Κυριακή, 28 Απριλίου 2024, 10:21:14 μμ
Τετάρτη, 21 Φεβρουαρίου 2024 09:23

Απελευθέρωση των Ιωαννίνων, η αρχή του ΕΠΟΥΣ των Βαλκανικών Πολέμων…

Γράφει ο Ευάγγελος Μαυρογόνατος

«Δεν ήρθε πρώιμα η άνοιξη κι ουδέ το καλοκαίρι.
Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδάμε, 
γιατί ελευτερωθήκανε, αητέ, τα Γιάννενά μας!»

«Την Ιστορία μελέτα παιδί μου, γιατί έτσι όχι μόνο τον εαυτό σου και τη ζωή σου θα κάμεις ένδοξη και χρήσιμη στην ανθρώπινη κοινωνία, αλλά και το μυαλό σου οξυδερκέστερο και διαυγέστερο... » [Ιπποκράτης]

Πως μπορείς να μην φέρνεις στην μνήμη σου, ιστορικά γεγονότα, αυτής της αιματοβαμμένης  Πατρίδας μας,  σαν αυτά της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων,που ανέπνευσαν τον αέρα της ελευθερίας, μετά από 480 χρόνια Τουρκικής σκλαβιάς; Γεγονότα,   τα οποία χάραξαν τον δρόμο για την απελευθέρωση και των υπόλοιπων εδαφών μας, γράφοντας έτσι το ΕΠΟΣ των Βαλκανικών Πολέμων.

21 Φεβρουαρίου, του 1913, ο ελληνικός Στρατός,μετά από σκληρές μάχες που κράτησαν πάνω από τέσσερις μήνες συνολικά, κυριεύει το οχυρωμένο Μπιζάνι και απελευθερώνει τα Γιάννενα από τους Τούρκους.

Ο Εσάτ Πασάς αναζητά όλο τη νύχτα το στρατηγείο του διαδόχου Κωνσταντίνου για να παραδοθεί. Οι αιχμάλωτοι φτάνουν τους 30.000.

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, με αποκορύφωμα την 21η Φεβρουαρίου, η πολυθρύλητη πρωτεύουσα της Ηπείρου, τα Γιάννενα, φοράει τα γιορτινά της και πανηγυρίζει την απελευθέρωση της, από τον πολύχρονο τουρκικό ζυγό.

Ας δούμε όμως συνοπτικά τα γεγονότα.

 

ΤΑ ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ

Μετά την ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η επανάσταση του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί το 1909 και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο τον επόμενο χρόνο θεμελίωσαν τον αστικό μετασχηματισμό της χώρας και την ώθησαν στα πρώτα βήματα προς τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, σύμφωνα με τα πρότυπα των δημοκρατιών δυτικού τύπου. Την ίδια εποχή περίπου στην Τουρκία η επανάσταση των Νεοτούρκων έδινε υποσχέσεις στα υπόδουλα ακόμη τμήματα των Βαλκανίων για περισσότερο ελαστική διακυβέρνηση εκ μέρους της Πύλης. Γρήγορα όμως οι ελπίδες διαψεύσθηκαν και οι επαγγελίες για ισονομία όλων των πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεχάστηκαν. Ο σοβινισμός των Νεοτούρκων εκφράστηκε με τη μεγαλύτερη καταπίεση των χριστιανικών πληθυσμών.
Μία από τις προτεραιότητες του Βενιζέλου ήταν η διοργάνωση και ο εξοπλισμός του στρατού. Γι' αυτόν τον λόγο στις αρχές της πρωθυπουργικής του θητείας ο Βενιζέλος προσπάθησε να αποφύγει οποιαδήποτε ένταση με την Τουρκία ώστε να μη διακινδυνεύσει ένα δεύτερο 1897. Αυτός ήταν ο λόγος που, με την εφεκτική στάση του στο πρόβλημα της Κρήτης, δυσαρέστησε τους συμπατριώτες του. Εξάλλου ο διορατικός πολιτικός καταλάβαινε ότι, παρά την παρελκυστική τακτική της ανεξάρτητης πλέον Βουλγαρίας, ο μόνος δρόμος για τη διεκδίκηση των εδαφών των αλυτρώτων αδελφών μας ήταν η σύναψη συμμαχιών με τα γειτονικά μας βαλκανικά κράτη. Σε αυτό βοήθησε και η Ρωσία - για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων φυσικά -, η οποία έπεισε τη Βουλγαρία να συνάψει συνθήκη φιλίας και συμμαχίας με τη Σερβία. Αντίθετα οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσχέρειες επειδή η Βουλγαρία είχε υπερβολικές απαιτήσεις για τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης, σε περίπτωση όπου αυτά θα απελευθερώνονταν από τον οθωμανικό ζυγό.

