Σάββατο, 27 Απριλίου 2024, 9:59:59 μμ
Κυριακή, 27 Αυγούστου 2023 10:55

Θανάσης Βαφειάδης: «Κυνηγετικόν Παραλήρημα»

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης, τοπογράφος, συγγραφέας.

Κατάγομαι από κυνηγετική οικογένεια, από πάππου προς πάππον που λένε. Όταν ήμουν μικρός το σπίτι μας θύμιζε οπλοστάσιο με τις 4 καραμπίνες που είχε ο πατέρας μου – τι τις ήθελες τόσες; - συν ένα δίκαννο «σούπερ ποζέ».

Εμένα μου άρεσε να παίζω πιο πολύ με την ημιαυτόματη «γουίντσεστερ», σαν αυτές που είχαν στα σπαγγέτι γουέστερν. Και τι παιχνίδι! Άλλο να σημαδεύεις επί φανταστικού στόχου μ’ ένα πλαστικό νεροπίστολο αγορασμένο από την εμποροπανήγυρη, ψιθυρίζοντας με κλειστά χείλη «πίου – πίου», κι άλλο να το κάνεις με μια εντυπωσιακή «χράπα – χρούπα», όπως έλεγαν τις καραμπίνες με χειροκίνητη «πάπια».

Κυνηγός, όμως, δεν έγινα γιατί ο πατέρας μου είχε την ατυχή έμπνευση να με παίρνει μαζί του από 5 χρονών στις κυνηγετικές εξορμήσεις του, που αν μη τι άλλο ήταν εξαντλητικές. Κι άντε τα ψιλόλιγνα πόδια ενός πεντάχρονου ν’ αντέξουν τις ατελείωτες πεζοπορίες, ο δεξιός ώμος μου πώς ν’ αντέξει το βίαιο τράνταγμα απ’ την εκπυρσοκρότηση του όπλου, που ήταν πιο δυνατό κι απ’ την κλωτσιά μουλαριού; Λογικό κι επόμενο ήταν αντί να ξεποδαριάζομαι στα βουνά και τα λαγκάδια κυνηγώντας λαγούς, πέρδικες και ορτύκια να προτιμήσω να κυνηγάω μαζί με τους συνομηλίκους μου μια μπάλα, πλαστική φυσικά γιατί οι δερμάτινες τότε ήταν δυσεύρετες. Τους κυνηγούς, βέβαια, πάντα τους συμπαθούσα, λόγω οικογενειακής παράδοσης, και κατά καιρούς έχω γράψει γι’ αυτούς και για το κυνήγι στην περιοχή του Κιλκίς.

Με αφορμή την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου παραθέτω ένα απόσπασμα από ευθυμογράφημα του σπουδαίου λογοτέχνη μας και μανιώδη κυνηγού και ψαρά Εμμανουήλ Λυκούδη, με τίτλο «Αποδημητικά πτηνά», που δημοσιεύθηκε στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΚΟΚΟΥ το 1907. Ακόμη κι αν δε σας αρέσει το θέμα - αφού το κυνήγι εκτός από φανατικούς φίλους έχει και φανατικούς πολέμιους - διαβάζοντας το κείμενο θα συμφωνήσετε ότι η πένα των παλιών λογοτεχνών μας είναι ασυγκρίτως ανώτερη από των σύγχρονων, που μπροστά στους παλιούς μοιάζουν εντελώς ατάλαντοι.

«Από του τέλους Ιουλίου κατά τρόπον ευεξήγητον δια τους αδαείς και όστις θα διεξέφευγε και την διάγνωσιν ειδικού φρενολόγου, παρατηρούνται περιεργότατα παθολογικά φαινόμενα εις ανθρώπους τέως καθ’ όλα υγιεστάτους. Αν είνε ιατροί, ειδοποιούν αίφνης την πελατείαν των ότι αναγκάζονται να απουσιάσουν, ότι ανάγκη πάσα οι πελάται των να αρκεσθούν εις την υπηρεσίαν συναδέλφων, τους οποίους παρεκάλεσαν να τους αντικαταστήσουν. Αν είνε υπάλληλοι ή εγκαταλείπουν τα γραφεία των, ή το πολύ ζητούν άδειαν λόγω ασθενείας. Μεταβαίνουν οι πελάται εις τα δικηγορικά γραφεία και μανθάνουν ότι ο κ. δικηγόρος ετοιμάζεται δια ταξείδι. Αν είνε έμπορος, τον αναζητείτε εις το κατάστημά του, και ο υπάλληλος σας λέγει μειδιών:

-Πού τον πιάνεις τώρα τον κύριον; Του μύρισε θυμάρι.

