Στο πρώτο ζούσε η πλούσια οικογένεια της πόλης και στο άλλο μια από τις πολλές πάμφτωχες οικογένειες.
Μια μέρα, η μάνα της πλούσιας οικογένειας ρωτά τον άντρα της.
-Έχω μια απορία. Έχουμε όλα τα καλά του κόσμου, ακίνητα, χρήματα, θησαυρούς, ανέσεις κι όμως καθημερινά μαλώνουμε οι δυο μας, μαλώνουμε με τα παιδιά μας κι αυτά μαλώνουν μεταξύ τους. Κοίτα κάτω στο χαμόσπιτο, αυτοί οι συφοριασμένοι ζουν μια χαρά. Είναι μεταξύ τους αγαπημένοι και μόνο γέλια και τραγούδια ακούγονται από το σπιτικό τους.
-Άκου να δεις γυναίκα, απαντά ο σύζυγος, τώρα που τα λέμε είναι βραδάκι. Κοίτα τι θα γίνει αύριο το πρωί.
Ο πλούσιος, δίνει στον υποτακτικό του ένα πουγκί με φλουριά και τον ορμηνεύει να πάει στην διπλανή παράγκα και να τ’ αφήσει πάνω στο τραπέζι χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι.
Πράγματι, ο υποτακτικός παραφυλάει και μόλις κατάλαβε ότι η φτωχή οικογένεια έπεσε για ύπνο, μπαίνει με τρόπο στο σπίτι και αφήνει το πουγκί πάνω στο τραπέζι.
Ξημερώνει. Η πλούσια οικογένεια παίρνει το πρωινό της. Σε λίγο από την φτωχική παράγκα ακούγονται φωνές. Αυτή τη φορά όμως δεν είναι γέλια και τραγούδια αλλά βρισιές.
Παίρνει ο σύζυγος την γυναίκα του και βγαίνουν στο μπαλκόνι. Οι δίπλα σκοτώνονται μεταξύ τους.
-Είδες που σου τάλεγα; Έτσι, για να καταλάβεις τη δύναμη που έχει το πουγκί…
Γράφοντας αυτήν την ιστορία, στο μυαλό μου ξεπήδησαν εικόνες από την παιδική μου ηλικία. Αρχές δεκαετίας του 60 και στο καφενείο του πατέρα μου στα Διαβατά οι πελάτες, όλοι ίσοι στη φτώχεια τους, αρχίζουν το καθιερωμένο γλέντι. Με τους φτωχικούς μεζέδες, με το ούζο και το ακορντεόν του Σπύρου το γλέντι ανάβει και οι ζεϊμπεκιές με τα τσιφτετέλια δίνουν και παίρνουν. Όλοι αγαπημένοι στη φτώχεια τους. Το ίδιο και στις οικογένειες. Όλοι αγαπημένοι μεταξύ τους
Εκεί, στα μισά της δεκαετίας του 60 πέφτει το χοντρό παραδάκι στα Διαβατά. Η ESSO PAPPAS δημιουργεί το διυλιστήριο πετρελαίου και αποζημιώνει τα χωράφια που απαλλοτριώθηκαν. Στο καφενείο μας σταμάτησαν πια τα γλέντια. Η γη απέκτησε αξία και με τη λαίλαπα της αντιπαροχής, στις οικογένειες έγινε ο κακός χαμός. Στα δικαστήρια αντίδικοι αδέλφια και ξαδέλφια μεταξύ τους. Κι όλα αυτά…για το πουγκί, αυτό που διαφεντεύει τη μοίρα και τον τρόπο λειτουργίας των ανθρώπων όπου γης. Αυτό που καταργεί θρησκευτικά συναισθήματα και πολιτικές ιδεολογίες.
Βλέπουμε τι γίνεται σήμερα. Ηγούμενοι ιστορικών μοναστηριών, σύγχρονοι ‘’άγιοι’’, πουλάνε ανεκτίμητα κειμήλια για το πουγκί. Γλίτσες πολιτικοί πουλάνε ιδεολογία στους ψηφοφόρους και αλλάζουν τα κόμματα σαν τα πουκάμισα για το πουγκί, γράφοντας στα αχαμνά τους τον κόσμο που τους ψήφισε. Δεν γενικεύω βέβαια επειδή η γενίκευση είναι φασισμός. Μερικά τρανταχτά μεμονωμένα παραδείγματα αναφέρω για να δείξω τη δύναμη του χρήματος. Αναλαμβάνει δημοκρατικά την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ο Κασελάκης και ομάδα βουλευτών αποχωρεί δημιουργώντας την ΄΄ Νέα Αριστερά’’. Οι υπόλοιποι τους καταγγέλλουν και απαιτούν να παραδώσουν τις έδρες τους πράγμα που δεν γίνεται. Σιγά μην αφήσουν το πουγκί. Αποχωρούν κάποιοι άλλοι ακολουθώντας τον Κασελάκη και ενώ κατηγορούσαν τους προηγούμενους αποχωρήσαντες δεν παραδίδουν και οι ίδιοι τις έδρες τους. Το ΠΑΣΟΚ κατήγγειλε κατά καιρούς όσους αποχωρούσαν για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Ν.Δ. καλώντας τους να παραδώσουν τις έδρες αλλά μια χαρά δέχεται αυτούς που έρχονται σ’ αυτό από άλλα κόμματα. Η απόλυτη υποκρισία. Κάποιος από δαύτους το τερμάτισε. Πήρε την έδρα του ΣΥΡΙΖΑ, την πήγε στο ΠΑΣΟΚ και άλλαξε και εκλογική περιφέρεια.
Ρε το άτιμο το πουγκί…
Η δύναμη που έχει το πουγκί αποτυπώθηκε εξαίσια και στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Ενδεικτικά αναφέρω την ταινία ‘’Ξύπνα Βασίλη’’ του Γιάννη Δαλιανίδη, βασισμένη στο ομώνυμο
θεατρικό του πατέρα της ελληνικής ηθογραφίας Δημήτρη Ψαθά. Βλέπουμε τον κομουνιστή υπάλληλο σε εκδοτική επιχείρηση και συνδικαλιστή (Αλέκος Αλεξανδράκης), να μεταμορφώνεται όταν πιάνει τα εκατομμύρια στο λαχείο. Η πρώην εργοδότριά του που την αποκαλούσε περιφρονητικά ‘’Φαρλάκαινα’’, από ρουφήχτρα του ‘’αιμάτου του λαού’’ μετατρέπεται σε αξιότιμη κυρία Φαρλάκου, συνεταίρου του πια στην επιχείρηση. Και έναν υπέροχο Γιώργο Κωνσταντίνου να τρελαίνεται βλέποντας όλα αυτά και να φωνάζει ως κόκορας ‘’κικιρίκου’’ ακούγοντας τον ποιητή Φανφάρα (Γιώργος Μιχαλακόπουλος) να απαγγέλλει: ‘’Μαύρα κοράκια, κόκκινα κοράκια…’’.
Φίλοι μου, θα μπορούσα να γράφω με τις ώρες αντίστοιχα παραδείγματα αλλά σταματώ εδώ. Η κατακλείδα είναι μία. Από τότε που εμφανίστηκε επί της γης το θηλαστικό άνθρωπος, δημιουργήθηκαν δεκάδες θρησκείες και ιδεολογίες. Ο μόνος θεσμός που παρέμεινε ανεξίτηλος άντεξε στο χρόνο και κυριαρχεί είναι το πουγκί. Δυστυχώς…