 

Σύμμαχοι κατ' ανάγκην

Παρ' όλα αυτά ο Βενιζέλος ήταν αποφασισμένος να βάλει την Ελλάδα στο παιχνίδι σε περίπτωση που ο Μεγάλος Ασθενής (χαρακτηρισμός της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει τις ευρωπαϊκές κτήσεις του. Γι' αυτό τον Μάιο του 1912, στη Σόφια, η Ελλάδα υπέγραψε αμυντική συνθήκη με τη Βουλγαρία, στην οποία δεν γινόταν καμία απολύτως μνεία για την τύχη των εδαφών που θα απελευθερώνονταν σε περίπτωση νικηφόρου πόλεμου εναντίον της Τουρκίας.

Μερικούς μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1912, η Ελλάδα και η Βουλγαρία υπέγραψαν και στρατιωτική συμφωνία με την οποία, σε περίπτωση Βουλγαροτουρκικού πολέμου, η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση να βοηθήσει τη Βουλγαρία με 120.000 στρατό και όλη τη δύναμη του στόλου της, ενώ σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο η Βουλγαρία θα βοηθούσε την Ελλάδα με 300.000 στρατό. Τον ίδιο μήνα η Σερβία συμμάχησε με το Μαυροβούνιο. H Ελλάδα δεν υπέγραψε συνθήκη με τη Σερβία αλλά, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, οι δύο χώρες αποφάσισαν να στείλουν αντιπροσώπους στο στρατιωτικό επιτελείο η μία της άλλης για τον συντονισμό των επιχειρήσεων.

Έτσι, παρ' όλο που δεν είχε υπογραφεί κοινό αμυντικό σύμφωνο, η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο βρέθηκαν σύμμαχοι εναντίον της Τουρκίας. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μια σημαντική στρατιωτική δύναμη που, όπως ήταν φυσικό, ανησύχησε τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες δεν ήθελαν να λαμβάνονται αποφάσεις ερήμην τους. Όταν, λόγου χάρη, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας ΡεμόνΠουανκαρέ πληροφορήθηκε από τον τσάρο της Ρωσίας Νικόλαο B/ τη Σερβοβουλγαρική συνθήκη την ονόμασε «όργανο πολέμου». Επίσης η Αυστροουγγαρία, αφού είχε αποσπάσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και προσαρτήσει στην επικράτειά της τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, προσπαθούσε τώρα να διατηρήσει το status quo στα Βαλκάνια πιέζοντας απλώς την Πύλη να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις υπέρ των χριστιανικών πληθυσμών της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Και ενώ στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1912 οι Μεγάλες Δυνάμεις έκαναν κοινό διάβημα σε Αθήνα, Σόφια, Βελιγράδι και Κετίγκη (Μαυροβούνιο) με την προειδοποίηση ότι δεν θα επέτρεπαν την παραμικρή εδαφική μεταβολή στον βαλκανικό χώρο, οι τέσσερις σύμμαχοι περίμεναν την ευκαιρία να επιτεθούν στην εξασθενημένη από τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο (1911-1912) Τουρκία.

