Σάββατο, 27 Απριλίου 2024, 8:32:40 μμ
Σάββατο, 02 Φεβρουαρίου 2019 17:44

Άγιος Τρύφων, προστάτης των αμπελουργών. Από την Ανατολική Ρωμυλία στους κάμπους της Θράκης

Γράφει ο Τάσος Γιοβανούδης.

 

Ήταν φθινόπωρο του 1924 όταν πενήντα εξ οικογένειες, διακόσιοι δέκα πέντε νοματαίοι, ξεπέζεψαν τα κάρα τους στις αυλές των Βουλγαρικών σπιτιών, που είχαν εγκαταλειφθεί σε ένα χωριουδάκι της Θράκης. Τακτοποίησαν τις λίγες οικοσκευές τους και ανάμεσα σ΄ αυτές από δυο δεμάτια κληματσίδες.


Τί τις ήθελαν και αυτές, είπε ένας ντόπιος. Τόσα πράγματα άφησαν στο χωριό τους, που δεν χωρούσαν στο κάρο τους, κληματσίδες κουβαλούσαν.
Α, είπε ο παππούς, χωρίς αμπέλι, εμείς τί θ΄ απογίνουμε.
Έτσι οι κληματσίδες, με μεγάλη φροντίδα φυλάχθηκαν σε κατάλληλο μέρος, για να φυτευτούν την άνοιξη.
Πρώτη τους φροντίδα να διαλέξουν τον αμπελώνα. Οι αρχές στη νέα πατρίδα δεν ήταν έτοιμες να κάνουν διανομή γης, αλλά για τον αμπελώνα έγινε η πρώτη προσωρινή διανομή, που αργότερα έγινε και οριστική.
Βορεινά από το χωριό, στο βάλτο, κοντά στο παλιόρυακο, λίγο πριν από το μεγάλο ποτάμι, παραχωρήθηκαν μικρά κομμάτια γης, όπου ρίζωσαν οι κληματσίδες τους, τα περίφημα «παμίδια», για το αρωματικό κρασί, κάποια κλήματα μαύρα που τα είπαν «μπογιά», μερικά κλήματα άσπρα και μοσχοστάφυλα, για «φαΐ».
Έτσι μαζί με τα κλήματα ρίζωσαν και οι καρδιές τους, κουβαλώντας τις παραδόσεις τους, που τις μετέδωσαν και φυλάσσονται ατόφιες από τους απογόνους τους.
Μεγάλη η φροντίδα του αμπελιού, γύρισμα με το μπέλι, σκάψιμο με το τσαπί, ράντισμα με γαλαζόπετρα, θειάφισμα, ξεβλαστάρισμα, βοτάνισμα, τρύγος, πάτημα σταφυλιών, κλάδεμα, εμβολιασμός στα νέα κλήματα, καταβολάδες για αναπλήρωση των παγωμένων, περιποίηση βαρελιών.

Σιγά σιγά όμως άλλαξαν οι προτεραιότητες της αγροτιάς και τα αμπέλια εγκαταλείφτηκαν τη δεκαετία του 1970, εκτός ελαχίστων. Τώρα όμως, νέα παιδιά του χωριού, ξανάφεραν την καλλιέργεια με σύγχρονα μέσα, που κρατούν όμως και την παραδοσιακή παραγωγή του κρασιού.

