Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024, 11:21:31 μμ
Δευτέρα, 08 Μαϊος 2023 14:47

Συζητώντας για τη Μάχη του Κιλκίς και τον Εμφύλιο

Με ιδιαίτερη επιτυχία έγινε την Τετάρτη 26 Απριλίου, στο Επιμελητήριο Κιλκίς η εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Ανδρέα Αγτζίδη «Η τελευταία μάχη της Κατοχής. Κιλκίς: 4 Νοεμβρίου 1944».

Την εκδήλωση οργάνωσαν ο Όμιλος για την Ιστορία και τον Πολιτισμό του Κιλκίς και οι εκδόσεις Επίκεντρο.  Για το βιβλίο μίλησαν  οι Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Αριστείδης (Άρης) Παπαδόπουλος, εκπαιδευτικός, πρόεδρος του Ομίλου και Βλάσης Αγτζίδης, ιστορικός, επιμελητής έκδοσης. Τη συζήτηση συντόνισε ο εκπαιδευτικός Παναγιώτης Αδάμος.

 

Η σημασία του βιβλίου

Ο Βλάσης Αγτζίδης είπε μεταξύ άλλων τα εξής: «Η Μάχη του Κιλκίς της 4ης Νοεμβρίου του 1944 υπήρξε μια από τις πλέον αιματηρές συγκρούσεις περί την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής και μια από τις πλέον άγνωστες και αδιερεύνητες. Άφησε ως κληρονομιά τον απόλυτο διχασμό, που σε τοπικό επίπεδο «ξεπεράστηκε» με τη σιωπή και τους μονολόγους των πολιτικών επιγόνων των πρωταγωνιστών. Το βιβλίο αυτό αποτελεί την παρακαταθήκη του Ανδρέα Αγτζίδη (1926-2018) στην ιστορική μνήμη μέσα από τη βιωματική συμμετοχή στα μεγάλα γεγονότα -που καθόρισαν την ελληνική ιστορία από τη δεκαετία του ’40 και εντεύθεν- και την επιμελή μελέτη της σχετικής πλούσιας βιβλιογραφίας. Με τα κείμενά του στον τοπικό Τύπο κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, προσπάθησε να καταγράψει αφενός την ιστορία του τόπου του κατά τα κρίσιμα εκείνα χρόνια του Μεσοπολέμου και ειδικότερα της δεκαετίας του ’40 και να παρουσιάσει αφετέρου το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου συνέβησαν τα επίμαχα γεγονότα.

Ο Ανδρέας Αγτζίδης υπήρξε ένα ελεύθερο, ανήσυχο και ακηδεμόνευτο πνεύμα, που τολμούσε χωρίς φόβο να διατυπώνει δημόσια την άποψή του και να παρεμβαίνει στο δημόσιο διάλογο όταν το ένοιωθε αναγκαίο, υποστηρίζοντας πάντα τις θέσεις του με στέρεα επιχειρήματα που βασίζονταν στη γνώση, που αποκτήθηκε με συστηματική μελέτη. Είχε βαθύτατη συναίσθηση της κοινωνικής ευθύνης που έχουν οι διανοούμενοι, αυτοί που γνωρίζουν, ώστε να μεταδώσουν αφενός το σύνολο των πληροφοριών που κατέχουν και αφετέρου να συμβάλουν στη διαμόρφωση ορθών κριτηρίων στη νέα γενιά. 

Ένα από τα ιστορικά γεγονότα που καταχωρήθηκαν στη μνήμη του Ανδρέα Αγτζίδη ως κορύφωση της περιόδου της Κατοχής, υπήρξε η Μάχη μεταξύ του ΕΛΑΣ και των ένοπλων δωσιλογικών δυνάμεων που έγινε στο Κιλκίς στις 4 Νοεμβρίου του 1944. Και αυτό, γιατί ήταν το επιστέγασμα μιας σκληρής σύγκρουσης που είχε υπάρξει έως εκείνη τη στιγμή στον κατεχόμενο ελληνικό χώρο, όπου από τη μια ήταν οι κατοχικές δυνάμεις (Γερμανοί, Ιταλοί και Βούλγαροι) μαζί με τους συνεργάτες τους, ένοπλους και μη, και από την άλλη η πολύμορφη Αντίσταση. Επιπλέον η Μάχη αυτή αποτελεί ένα από τα πλέον άγνωστα γεγονότα στην ιστορία της Κατοχής και έως σήμερα παραμένει ως ζήτημα ταμπού στην ίδια την ιστορική μνήμη των κατοίκων αυτής της κατεξοχήν προσφυγικής περιοχής.