 

Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Στο μέτωπο της Ηπείρου οι επιχειρήσεις διεξάγονταν με βραδύτερο ρυθμό. Αν και ο ελληνικός στρατός κατέλαβε με σχετική ευκολία την Άρτα, την Πρέβεζα, την Καλαμπάκα και το Μέτσοβο, σχεδόν καθηλώθηκε μπροστά στο Μπιζάνι, ένα ύψωμα 15 χιλιόμετρα περίπου έξω από τα Γιάννενα το οποίο είχαν οχυρώσει οι Τούρκοι εμποδίζοντας έτσι την προέλαση προς την πρωτεύουσα της Ηπείρου. Μετά την κατάκτηση όμως της Θεσσαλονίκης ο Στρατός της Ηπείρου ενισχύθηκε με δυνάμεις της Στρατιάς της Θεσσαλίας. Στις 10 Ιανουαρίου 1913 ο αρχιστράτηγος διάδοχος Κωνσταντίνος εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα αναλαμβάνοντας τη διοίκηση όλων των μονάδων που υπήρχαν στην Ήπειρο. Το ενδιαφέρον του Βενιζέλου για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν μεγάλο. Στις 6 Φεβρουαρίου ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Στρατιωτικών έφθασε στο μέτωπο για να συνεννοηθεί με τον Κωνσταντίνο για τις περαιτέρω στρατιωτικές επιχειρήσεις.

 

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ 

Το τελικό σχέδιο για την επίθεση εναντίον των Τούρκων στο Μπιζάνι προέβλεπε συσπείρωση όλων των δυνάμεων και ελιγμό αιφνιδιασμού. H συνολική δύναμη του ελληνικού στρατού ανερχόταν σε 41.500 άνδρες, 48 πολυβόλα και 93 πυροβόλα.

Οι οχυρωμένοι Τούρκοι αριθμούσαν 30.000 άνδρες και 112 πυροβόλα.

Ο ελληνικός ελιγμός απέβλεπε σε αιφνιδιαστική υπερκέραση του οχυρού από τα δυτικά με ταυτόχρονη μετωπική επίθεση στον κεντρικό και ανατολικό τομέα ενώ παράλληλα θα γίνονταν παραπλανητικές ενέργειες σε γειτονικές περιοχές των Ιωαννίνων ώστε να απασχοληθεί ένα τμήμα των τουρκικών δυνάμεων που προστάτευαν το Μπιζάνι.
Στις 19 Φεβρουαρίου το ελληνικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει ασταμάτητα κατά των εχθρικών πυροβολείων και των κυριοτέρων χαρακωμάτων του τουρκικού πεζικού. Οι Τούρκοι ανταπάντησαν με το σύνολο σχεδόν των πυροβόλων του Μπιζανίου, χωρίς όμως σοβαρά αποτελέσματα, και προς το μεσημέρι σίγησαν.

Το πρωί της 20ής Φεβρουαρίου άρχισε η γενική επίθεση.

 Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν και ο αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων Εσάτ Πασάς, για να αποφύγει τον άσκοπο αποδεκατισμό των δυνάμεών του, απευθύνθηκε στους προξένους της Ρωσίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας και της Ρουμανίας για να μεσολαβήσουν για την παράδοση. Τα ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου του 1913, στο Χάνι Εμίν Αγά όπου βρισκόταν το ελληνικό στρατηγείο, οι Τούρκοι παρέδωσαν στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο τα Ιωάννινα και τον τουρκικό στρατό.

Η 2η μεραρχία κατέλαβε θέσεις στον τομέα Αυγό και η ταξιαρχία Μετσόβου το Κοντοβράκι, ενώ η πρώτη και η τρίτη φάλαγγα του Α'Τμήματος της Στρατιάς κατέλαβαν, ύστερα από σκληρό αγώνα, τα στρατηγικής σημασίας υψώματα του Καστρίου, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Νικολάου και της Τσούκας.

Η δεύτερη φάλαγγα του τμήματος κινήθηκε δια μέσου της στενωπού Μανωλιάσσας, καταδιώκοντας τους υποχωρούντας Τούρκους προς την κατεύθυνση των Ιωαννίνων και κατέλαβε την κοιλάδα της Δωδώνης, φτάνοντας ως τον ΑγιοΝικόλαο.