Χειμώνας του 1963, o χειρότερος χειμώνας που μπορούν να θυμηθούν οι μεγάλοι. Tα σχολεία κλειστά, η παγωνιά απερίγραπτη, τα μέσα προστασίας ελάχιστα. Ξημέρωσε η πρώτη Φεβρουαρίου, ο ήλιος με δόντια, σταμάτησε στους μείον 9 βαθμούς το θερμόμετρο και δεν λέει να ανέβει ούτε εκατοστό.
Πρώτη Φεβρουαρίου σήμερα, του Αγίου Τρύφωνος. Μεγάλη μέρα για τους αμπελουργούς, γιορτάζει ο προστάτης τους, πρέπει να τον ευχαριστήσουν για την περσινή καλή χρόνια και να ζητήσουν τη βοήθειά του, για τη νέα.
Το χωριό ξύπνησε νωρίς, έφαγαν τον τραχανά, ήπιαν κόκκινο κρασί, μασάλεψαν καμπόσο και πήγαν στην εκκλησία, ακόμη και αυτοί που δεν εκκλησιάζονταν τακτικά.
«Τρύφανους» όπως έλεγαν, έπρεπε να πάνε στα αμπέλια να αγιάσουν τα κλίματα. Η καλή σοδιά ήταν απαραίτητη, να γεμίσει τις μπόμπες των σπιτιών με κρασί, τις ντραμουτζάνες τσίπουρο και τα τσουκάλια πετιμέζι, απαραίτητα για την οικονομία του σπιτιού, όπως χρόνια τώρα το καλούσε η παράδοσή τους, αναντάν-μπαμπαντάν.
Σε λίγο ο δρόμος για τα αμπέλια γέμισε μικροπαρέες. Οι τροβάδες στις πλάτες, φουσκωμένοι με τα καλούδια της εποχής για τη σημερινή σημαδιακή μέρα. Παστός και λουκάνικα από το χοιρινό που σφάχτηκε τα Χριστούγεννα, ρέγκα και παλαμίδα, αγορασμένα από το παζάρι, ρεπάνια και πράσα, λίγος καβουρμάς, ένα κομμάτι τυρί, μια φόρμα ψωμί, η μπούκουα και τα μπουκάλια γεμάτα με κόκκινο κρασί. Όλα τα σπίτια είχαν αμπελώνα, τουλάχιστον ενός στρέμματος. Ελάχιστοι οι ανεπρόκοποι που είχαν άδειους από κλήματα τους αμπελώνες τους.
Ανάμεσα στις παρέες, πάνω σε ένα βοειδόκαρο ο Αστυνόμος ο κ. Πέτρος και ο ΠαπαΔημήτρης.
Τις παρέες των μεγάλων ακολουθήσαμε και εμείς οι μπόμπιρες. Συγκεντρωθήκαμε στην πλατεία του σχολείου, πάνω από είκοσι συμμαθητές του δημοτικού σχολείου, μικροί και μεγάλοι.
Τρέχοντας αφήσαμε πίσω την τουλουμπούδα, πηδήξαμε το ρέμα, που έγινε ένα μικρό παγωμένο ποταμάκι, ανεβήκαμε την ανηφόρα και κατεβαίνοντας προσπεράσαμε αδιάφορα τα πρώτα αμπέλια. Κανείς δεν έδωσε σημασία στην τουλούμπα που ήταν παγωμένη και αυτή στο βαθούλωμα της γωνιάς του δρόμου, στην άκρη, στο παλιόρυακο.
Ήταν χειμώνας τώρα, δεν υπήρχε τίποτε να κόψουμε, να κλέψουμε. Τα καλοκαίρια και το φθινόπωρο, οι ίδιες παρέες έσβηναν τις επιθυμίες τους και γέμιζαν τα στομάχια τους από το ζουμερά φρούτα του παραδείσου των αμπελιών, όπου μαζί με τα κλήματα υπήρχαν ροδακινιές, μηλιές, καρυδιές, βυσσινιές, κερασιές στου Μπαντόλα το αμπέλι, κυδωνιές στου Ντραγκάνη, καϊσιές στου Λεωνίδα, μποστάνια με καρπούζια, αγγουράκια, ντομάτες.
Ήταν όμως εκεί τους καλοκαιρινούς μήνες και ο μπάρμπα Γιώργης, μπεχτσή τον λέγανε, φύλακας άγγελος των αμπελιών. Τριγυρνούσε με τη βέργα, ανέβαινε σε ένα ψηλό δένδρο, παρατηρούσε τριγύρω όλη την έκταση και σφύριζε με τη σφυρίχτρα του. Έτσι αποφεύγονταν οι μικροκλοπές από τα παιδιά και τους μεγάλους.
Από το κλέψιμο του Μπεχτσή όμως, σχολίαζαν πικρόχολα κάποιοι, ποιος θα μας προστατέψει.