Ο Ανδρέας Αγτζίδης έχει μια ξεκάθαρη ματιά για τα γεγονότα, αναδεικνύοντας το ευρύτερο πλαίσιο. Τα συμπεράσματά του συνάγονται από αυτήν ακριβώς την πρόταξη της ΄΄μεγάλης εικόνας΄΄. Ιδιαίτερο βάρος δίνει στα κείμενα της εποχής, από τα οποία προκύπουν οι στόχοι και τα όρια. Γράφει: «Εάν από την αρχή του αγώνα έθετε ως στόχο την κατάληψη της εξουσίας, η ΕΑΜική ηγεσία και το ΚΚΕ δεν θα λάβαιναν μέρος στη διάσκεψη του Λιβάνου στις 17 Μαϊου 1944 και δεν θα υπέγραφαν τη σχετική συμφωνία, που αφορούσε στην απελευθέρωση της Ελλάδας με κυβέρνηση εθνικής ενότητας.

Δεν θα πήγαιναν ούτε στη διάσκεψη της Καζέρτας, που έγινε στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 και έθεταν τις δυνάμεις τους υπό τις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Σκόμπυ, τη στιγμή που κατείχαν ολόκληρη την επικράτεια, εκτός από το κέντρο της πρωτεύουσας…. Αυτή η κατασκευασμένη προπαγάνδα, σκόπιμη και δόλια, των μυστικών υπηρεσιών, οδήγησε την αγγλική κυβέρνηση στην ανοιχτή παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας μας, διαρκούσης ακόμα της Κατοχής από τα μέσα του 1943, προσπαθώντας να θέσει σε πλήρη υποταγή το εαμικό κίνημα αντίστασης, φτάνοντας μέχρι την ένοπλη σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ τον Δεκέμβριο του 1944»

Θεωρεί ότι οι αιτίες και οι δυνάμεις που οδήγησαν στην εμφύλια σύγκρουση μπορούν να ανιχνευτούν τόσο στα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας, όσο και της προπολεμικής τάξης πραγμάτων που επιχείρησε και πάλι να κυριαρχήσει στη μεταπολεμική Ελλάδα, εξοντώνοντας τις λαϊκές κατακτήσεις που έγιναν την περίοδο της Κατοχής χάρη στην Εθνική Αντίσταση: «Αυτή η αποδοχή από το λαό της νέας ζωής εθορύβησε τις συντηρητικές δυνάμεις του τόπου, μα περισσότερο τη Μεγάλη Βρετανία που ήθελε την Ελλάδα υποταχτική. Βλέποντας ο Τσώρτσιλ ότι δεν μπορεί να θέσει υπό την απόλυτη κηδεμονία την ΕΑΜική Αντίσταση, από τα τέλη του 1943 αρχίζει να σκέπτεται τρόπους να την εξοντώσει…. Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός, για ακόμη μια φορά, με την απροκάλυπτη επέμβασή του, πέτυχε να διατηρήσει τη νέα δορίκτητη ΄΄αποικία΄΄.»

Θα μπορούσε να αποφευχθεί ο Εμφύλιος;

Πολύ ενδιαφέρουσα υπήρξε η τοποθέτηση του Νίκου Μαραντζίδη ο οποίος υποστήριξε τα εξής: «Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος δεν υπήρξε αναπόφευκτος. Υπήρξε το πολύπλοκο αποτέλεσμα μιας σειράς επιλογών των πρωταγωνιστών της εποχής. Χωρίς να το γνωρίζουν και σε συνδυασμό με τις διεθνείς εξελίξεις καθεμιά από τις αποφάσεις τους οδήγησε σταδιακά στην τραγωδία. Μια από αυτές τις επιλογές να ήταν διαφορετική, ίσως ο εμφύλιος δεν θα είχε ποτέ γίνει.

Κάθε τόσο επανέρχεται το ερώτημα του τι θα συνέβαινε αν το ΚΚΕ δεν είχε απόσχει από τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946. Πράγματι, η απόφαση του ΚΚΕ για αποχή από τις εκλογές, παρά το γεγονός μάλιστα ότι οι Σοβιετικοί είχαν συμβουλεύσει για το αντίθετο αποδείχτηκε κρίσιμης σημασίας.

Είναι αδύνατον, προφανώς, να είναι κανείς βέβαιος για το τι θα επακολουθούσε υπό το πρίσμα αυτού του «αν», εντούτοις είναι κατανοητό εφόσον το ΚΚΕ κατέβαινε στις εκλογές -και με δεδομένο πως θα άγγιζε ή και θα ξεπερνούσε, όπως εκτιμάται το 25% των ψήφων-  θα λειτουργούσε ως εμπόδιο στην επιλογή του ένοπλου δρόμου για όλες τις πλευρές. 