Συνεχίζοντας την προέλαση έφθασε στην Ραψίστα, όπου ανέτρεψε την μικρή τουρκική αντίσταση που συνάντησε. Οι αντικειμενικοί στόχοι της φάλαγγας είχαν επιτευχθεί, γι' αυτό και εκδόθηκε διαταγή-που δεν έφθασε όμως έγκαιρα σε όλες τις μονάδες-να εγκατασταθούν τα τμήματα γύρω από την Ραψίστα. Δυο όμως τολμηροί αξιωματικοί, διοικητές των ταγμάτων 8ου και 9ου, ο Ιατρίδης και ο Βελισσαρίου αντίστοιχα, συνέχισαν την καταδίωξη του εχθρού μέσα στην βαλτώδη πεδιάδα της Ραψίστας και το βράδυ έφτασαν στους λόφους του Αγίου Ιωάννη της Μπουλίνας, στις νότιες παρυφές της Ηπειρωτικής πρωτεύουσας, κοντά στο στρατηγείο του Εσάτ πασά, που είχε υψώσει λευκή σημαία, γεγονός που δεν έγινε αντιληπτό από τους δυο ταγματάρχες λόγω του σκότους. Στον Αγιο Ιωάννη εγκατέστησαν προφυλακές για ασφάλεια και έκοψαν τα καλώδια τηλεφώνων και τηλεγράφων, νεκρώνοντας έτσι την επικοινωνία μεταξύ Ιωαννίνων και Μπιζανίου.


Ο Εσατ πασάς που δεν έπαιρνε πια ειδήσεις από το Μπιζάνι, αντιλαμβανόμενος πως δυνάμεις του ελληνικού στρατού είχαν προελάσει ως τα Ιωάννινα, ανακοίνωσε στις 8 το βράδυ στον μητροπολίτη Γερβάσιο και τους προξένους, ότι θεωρούσε πλέον μάταιη κάθε αντίσταση και τους παρακάλεσε να μεσολαβήσουν για την παράδοση της πόλεως.
Με αλλεπάλληλα τηλεγραφήματα του Στρατηγείου προς τον βασιλέα Γεώργιο, τον πρωθυπουργό Βενιζέλο και το υπουργείο Στρατιωτικών αναγγέλθηκε στην Αθήνα η χαρμόσυνη είδηση.

Η εκστρατεία για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων είχε τερματιστεί νικηφόρα. Τα Ιωάννινα ήταν ελεύθερα, όπως ελεύθερη θα ήταν σε λίγο και ολόκληρη η Ήπειρος. Την επομένη, 22 Φεβρουαρίου, ο ελληνικός στρατός, με επί κεφαλής τον Κωνσταντίνο έμπαινε στην πόλη θριαμβευτής. Την απελευθέρωση των Ιωαννίνων πανηγύρισαν οι Έλληνες περισσότερο από κάθε άλλη νίκη του πολέμου, δίνοντας διέξοδο στην συναισθηματική φόρτιση τους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μπιζανίου.

 

ΛΙΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΟΧΥΡΑ ΤΟΥ ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ

Πρόκειται για απόρθητα φρούρια των Τούρκων που βρίσκονται στην κορυφή του λόφου του Μπιζανίου.

Κατασκευάστηκαν υπό την εποπτεία του Γερμανού στρατάρχη Γκόλτς (VON DER GOLTZ) κατά τα έτη 1909-1912 αλλά και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Προφανώς οι Τούρκοι ανέμεναν τον πόλεμο αυτό και είχαν λάβει τα μέτρα τους.

Το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα τα οχυρά είναι το μπετόν –αρμέ. Είναι σε ημικυκλική τροχιά. Είναι δε αθέατα από την πλευρά που πρόκειται να δεχθούν επίθεση, εκτός από το στόμιο των πυροβόλων που ήταν ορατό. Ο πυροβολητής είναι καλυμμένος και μόνο όταν πρόκειται να σκοπεύσει βγάζει το κεφάλι του. Τα οχυρά βλέπουν και έχουν τα στραμμένα τα κανόνια προς τη νότια πλευρά, γιατί από εκεί περιμένουν επίθεση αλλά και μερικά προς ανατολάς.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου πολλά οχυρά υφίσταντο ζημιές από το δικό μας πυροβολικό αλλά επιδιορθώνονταν στη διάρκεια της νύχτας ή σε κάποια ανάπαυλα του πολέμου.

