Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024, 10:21:48 μμ
Δευτέρα, 05 Φεβρουαρίου 2018 23:14

Όμορφα χρόνια στο Δροσάτο

Νεαρός υπενωμοτάρχης, της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, βρέθηκα να υπηρετώ το 1969, μετά την αποφοίτησή μου από τη σχολή, στο Δροσάτο.
Μου κακοφάνηκε τις πρώτες μέρες. Ένοιωσα έξω από τον κόσμο, απομονωμένος, κυρίως λόγω των ανύπαρκτων δρόμων  και της συγκοινωνίας.


Σύντομα όμως, σχεδόν από τις πρώτες μέρες, προσαρμόσθηκα και έγινα μέλος της κοινωνίας του χωριού.
Πολλές οι ιστορίες στις παρέες, πού αλλού, στα καφενεία, που ήταν τότε ταβέρνες, ακόμη και μικροπαντοπωλεία.
Μια ανοιξιάτικη Κυριακή πρωί, αγουροξυπνημένοι από το βραδινό γλέντι σε ένα πάρτι στα Αμάραντα, στου Κίμωνα το καφενείο, κατά τις δέκα το πρωί, με το Γιώργο, συνάδελφο και γραμματέα του Αστυνομικού Τμήματος, καθίσαμε για καφέ, στη σκιά του δένδρου, στο διπλανό καφενείο από την αστυνομία,  του Αλέκου του Τερζενίδη. Ως συνήθως, ο Αλέκος έδωσε εντολή, γιατί μόνο εντολές έδινε, στην Κοκκόνα (το παρατσούκλι της κας Μαρίας - στο Δροσάτο περίσσευαν τα παρατσούκλια), που έφερε τους καλοψημένους μέτριους, με το παγωμένο νερό. Το στόμα μας ήταν πικρό, από το βραδινό γλέντι, γι’ αυτό ζητήσαμε αν έχει κάτι να τσιμπήσουμε, για πρωινό. Και πάλι η αεικίνητη Κοκκόνα ετοίμασε δυο χορταστικά σάντουιτς με μπόλικη μορταδέλα και τυρί.
Ο Αλέκος, παίχτης πραγματικός, σαν γνήσιος καφετζής που ήταν, έφερε το τάβλι για ένα… μαρς με το Γιώργο. Είχαν διαφορές από την συνάντηση της προηγούμενης ημέρας.
Ξεκίνησε το τάβλι, άρχισαν τα πειράγματα, έσκαγαν  με θόρυβο τα ζάρια και τα πούλια, έχανε ο Αλέκος και σε λίγο η Κοκκόνα έφερε τα πρώτα ούζα. Συνεχίσθηκε ακόμη για λίγο το παιχνίδι, σχόλασε η εκκλησία, περίσσεψαν τα πειράγματα, έβλεπαν οι περαστικοί, ήλθαν φίλοι, κόλλησαν στο τάβλι και τα ούζα, άλλαξαν τα ζευγάρια και η παρέα μεγάλωσε. Σερβίρισε η Κοκκόνα, ό,τι είχε και δεν είχε στο μαγαζί, ακόμη και το Κυριακάτικο σπιτικό της φαγητό, κοτόπουλο λεμονάτο με πατάτες. Τα παιδιά της, ο Νίκος και ο Κώστας, έμειναν νηστικά, όπως μας είπε την άλλη μέρα.
Μερικοί, από την μεγάλη παρέα που στήθηκε, έφυγαν για τα σπίτια τους, τα ούζα όμως που κατανάλωσαν όσοι έμειναν έφεραν ευθυμία, έπαιζε το τζουκ μποξ τραγούδια, δεν στήθηκε χορός, αλλά συνεχίσθηκε το γλέντι.
- Φέρε Κοκκόνα βερμούτ, το ποτό της εποχής, αφού πλέον ήταν όλοι φαγωμένοι. Στην αρχή στα ποτήρια σωλήνα, με στραγάλια και αλμυρά φιστίκια και στη συνέχεια ολόκληρα μπουκάλια, μέχρι που τελείωσαν της Κοκκόνας τα μπουκάλια.
- Τέλος,  είπε κουρασμένη και αγανακτισμένη η Κοκκόνα, δεν έχει άλλο!
Και πάλι η εντολή του αφέντη.
- Πήγαινε και φέρε από του Περτσινίδη, το παντοπωλείο που ήταν ακριβώς απέναντι.
Όταν άρχισε να σουρουπώνει στην παρέα έμειναν, ο Αλέκος, ο Γιώργος, ο Σωτήρης, ο Σπανός, ο Γιώργος ο Λουνής, ο Ηρακλής, ο Θανάσης ο Φαμπρίκης, ο Αραμπατζής, ο Χαβενετίδης (δεν θυμούμαι το όνομά του), ο Μακάριος, ο Θεόφιλος, ο μπάρμπα Ιωσήφ ο Παναγιωτίδης, τρεις τέσσερις άλλοι, που δεν τους θυμάμαι και η αφεντιά μου βέβαια.