Δύο άλλα «αν», της προπολεμικής περιόδου, είναι λιγότερο συζητημένα αλλά εξίσου καθοριστικά για την διαμόρφωση της πορείας προς την εμφύλια σύγκρουση. Καταρχάς η παλινόρθωση της Μοναρχίας τον Νοέμβριο του 1935, έπειτα από το εξωφρενικά νόθο δημοψήφισμα που οργάνωσε ο φιλομοναρχικός Γεώργιος Κονδύλης, μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος του. Η επιστροφή με αυτόν τον τρόπο του διαδόχου τού Κωνσταντίνου Γεώργιου Β΄ βάθυνε κι άλλο τις διαφορές ανάμεσα στο δημοκρατικό και μοναρχικό στρατόπεδο. Τι θα συνέβαινε αν δεν είχε γίνει η παλινόρθωση της Μοναρχίας και μάλιστα υπό αυτές τις συνθήκες; Είναι πολύ πιθανό, το χάσμα ανάμεσα σε μοναρχικούς και δημοκρατικούς κατά τη διάρκεια της κατοχής να μην είχε πάρει αυτές τις διαστάσεις.

Τέλος, το τρίτο «αν» σχετίζεται με τις εξελίξεις μετά τις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936. Σε εκείνες τις εκλογές το ΚΚΕ απέσπασε το 5,76% των ψήφων και 15 έδρες στο Κοινοβούλιο. Επειδή κανένα κόμμα δεν ήταν σε θέση να σχηματίσει κυβέρνηση, στις 19 Φεβρουαρίου, στο πλαίσιο μιας μυστικής συμφωνίας, υπογράφτηκε πρωτόκολλο από τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, ηγέτη του Κόμματος Φιλελευθέρων, και τον Στέλιο Σκλάβαινα, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ και ηγέτη της κοινοβουλευτικής ομάδας του Παλλαϊκού Μετώπου, που έμεινε γνωστό στη συνέχεια ως «σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα». Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας οι κομμουνιστές συναίνεσαν να στηρίξουν, με ψήφο ανοχής, τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης χωρίς να συμμετάσχουν σε αυτήν. Σε αντάλλαγμα απέσπασαν, μεταξύ άλλων, την υπόσχεση πως η νέα κυβέρνηση θα προχωρούσε σε ανάκληση των αντικομουνιστικών μέτρων, δηλαδή στην κατάργηση του ιδιώνυμου και στη χορήγηση γενικής αμνηστίας σε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους και εξόριστους.

Τελικά, η συμφωνία δεν κατέστη εφικτό να υλοποιηθεί. Αν και υποτίθεται ότι ήταν μυστική, ισχυρές αντιδράσεις από όλες τις πλευρές του πολιτικού κατεστημένου κατέστησαν αδύνατη την εφαρμογή της και κατ’ επέκταση τον σχηματισμό κυβέρνησης Φιλελευθέρων με τη στήριξη του ΚΚΕ. Τον Απρίλιο, έπειτα από αρκετές εβδομάδες αδιεξόδου, ο Ιωάννης Μεταξάς έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τις δύο μείζονες κοινοβουλευτικές ομάδες, το Κόμμα των Φιλελευθέρων και το Λαϊκό Κόμμα. Μόνο το ΚΚΕ και μια χούφτα σοσιαλιστών βουλευτών καταψήφισαν την κυβέρνηση Μεταξά ή απείχαν από την ψηφοφορία. Λίγους μήνες αργότερα, την 4η Αυγούστου, ο Μεταξάς με τη συνεργασία του Γεωργίου Β’ επέβαλε τη δικτατορία του. Οι κομμουνιστές βρέθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες, βιώνοντας ένα καθεστώς σκληρής καταδίωξης, που διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τη ψυχολογία και τη στάση τους τα επόμενα χρόνια.

Τι θα είχε συμβεί αν είχε καταφέρει ο Σοφούλης να σχηματίσει κυβέρνηση με την ανοχή του ΚΚΕ; Δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε πως ίσως η δικτατορία της 4ης Αυγούστου να μην είχε γίνει ποτέ, και το κομμουνιστικό κόμμα να διατηρούσε μικρότερο βαθμό καχυποψίας απέναντι στις «αστικές δυνάμεις». Αυτό συνέβη εξάλλου στη Γαλλία που το ΚΚ συμμετείχε μεταπολεμικά σε κυβέρνηση Εθνικής ενότητας διαλύοντας τον αντιστασιακό στρατό του.

 Με άλλα λόγια, στη συνείδηση πολλών στελεχών του ΚΚΕ η εμπειρία της Ακροναυπλίας αλλά και νωρίτερα του βενιζελικού ιδιώνυμου, είχε αποτρεπτικό χαρακτήρα στην ανάπτυξη οποιασδήποτε ψυχολογίας εμπιστοσύνης προς τις αστικές δυνάμεις. Η Λευκή Τρομοκρατία κατά τα χρόνια 1945-1946 βάθυνε αναμφίβολα κι άλλο το χάσμα.

Βεβαίως, τα «αν» δεν γράφουν την ιστορία. Όμως επιτρέπουν, στην προκειμένη περίπτωση, να αντιληφθούμε τις εναλλακτικές, να συνειδητοποιήσουμε, πως ο εμφύλιος δεν ήταν το νομοτελειακό αποτέλεσμα ανίκητων ιστορικών δυνάμεων.»

Έκθεση εικόνων