Γενικά τα οχυρά του Μπιζανίου ήταν πανίσχυρα, κατασκευασμένα σε μια πανίσχυρη οχυρή τοποθεσία που δεσπόζει του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων και όλων των γύρω περιοχών και καλώς την επέλεξαν οι Τούρκοι. Υπάρχουν ακόμη σ’ αυτή τη θέση σε μικρή απόσταση από τα οχυρά ερειπωμένα κτίρια που χρησίμευαν σαν αποθήκες πυρομαχικών και άλλων εφοδίων και σαν καταλύματα, καθώς και δεξαμενές για νερό.

Δίκαια λοιπόν, και προπάντων λόγω της τέτοιας οχύρωσής του, το Μπιζάνι ονομάστηκε από όσους έλαβαν μέρος στα γεγονότα, φοβερό, τρομερό, απόρθητο, ανδροφόνο άπαρτο κάστρο κ.τ.λ.

Πληροφορίες για τη θέση και τα σχέδια των οχυρών έδωσαν πολλοί Έλληνες πατριώτες και προπάντων ο υπολοχαγός του τουρκικού στρατού ομογενής μας ο Νικολάκης Μιζαντζιόγλουο αλλιώς γνωστός Νικολάκης Εφέντης, πράγμα που του στοίχισε το μαρτυρικό του θάνατο, όταν αποβιβάστηκε στη Σμύρνη μετά το τέλος του πολέμου.

Ας δούμε όμως παρακάτω πως περιγράφει  την πρώτη ημέρα απελευθέρωσης των Ιωαννίνων   ο  AΘANAΣIOΣ TΣEKOYPAΣ  στο βιβλίο του «ANAMNHΣEIΣ».

«Φέγγει καλά. H μέρα προχωρεί. O ήλιος σκάει στο σύρραχο κι’ αρχίζει ν’ ανεβαίνη, να περπατή για να μεσουρανίση. Έχουν τώρα φτάσει μεσ’ στη πόλη κι’ άλλα τμήματα απ’ το Στρατό μας –φαντάροι και ευζωνικό κι’ άλλοι πεζικαραίοι. μπήκαν μέσα και πολλά απ’ τα κανόνια μας. H πόλη όλη γιόμισε από ελληνικό χακί, αρβύλλα και τσαρούχι. Έφτασε και το Στρατηγείο μας με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο –Διάδοχο τότε– κωνσταντίνο.
Πανδαιμόνιο! Oι καμπάνες χτυπούν. τα κανόνια τραντάζουν την πόλη! τα βρονταρίδια τους δεν τα σκιάζεται τώρα σαν πρώτα. τα χαίρεται. τα καμαρώνει! Σήμερα δεν σκοτώνουν σαν χθες. Σκορπάν τη χαρά και το κέφι. Θεμελιώνουν το eθνικό πανηγύρι. Aυτό, που τώρα αρχινάει. το πανηγύρι του λυτρωμού. Δοξολογίες στη μητρόπολη, λόγοι και παραλόγοι. κλάματα κι’ ασπασμοί, χοροί ολούθε και τραγούδια. Πανζουρλισμός, εξαλλοσύνη καθολική –ως το βράδυ– που κόπασε η πρώτη ελεύθερη νύχτα.