Ο Σωτήρης έπρεπε να λειτουργήσει τον κινηματογράφο, ΕΛΕΝΑ νομίζω τον ονόμαζε, που είχε στην αυλή του σπιτιού. Περίμενε πολύ κόσμο γιατί πρωταγωνιστής της ταινίας ήταν το παιδί του λαού, ο Νίκος Ξανθόπουλος, γι’ αυτό σηκώθηκε να φύγει.
Τότε, δεν θυμάμαι ποιος πρότεινε να πάμε όλοι μαζί, χωρίς να φύγει κανείς, ήταν ο όρος,  στον κινηματογράφο. Δεν χρειαζόταν και πολύ, συμφώνησε στο σύνολο η παρέα και με αργά βήματα, γέλια και καλαμπούρια, προσπαθώντας να αποφύγει τις λακκούβες της φαντασίας που έβλεπε στο δρόμο το θολωμένο μυαλό, υπό τα χολιασμένα βλέμματα των άλλων καφετζήδων, της Λίνως, του Παντελή και του Μουστάκα, έφθασε με θόρυβο η παρέα στον κινηματογράφο, πήρε με φασαρία τις θέσεις της, ενόχλησε τους άλλους θεατές, αλλά, ω!!!! του θαύματος, μόλις άρχισε η ταινία όλοι ηρέμισαν.
Στο διάλειμμα, κάποιοι κουνήθηκαν, αλλά δεν ξύπνησαν. Το ροχαλητό τους ήταν υποφερτό. Στο τέλος της ταινίας, άλλοι σηκώθηκαν να φύγουν αγουροξυπνημένοι και άλλοι, μετά από αρκετό σκούντημα.
Έτσι όλοι ανέκτησαν δυνάμεις και έφυγαν για τα σπίτια, με βαρύ κεφάλι και λαφριά καρδιά.
Την επόμενη μέρα, όταν ο Αλέκος είχε γυρισμένη την πλάτη, η Κοκκόνα κοιτώντας προς το μέρος μας κουνούσε με νόημα το κεφάλι της, η Αγγέλη τρόμαξε να ξυπνήσει τον Θανάση για το φούρνο και για τον ήσυχο μπάρμπα Ιωσήφ, που ποτέ δεν χανόταν τόσες ώρες από το σπίτι, μάθαμε ότι πήραν το δρόμο ψάχνοντάς τον τα παιδιά του, η Τασούλα, ο Παναγιώτης και ο Νάσος.
Τώρα βέβαια εσείς θα μου πείτε, «Εσύ πώς τα θυμάσαι».
Στο τραπέζι, όταν πίνω οινοπνευματώδες ποτό, θυμήθηκα τότε και θυμούμαι πάντα του παππού μου του Ηλία τη συμβουλή. Ήταν καλός οινοπαραγωγός και μερακλής πότης και μου έλεγε.
- Μην κοιτάς εμένα, εσύ να πίνεις λίγο, για να μη χαλαστείς κι αν πιείς παραπάνω, να πίνεις μόνο από το ίδιο το πιοτό, μην  ανακατώνεις τα πιοτά. Να αποφεύγεις τα γλυκόπιοτα, κονιάκια, βερμούτια, λυκέρια και τα γλυκά κρασιά.
Έτσι εγώ σταμάτησα νωρίς, στα τρία ούζα, κρυφά και πονηρά από την επίμονη παρέα.
Γι΄ αυτό τα θυμάμαι όλα, σα νάταν χθες. Άλλωστε, αν έπινα και εγώ κάνα ποτήρι παραπάνω, ποιος θα σας μετέφερε μνήμες εκείνης της εποχής, να τις ξαναθυμηθούν οι παλιοί και να τις μάθουν οι νεώτεροι.  
Ήταν μια αξέχαστη μέρα για όλους μας, μια όαση για την μικρή μας κοινωνία του Δροσάτου, χωρίς προγραμματισμό, με αυθόρμητη συμμετοχή και απρόβλεπτη εξέλιξη.
Δεν θυμάμαι αν ήταν η πρώτη, αλλά σίγουρα δεν ήταν η τελευταία, από τις θαυμάσιες εκείνες παρέες που έτυχε να παραβρίσκομαι, στο Δροσάτο εκείνης της εποχής.
Μόνο που εκείνη την ημέρα δεν πρόλαβε να φέρει το βιολί του ο Μακάριος, όπως έκανε κάποια άλλη βραδιά, παίζοντας, έστω και με μία χορδή που έμεινε στο τέλος, με μεράκι και μπρίο, το ποντιακό σουξέ της εποχής, «Σ΄ ένα γεφυρόπον έμορφον κορτσόπον…».

Τάσος Γιοβανούδης  
Φεβρουάριος 2018

Έκθεση εικόνων