στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο (κουρίν) για να διατηρείται η φωτιά άσβεστη όλο το δωδεκαήμερο πριν δε καλά καλά καεί το ένα τοποθετούσαν άλλο κούτσουρο.
Αλίμονο δε στις μάνες που δεν φύλαγαν τα μωρά τους τις νύκτες!
Ο Στάθης Αθανασιάδης μας αναφέρει και ένα προσωπικό του βίωμα το οποίο πολλοί αναγνώστες θα το πάρουν και ως παραμύθι!
…Ήμουν πάνω κάτω 10 χρονών, νύχτα Χριστουγέννων μεσάνυχτα πήγαμε στην εκκλησία. Όσες είχαν μωρά στην κούνια πήγαν και αυτές, αλλά κάπου – κάπου γύριζαν στο σπίτι για να δουν μήπως κλαίει το μωρό και ξαναγύριζαν στην εκκλησία. Έτσι πήγαν στην εκκλησία και η Σοφία και η Εγνωσία τη Κιαγχιά που είχαν μωρά στην κούνια.
Την ώρα που ο παπά Ηρακλής διάβαζε το Ευαγγέλιο κι εγώ κρατούσα κάτω στον πολυέλαιο τη λαμπάδα, η Εγνωσία πήγε σπίτι για να δει μήπως κλαίει το μωρό. Αφουγκράστηκε στην πόρτα και σαν άκουσε θόρυβο μέσα στο σπίτι, προσπάθησε ν’ ανοίξει την πόρτα αλλά αυτή δεν άνοιγε, έτρεξε πίσω στην εκκλησία και το διηγήθηκε, στο λεπτό άδειασε η εκκλησία και μείναμε ο παπάς κι εγώ. Ο δασοφύλακας του χωριού παραβίασε την καταπακτή του στάβλου, ανέβηκε και τι νομίζετε πως βρήκε, μια γυναίκα που ετοιμαζόταν να λούσει το μωρό!
Με τρόπο τη βοήθησε κρυφά να φύγει και δεν είπε σε κανέναν ποια ήταν! Οι κακές γλώσσες είπαν (ο Θεός και ψυχή τους) πως ήταν η γυναίκα του αδελφού του, γι’ αυτό και τη φυγάδευσε. Οι αφελείς πάλι έλεγαν ότι «η μάϊσσα θα έλουζεν το χάταλον κι εποικεί θα εφούρκιζεν ατό!»
Καλά Χριστούγεννα σε όλο τον κόσμο.


Υ.Γ.: Να ευχηθούμε όλοι μας αυτός ο επικίνδυνος αλλά πραγματικός καλλικάντζαρος που εδώ και δύο χρόνια κυκλοφορεί αόρατος ανάμεσα μας, απειλεί και παίρνει ζωές, να βρει τον «μυλωνά» του και να πάει εκεί απ’ όπου ήρθε!