Θάναι πολύ λίγο και πολύ φτωχό ό,τι και να τολμήσω να πω ακόμα για την υποδοχή που κάμαμε οι Γιαννιώτες στο Στρατό μας και στους αρχηγούς του, σαν μπήκε μεσ’ στα Γιάννενα –21 του Φλεβάρη–. Ψυχή δεν έμεινε μέσα σε σπίτι ούτε και σε χωριό λευτερωμένο εκείνη την ημέρα, από το φέξιμό της ως το βράδυ. Ποδάρι δεν περπάτησε να πάη αλλού από τα Γιάννενα. Oύτε καρδιά ελληνική και ξένη, φιλική, ρίγησε τότε γι’ άλλο τίποτα.
Aκόμα κι’ ο καιρός είχε γλυκάνει. καλμάρησε το κρύο του. Έπαψε και το παγερό του φύσημα, το ξεροβόρι. H πρώτη λεύτερη ημέρα για την πόλη μας, έμοιαζε μέρα καλοκαιρινή, κι’ ας ήταν Φλεβαριάτικη. Λες και χαίρονταν και κείνη τη χαρά μας. Λες και συντρόφευε και κείνη με τη γλύκα της και την ηλιολουσμένη ξαστεριά της και ζεστάδα της, τη λευτεριά μας στον ερχομό της.

Όλα τα Γιαννιώτικα σπίτια από σήμερα το πρωί είχαν αφήσει ολάνοιχτες τις πόρτες τους τις είχαν για το Στρατό μας αφημένες ανοιχτές. Ήθελαν να τους φιλοξενήσουν όλους, φαντάρους κι’ αρχηγούς. Να τους χαρίσουνε λίγη σπιτική ζεστασιά και ραχατιλίκι. Nα φαν ζεστό φαΐ. Να πιούν κρασί Γιαννιώτικο. Nα ζεσταθούν σε παραγώνι. Nα πλυθούν, να αλλάξουν, να ξεψειριασθούν. Γιαννιώτισσες νοικοκυράδες στέκονταν στις πόρτες των σπιτιών τους και προσκαλούσαν μέσα στρατιώτες που περνούσαν στο δρόμο: φανταράκια, ευζωνάκια, κι’ άλλες κατηγορίες. τόχε μεγάλο ντέρτι και μαράζι η νοικοκυρά κι’ ο νοικοκύρης, που δεν φιλοξένησαν στο σπίτι τους στρατιώτη ή βαθμούχο εκείνη την ημέρα.

το κάθε σπίτι είχε τους στρατιώτες κάτω απ’ τη σκεπή του τους φιλοξενουμένους του. τους τάιζε, τους πότιζε, τους ξεψείριαζε. το ξεψείριασμα ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα, που βασάνιζε τότε το στρατό μας. Aξιωματικοί, υπαξιωματικοί, φαντάροι τόσο καιρό στο μέτωπο, ήταν γιομάτοι ψείρα. Πού να πλυθούν και πότε, κει μεσ’ στα χιόνια στο Μπιζάνι και αλλού; Πώς να γλυτώσουν από την ψείρα; Ήταν το πρώτο πρόβλημα που ήθελαν να λύσουν τώρα, που μπήκαν μεσ’ στα Γιάννενα.

Το έλυσαν κι’ αυτό σωστά και γρήγορα οι Γιαννιώτισσες νοικοκυρές. καζάνια χουχουλιάζανε σε όλες τις αυλές. Έβραζαν το θερμό, που ξεθερμίζανε το ψειριασμένο το χακί. Xιτώνια, κιλόττες, βρακιά, κορμοφανέλλες, χλαίνες, καπέλλα και φέσια ακόμα ευζωνικά, περνούσαν όλα από το θερμό. Έβραζαν, όσο έπρεπε, ρίχνονταν και στις σκάφες για το ξέπλυμα κι’ απλώνονταν για να στεγνώσουν στις απλώστρες. Είχαν γεμίσει από στρατιωτικές στολές και βρακοφανέλλες όλες οι Γιαννιώτικες απλώστρες. Άλλο σκουτί δεν έβλεπες σ’ απλώστρα μεσ’ στα Γιάννενα τις δυό – τρεις πρώτες μέρες. Έτσι η μάχη της ψείρας κερδήθηκε με την μπουγάδα, το κούρεμα και το λούσιμο με αλισίβα. Οι Γιαννιώτισσες κι’ οι μπαρμπέρηδες πήραν άριστα!