Όλοι φεύγουν δια το θυμάρι και δια το κλαρί, χωρίς να είνε ούτε ληστοφυγόδικοι ούτε φυγόποινοι. Όλοι θέτουν επί κεφαλής των κάσκαις Άγγλων του αποικιακού στρατού, ή πετάσους αλά μπόερς, εισέρχονται μέσα εις μπόταις, επιστρατεύουν συντάγματα σκύλων, φορτώνονται σιδερικά και παίρνουν τα βουνά.

Αν υποθέσετε ότι τους αναγκάζουν εις τούτο τα κυνικά καύματα, πλανάσθε. Διότι η έξοδος αύτη γίνεται ακριβώς εις της δροσιαίς και τα μελτέμια του Αυγούστου. Θα εννοήσετε τι συμβαίνει μόνον, όταν αφού μάτην τους αναζητήσετε, και πριν έτι αναχωρήσουν δια το κλαρί, εις τα γραφεία των και τα καταστήματά των, τους ανευρίσκετε επί τέλους όλους μέσα εις τα οπλοπωλεία αγοράζοντας φυσίγγια Έλεϋ και φυσίγγια ακάπνου, προμηθευομένους φωκόλ δια σκύλους, σάκκους, δικτυωτά, γκέταις όλων των ειδών και όλων των χρωμάτων, σάλπιγγας και συρίκτρας κ.τ.λ. Η ασθένειά των οφείλεται εις τα λεγόμενα «περάσματα». Οφείλεται εις το ότι την εποχήν ταύτην και μέχρι των μέσων Σεπτεμβρίου κούκκοι και συκοφάγοι, και τρυγόνες και όρτυγες και άλλοι ασημότεροι οδοιπόροι του αιθέρος κατέρχονται από των θερινών αυτών διατριβών, από τας παραδουναβείους χώρας και την μεσημβρινήν Ρωσσίαν, εις τας χειμερινάς εν Αφρική. Τούτο τους φυγαδεύει τους κυρίους τούτους προς την Βάρην και το Σούνιον και τα Λεγραινά και τας Σπέτσας. Τούτο τους καθιστά αναισθήτους και αδιαφόρους προς πάσαν άλλην ενασχόλησιν, προς τα συμφέροντά των, προς τας γλυκύτητας και τας ανέσεις της εστίας. Τούτο τους κάμνει διψομανείς πτηνικού αίματος:

-Αν δεν πάω να ρίξω μερικαίς καλαίς τουφεκιαίς, σας λέγουν, θα τρελαθώ κυριολεκτικώς.

Και το λέγουν αυτό, χωρίς να εννοούν οι δυστυχείς, ότι ανήκουν ήδη εις την δικαιοδοσίαν των φρενολόγων, ότι είνε ήδη θύματα ειδικής μονομανίας, την οποίαν οι λεγόμενοι ειδικοί, αν εγνώριζαν, αν όχι να θεραπεύσουν – αξίωσις ίσως υπερβολική – τουλάχιστον όμως να ονοματοθετούν τα διάφορα είδη της παραφροσύνης, θα ωνόμαζον «κυνηγετικόν παραλήρημα», κατ’ αναλογίαν προς το «αλκοολικόν παραλήρημα». Ευτυχώς πρόκειται περί φρενοπαθείας, ήτις δεν χρειάζεται την συνδρομήν ουδενός φρενολόγου. Και δια τούτο είνε ασφαλώς θεραπεύσιμος. Διότι μόλις περί τα μέσα του Σεπτεμβρίου διέλθουν αι ύσταται οπισθοφυλακαί των ορτύγων, τους βλέπετε πάλιν επανερχομένους εις την πόλιν ησυχοτάτους, με το βλέμμα ήρεμον, απηλλαγμένους, ως εάν είχον κενώσει απνευστεί ολόκληρον φιάλην βρωμιούχου καλίου, όλης εκείνης της νευρικής υπεραισθησίας, ήτις είχεν ενσκήψει επ’ αυτών κατά τα τέλη του Ιουλίου και παρουσιάζοντας εν γένει το εξωτερικόν ανθρώπων ασφαλώς ισορρόπων.

Έχετε άλλως περί τούτου αλάνθαστον απόδειξιν, ότι αναλαμβάνουν τας εργασίας των μετά μεγαλειτέρας δραστηριότητος και – αν θέλετε πιστεύσατε το – μετά μεγαλειτέρας διαυγείας και επιτηδειότητος. Εγώ τουλάχιστον έχω βεβαιωθή ότι μετά την επάνοδον από το φθινοπωρινόν κυνηγετικόν Χατζηλήκι, ο δικαστής εκδίδει νομικωτέρας αποφάσεις, ο ιατρός, ίσως διότι εκορέσθη φονεύων πτηνά, στέλλει ολιγωτέρους εις τα Ηλύσια κατά τους κανόνας της επιστήμης, και ο χρηματιστής κάμνει ολιγώτερα σφάλματα εις τας προβλέψεις του περί των κυμάνσεων του συναλλάγματος».

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου K4station.