Τρέχοντας, όχι από βιασύνη, αλλά από την ανάγκη για λίγη ζεστασιά, βρεθήκαμε στο κέντρο του αμπελώνα, όπου η κοινότητα έκανε μια ποτίστρα, που γέμιζε νερό με την τουλούμπα. ‘Έφτασαν οι χωριανοί και από τον άλλο μαχαλά, που ήλθαν από τη βαθυόστρατα, κατέβηκαν από το βοειδόκαρο παγωμένοι ο ΠαπαΔημήτρης, ο Αστυνόμος και κάποιοι άλλοι που σκαρφάλωσαν στο δρόμο, πήρε ο παπαΔημήτρης το χάλκινο γανωμένο κουβαδάκι, το γέμισε με νερό, κράτησε στα χέρια το σταυρό και την αγιαστούρα και άρχισε τον Αγιασμό, ψάλλοντας στην αρχή το απολυτίκιο του Αγίου Τρύφωνα: «Συ δε Τρύφων τί, το ξίφος θνήσκω φθάσας….». Βγήκαν τα καπέλα από το κεφάλι, σταυροκοπήθηκαν όλοι με ευλάβεια, αγιάστηκαν ένας ένας, πήραν στο μαστραπά λίγο αγιασμό και προχώρησαν να ραντίσουν με αγιασμό όλα τα κλίματα, βουτώντας τα τρία δάχτυλα στον αγιασμό, έπρεπε να επαρκέσει ο αγιασμός, για όλα τα κλήματα, σε όλη την έκταση του χωραφιού.
Σύντομα ό καπνός από τις φωτιές που άναψαν κατά γειτονιές ανέβηκε στον παγωμένο ουρανό και η τσίκνα, από την πέτσα, τον παστό, τα λουκάνικα και τις ρέγκες, τρύπησαν, πιο πολύ τις μύτες των παιδιών που γυρόφερναν τη φωτιά, όχι μόνο να ζεσταθούν, αλλά κυρίως για κανένα κοψίδι, αν βέβαια περίσσευε από τους μεγάλους.
Το κρασί πολύ, οι μεζέδες λίγοι, αλλά τόσο νόστιμοι. Χαρούμενες βακχικές και διονυσιακές κραυγές, έφεραν κέφι, πειράγματα, γεμίσματα στο μαστραπά, σ΄ αυτόν που προηγουμένως πήραν τον αγιασμό, και άσπρο πάτο.
Κάποια στιγμή ακούσθηκε και το ακορντεόν του Χρήστου, «Σ΄αυτό τ΄ αλώνι το φαρδύ…..» και στήθηκε ο χορός στο σταυροδρόμι.
Στο άκουσμα του ακορντεόν κατέφθασαν όλες οι παρέες. Οι μεζέδες τελείωσαν, κρασί όμως υπήρχε και όλοι χορεύοντας, σήκωναν τη μπούκουα και τα μπουκάλια, υμνώντας το Άγιο Τρύφωνα, ίσως και τον Διόνυσο, ούτε αυτοί ήξεραν, σταλάζοντας μικροποσότητες στο έδαφος, φωνάζοντας: «για τους πεθαμένους»

