Τετάρτη, 9 Ιουλίου 2025, 12:11:20 μμ
Κυριακή, 29 Ιουνίου 2025 09:20

Εικόνες και ακούσματα σε κάποιο καφενείο

Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης.

 

Βρισκόμαστε στο καφενείο του Γιάννη Ιωσηφίδη στα Διαβατά Θεσσαλονίκης εκεί κάπου στα μισά της δεκαετίας του 60…

‘’Μάκη…’’

Ο εννιάχρονος Μάκης, γιος του καφετζή, σε κάποιο τραπέζι του καφενείου διαβάζει τα μαθήματά του για το σχολείο. Το διάβασμά του το διακόπτουν οι φωνές των μεγάλης ηλικίας θαμώνων.

-Μάκη, πήγαινε στο μπακάλικο να μου φέρεις ένα πακέτο τσιγάρα. Ξέρεις ε;

-Ναι θείο Γιώργο, ‘’άρωμα μικρό’’.

-Μάκη κι εμένα ένα ‘’καρέλια’’

-Μάκη, πες τον μπαμπά σου έναν βαρύ γλυκό…

-Μάκη…

‘’Ο ταχυδρόμος’’

 Ακούγεται η ντουντούκα του ταχυδρόμου και οι παππούδες συγκεντρώνονται στο καφενείο. Είναι ημέρα πληρωμής των συντάξεων και περιμένουν με ανυπομονησία. Ο ταχυδρόμος φωνάζει τα ονόματα και ένας ένας προσέρχονται. Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή. Παίρνουν το στυλό και με τη βία σχηματίζουν έναν σταυρό. Δύο από τους θαμώνες που ξέρουν γράμματα υπογράφουν δίπλα στον σταυρό πιστοποιώντας ότι ο σταυρός αντιστοιχεί στο πρόσωπο.

‘’Τσακιτζής…’’

Οι θαμώνες όλοι είναι πρόσφυγες πρώτης γενιάς και ο Μάκης ακούει με δέος τις νοσταλγικές κουβέντες τους για την ‘’πατρίδα’’. Παλικαράκια ήταν τότε και στα γεράματα τώρα αναπολούν εικόνες, ήχους, χρώματα κι αρώματα…

-Έλα Πέτρο πιάσε τον ‘’Τσακιτζή’’.

Βάζει το χέρι στο αυτί ο μπαρμπα-Πέτρος, κλείνει τα μάτια και η μικρασιάτικη μελωδία απλώνεται στο χώρο με τα λόγια που εξυμνούν τον λαϊκό ήρωα Ελλήνων και Τούρκων εκεί στη Μικρασία.

‘’Ισμίρ ιν καβακλαρί, ντοκουλούρ γιαπρακλαρί,           

  μπίζε ντε ντέρλερ Τσακιτζί, γιαρ φιντάν μποϊλούμ,
  γιακαρίζ κονακλαρί…’’

Ανοίγει για λίγο τα μάτια ο μπαρμπα-Πέτρος τα ξανακλείνει και γυρίζει τα λόγια στα ελληνικά…

Μέσ' της Σμύρνης τα βουνά και τα κρύα τα νερά…

με λεν εμένα Τσακιτζή, αχ παλικάρι στη καρδιά, αχ λεοντάρι στην καρδιά… 

Κάθε μια μου τουφεκιά, είναι και παλικαριά…

με λεν εμένα Τσακιτζή, αχ παλικάρι στη καρδιά, αχ λεοντάρι στην καρδιά…

Κλείνουν τα μάτια οι παππούδες, ο νους τους ταξιδεύει και τα μάτια θολώνουν…

   

‘’Ξενιτιά’’

Βράδυ και στο ραδιόφωνο αρχίζει η διαφημιστική εκπομπή της Κολούμπια. Η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη απλώνεται στο καφενείο:

‘’Κακούργα μετανάστευση,

                                                       κακούργα ξενιτιά,
                                                       μας πήρες απ' τον τόπο μας
                                                       τα πιο καλά παιδιά’’

-Γιάννη, πιάσε ένα ούζο…

-Γιάννη, μια ρετσίνα.

Ο νους κάποιων ταξιδεύει στον γιο που βολοδέρνει ‘’στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές…’’

‘’Αναζητήσεις’’

Τα τραγούδια παραχωρούν τη θέση τους στις ‘’Αναζητήσεις μέσω του Ερυθρού Σταυρού’’. Οι θαμώνες παρατούν τα χαρτιά, το τάβλι και τις κουβέντες και στήνονται όρθιοι κάτω από το ραδιόφωνο μάρκας τελεφούνκεν που βρίσκεται σ’ ένα ράφι στον τοίχο του καφενείου. Η φωνή του εκφωνητή ακούγεται αγέρωχη: ‘’Ο Ιωαννίδης Γεώργιος αναζητεί τον γιο του Ιωαννίδη Ελευθέριο που εξαφανίστηκε  στον εμφύλιο το 1948 στην περιοχή του Γράμμου. Όποιος γνωρίζει οτιδήποτε γι’ αυτόν να επικοινωνήσει με τον Ερυθρό Σταυρό’’. Τα μάτια όλων καρφωμένα στο ραδιόφωνο και τ’ αυτιά περιμένουν ν’ ακούσουν κάποιο νέο για κάποιο αγαπημένο πρόσωπο.

‘’Ο θείος Αποστόλης’’

Στο καφενείο γίνεται χαμός. Οι αγρότες των Διαβατών είναι εξαγριωμένοι για τις εξευτελιστικές αποζημιώσεις για τις απαλλοτριώσεις των χωραφιών τους για τη δημιουργία του πετρελαϊκού συγκροτήματος της ESSO PAPPAS στα Διαβατά. Μεγαλοδικηγόροι της Θεσσαλονίκης που οσμίστηκαν ψητό εκφωνούν πύρινους λόγους στο καφενείο. Φωνές, αντεγκλήσεις, διαμάχες…Ένας μόνο δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για όλα αυτά αν και έχει κι αυτός χωράφια που απαλλοτριώθηκαν. Είναι ο θείος Αποστόλης, αδελφός της εκ πατρός γιαγιάς του Μάκη. Κάθεται μόνος δίπλα στο παράθυρο, πίνει το ουζάκι του, καπνίζει το τσιγαράκι του και αγναντεύει έξω το…άπειρον. Ο θείος Αποστόλης πέθανε σε ηλικία…108 χρονών.

’Αυλαία’’

Όλες οι παραπάνω εικόνες και πολλές άλλες που δεν παρατίθενται για λόγους οικονομίας χώρου, αποτελούν μια μικρογραφία της Ελλάδας εκεί κάπου στα μισά της δεκαετίας του 1960. Μιας Ελλάδας που δεν υπάρχει πια παρά μόνο στις μνήμες αυτών που την έζησαν.