Σε σπίτια Γιαννιώτικα φιλοξενήθηκαν ο αρχιστράτηγος και τα μέλη του Στρατηγείου.

O Διάδοχος Κωνσταντίνος έμεινε στο αρχοντικό του Σακελλαρίου, κοντά στη Ζωσιμαία Σχολή. τα άλλα μέλη του Στρατηγείου μας έμεινα σ’ άλλα αρχοντικά Γιαννιώτικα.
το Στρατηγείο ως υπηρεσία εγκαταστάθηκε στο ίδιο κτήριο, που ήταν εγκατεστημένο ως χθες το τουρκικό Στρατηγείο. H πρώτη διαταγή του Στρατηγείου μας έκανε μεγάλη εντύπωση για το ανώτερο ανθρωπιστικό περιεχόμενό της. «να μην ενοχληθεί κανένας τούρκος πολίτης ή στρατιωτικός»… Πολιτισμένοι μεταχείριση βρήκαν απ’ τον ελληνικό Στρατό οι τούρκοι αξιωματικοί – αιχμάλωτοι. Οι ντόπιοι πήγαν στα σπίτια τους. Οιξενοτοπίτες έμειναν όλοι μαζί σε πολύ καλά σπίτια και με κάθε δυνατή πολιτισμένη περιποίηση. Σε λίγες μέρες τους μετέφεραν στην Αθήνα μαζί με τον Εσσάτ Πασά και τους εγκατέστησαν στο «Ακταίον» στο Φάληρο.

Οι Τούρκοι στρατιώτες και αστυνομικοί αιχμάλωτοι είχαν κι’ αυτοί καλή περιποίηση απ’ το Στρατό μας. την πείνα, που είχαν ως χθες, τη διαδέχθηκε η χορτασιά. Xόρτασαν ψωμάκι και φαγάκι, που είχαν καιρό να ιδούν. και χόρτασαν από κείνους που τους το αφαιρούσαν επί 500 σχεδόν χρόνια!

με τον ερχομό της Λευτεριάς μας ήρθαν στην πόλη μας και όλα τα  καλά πούχαμε χάσει, προ πάντων το τελευταίο δίμηνο του πολέμου. Οι δρόμοι άνοιξαν. Οι επικοινωνίες μας με τον άλλο κόσμο ξανάρχισαν. τρόφιμα κι’ άλλα ψώνια έφθασαν απ’ ολούθε. τα μαγαζιά μας ξαναγιόμισαν. Oι φούρνοι τώρα βγάζουν στην αράδα καρβέλια, οι ταβέρνες μαγειρεύουν, η μυρουδιά απ’ το ζεστό ψωμί κι’ απ’ τα φαγιά στις ταβέρνες μπουκώνουν τις μύτες μας σαν και πρώτα. τα Γιάννενα ζούνε τώρα χορτάτα. τίποτα δεν τους λείπει. και πάνω απ’ όλα, δεν τους λείπει η Λευτεριά τους!»

Τα θρυλικά Γιάννινα ήταν ελεύθερα, όπως ελεύθερη ήταν σε λίγο και όλη η πολύπαθη Ήπειρος. Η δημοτική μούσα επάξια τραγούδησε:

«Τα πήραμε τα Γιάννινα μάτια πολλά το λένε,
μάτια πολλά το λένε όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν” πουλιά των Γρεβενών κι αηδόνια του Μετσόβου
Που τάσκιαζεν η παγωνιά κι ανατριχίλα φόβου.
Το λεν” οι χτύποι κι οι βροντές το λένε κι οι καμπάνες,
Το λένε κι οι χαρούμενες κι οι μαυροφόρες μάνες.
Το λένε κι οι Γιαννιώτισσες που ζούσαν χρόνια βόγγου,
Το λένε κι οι Σουλιώτισσες κι οι βράχοι του Ζαλόγγου».

 

Δεν πρέπει να λησμονούμε το παρελθόν, και ας ζούμε πάλι σε ένα ταραγμένο παρόν, προκειμένου  να έχουμε ένα σίγουρο μέλλον.