Έτσι σε λίγο τρικλίζοντας όλοι άρχισαν τις παλληκαριές. Ο μπαρμπαΧρήστος έψαχνε αντίπαλο παλαιστή. Αμέσως από την άλλη άκρη πετάγεται ο Παναγιώτης. Έγινε ένας μεγάλος κύκλος και στη μέση τα δυο παλληκάρια. Πλησιάζουν να πιαστούν, τον αρπάζει ο Παναγιώτης από τη μέση, αμέσως ο μπαρμπαΧρήστος, φωνάζει: Σιγά, κόμα δεν αρχίνσαμι. Νέα λαβή του Παναγιώτη, νέα δικαιολογία του μπαρμπαΧρήστου, άλλες δυο τρεις προσπάθειες, τελικά η πάλη αναβλήθηκε γιατί ο μπαρμπαΧρήστος κατάλαβε ότι ο Παναγιώτης ήταν δύσκολος αντίπαλος.
Ποιος θέλει να κουσιάξουμι (τρέξουμε), είπε ο σβέλτος και γρήγορος Πολυγένης. Δεν θυμούμαστε τον αντίπαλο του, αλλά στο διακόσια μέτρα τον άφησε εκατό μέτρα πίσω.
Πέρασε ώρα με γλέντι και πολλές παλληκαριές, το κρασί τελείωσε και από το μεθύσι τρέκλιζε σχεδόν όλη η παρέα. Τότε ο μπαρμπα Μανώλης λέει στον αστυνόμο: Πέτρο εγώ είμαι ο καλύτερος κυνηγός της περιοχής, μπορώ με το περίστροφό σου να χτυπήσω και δεκάρα στο τριάντα μέτρα. Δεν χάνει καιρό ο αστυνόμος, έβγαλε το περίστροφο από τη θήκη, έστησαν ένα τενεκέ στα είκοσι μέτρα, τραβήχτηκε ο κόσμος μακριά, εμείς οι πιτσιρικάδες κλείσαμε τα αυτιά μας για το θόρυβο της βολής και περιμέναμε. Πρώτος έριξε ο μπαρμπαΜανώλης. Ψάξανε για τρύπα στον τενεκέ, τίποτα. Δεύτερος έριξε ο μπαρμπαΔημήτρης, τίποτα, τρίτος ο Ντελιϊάννης, τίποτα, τέταρτος ο αστυνόμος, τίποτα και αυτός. Άκαρπος και ο δεύτερος γύρος βολών και ο μπαρμπαΜανώλης έβγαλε ασφαλές συμπέρασμα:
«Το περίστροφο ήταν χαλασμένο».
Κανείς δεν παραδεχόταν ότι, από το πολύ κρασί δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους.
Ο αγιασμός των αμπελιών και φέτος έγινε όπως στα παλιά χρόνια. Σταυροκοπήθηκαν πάλι προς τιμήν του Αγίου Τρύφωνα, προστάτη των αμπελουργών, έσταξαν «σπονδή» στο χώμα, τις λίγες σταγόνες που έμειναν στο μαστραπά, χωρίς να το γνωρίζουν, προς τιμήν του Διόνυσου, προστάτη των αμπελουργών της αρχαιότητας και η πομπή ξεκίνησε για το χωριό, τρεκλίζοντας οι περισσότεροι στο δρόμο και λιγοστοί, που το κρασί τους έκανε να μη μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, ξαπλωμένοι ημιαναίσθητοι στο κάρο.
Μόνο ο παπαΔημήτρης, γλεντζές και μερακλής, χαμογελούσε και διασκέδαζε με το πάθημα των άλλων. Δεν έπινε κρασί, επειδή πριν λίγο καιρό αφαίρεσε τη χολή του και ο γιατρός του συνέστησε να πίνει μπύρα. Αλλά πού να βρεις μπύρα στις ίζβες, (υπόγεια) του χωριού, μόνο μπόμπες με κρασί και τσίπουρο εύρισκες.

Πίσω από τους μεγάλους ακολούθησε και το τσούρμο το δικό μας. Φάγαμε λίγο ψωμί, γευτήκαμε και μείς λίγη πέτσα, δεν περίσσεψε τίποτε άλλο από τους μεγάλους, εισπνεύσαμε αρκετή τσίκνα, ήπιαμε κλεφτά λίγο κρασί, αρπάξαμε ένα γερό κρύωμα, για να έχουμε μνήμες εκείνης της εποχής και να τις διηγούμαστε.

Καθίσαμε στα πόδια των μεγάλων και εμείς οι πιτσιρίκοι για την αναμνηστική φωτογραφία που τράβηξε ο Σιδέρης, ο φωτογράφος του χωριού. Απίθανη και μοναδική η αποτυπωμένη στιγμή στο χαρτί της φωτογραφίας. Μια φωτογραφία, όχι μόνο χίλιες λέξεις, αλλά μια ολόκληρη εποχή.

Η περιοχή του αμπελώνα άλλαξε μορφή, έχασε πλέον την οντότητά της. Ο αναδασμός ισοπέδωσε τα πάντα. Χάθηκαν οι δρόμοι, ξεχάστηκε η βαθυόστρατα, εξαφανίσθηκε το παλιόρυακο, οι μικροϊδιοκτησίες. Χάθηκε η ομορφιά του τόπου και η πνευματική κληρονομιά των προηγούμενων γενεών. Έμειναν μόνο οι αναμνήσεις στους μεγάλους, από τα σταφύλια, τα καρύδια, τα καΐσια, τα μήλα, τα ροδάκινα, τα ζαρζαβατικά, τα νερά, την τουλούμπα, αναμνήσεις από τον επίγειο παράδεισο του αμπελώνα του χωριού.

Όποιος θέλει ας διαβάσει τις αναμνήσεις μας. Αν του αρέσουν, αν αγγίζουν την ψυχή του, ας τις κρατήσει ζωντανές, ας τις μεταδώσει και στους άλλους, ας φθάσουν και στις επόμενες γενεές.