Κυριακή, 3 Νοεμβρίου 2024, 12:35:58 μμ
Δευτέρα, 26 Οκτωβρίου 2020 22:58

«Γλυκιά πατρίδα»

Γράφει ο Νίκος Κωνσταντινίδης, Εκπαιδευτικός-συγγραφέας.

 ‘’Ουδέν γλύκιον Πατρίδος’’ έγραψε χιλιάδες χρόνια πριν στην ‘’Οδύσσειά’’ του ο Όμηρος, υμνώντας κατά τρόπο μοναδικό και αξεπέραστο, το «νόστιμον ήμαρ» και χαρίζοντας στα λεξικά της υφηλίου την ελληνική λέξη ‘’νοσταλγία’’.


Ο Άρης, όμως, από ένα χωριουδάκι των Κρουσσίων, ούτε Όμηρο διάβασε, ούτε και το μισεμό γεύθηκε ποτέ. Το φτωχό και άραχλο βουνοχώρι του, σε συνδυασμό με τα πολλά κρίματα των κυβερνώντων, τον έδιωξαν μόνο κι έρημο στην ξενιτιά, κοντά στα δέκα χρόνια μετά τον εμφύλιο…
Έριξε τα λίγα ρούχα που είχε σε μια βαλίτσα, έβαλε στη τσάντα ψωμί κι ελιές, και φόρτωσε  τη μοίρα στην αργοπορημένη ‘’ταχεία’’ για τόπους μακρινούς κι άγνωστους.
Πίσω του άφησε γέρους γονείς, φίλους και συγγενείς, τη μητριά - πατρίδα, τον αχνογάλανο ουρανό του πρωινού, το άλικο δειλινό, τον ήλιο, το φως και τράβηξε για χώρα ψυχρή κι ανήλιαγη. Για μια πόλη μικρή κι απόμακρη, που δεν την έβρισκε στο χάρτη.
Ήξερε, μόνο, ότι εκεί η νύχτα έρχεται νωρίς κλέβοντας από την ημέρα φως, το κρύο είναι τσουχτερό, το χιόνι ως το μπόι του ανθρώπου, και τα χιλιόμετρα από την Ελλάδα είναι πολλά. Άκουσε και για ξανθές,  απολλώνιες οπτασίες, που ζούσαν στη χώρα εκείνη.
Δείχνοντας, συχνά – πυκνά το εισιτήριό του, στις αποβάθρες των σταθμών των τρένων, μιας και δεν ήξερε καμία ξένη γλώσσα, έφθασε μετά από τρία ημερόνυχτα ταξιδιού στον προορισμό του.
Την επομένη κιόλας,  δίχως να ξέρει λέξη από τη γλώσσα που μιλιόταν στη χώρα αυτή,  έπιασε δουλειά. Σκληροδούλευε, διπλοδούλευε κι έκανε αιματηρές οικονομίες για να γυρίσει σύντομα στο σπίτι του στην Ελλάδα και να ανοίξει εδώ δουλειά.
Παρέα του στην ξενιτιά οι λίγοι  συντοπίτες του,  κοντοχωριανοί του κι άλλοι που ζούσαν με τον ίδιο καημό και τον ίδιο στόχο. Περιθωριοποιημένοι και  γκετοποιημένοι  από κάθε κοινωνική συμμετοχή,  ξεχασμένοι από πανωθεό και χαμωθεό, θεατές της ζωής και του ονείρου, από την πολύ δουλειά και  την κατήφεια της ημέρας, έχασαν και το χαμόγελό τους.  Μέτραγαν τα χρόνια καθημερινά, επιβεβαιώνοντας το γνωμικό ότι  το προσωρινό είναι χειρότερο από το μόνιμο.
Ένα καλοκαίρι, νωρίς, από τα πρώτα του χρόνια στην ξενιτιά, ήρθε στο χωριό  του με μια τσίλικη, κόκκινη «αμαζόνα» (VOLVO).  Έκανε βιαστικά  ένα συμβατικό γάμο, έβαλε τη νύφη στο αμάξι και επέστρεψε στην εκβιομηχανισμένη χώρα του Βορρά….
Δεν άργησε πολύ ήρθαν στην ώρα τους και τα παιδιά:  δύο μελαχρινά αγγελούδια μαζί.  Δύο λουλούδια που ρίζωσαν στη χώρα που γεννήθηκαν και γαλουχήθηκαν με τα δικά της «πρέπει». Πήγαν  σχολείο εκεί  και υπηρέτησαν το βασιλιά  της. Το παλάτι δηλαδή που εδώ  στην Ελλάδα ο πατέρας τους δεν ήθελε να ξέρει.
Με τα χρόνια άσπρισε ο Άρης. Κρονόληρος, με κάτασπρα μαλλιά, πήρε μια μέρα το αεροπλάνο της επιστροφής  για την Ελλάδα, μόνος ξανά….
Η Ιθάκη του, όμως, δεν υπάρχει πια. Το χωριό του κατέβηκε στην πόλη. Ξένος  τώρα μέσα στην μπετοναρισμένη πολιτεία, συλλογάται πως ξόδεψε τη ζωή του, για μια άλλη που δεν θα προλάβει να ζήσει.  Κάτι γνώριζε αυτός που έλεγε: «τα πάντα ρει». Όλα γύρω του έχουν γκρεμιστεί. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο να του θυμίζει  τα παλιά…
Οι γιοι του Άρη, αποκομμένοι γλωσσικά και πολιτισμικά από την Ελλάδα, αφομοιωμένοι αλλά όχι ενσωματωμένοι στη χώρα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, μετανάστες εσαεί  λόγω ονόματος και χρώματος ρίζωσαν εκεί.
Ο Άρης μόνος, τώρα, ήρθε σε μια χώρα, που βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση,  απ’ όταν την άφησε. Συλλογιέται καθημερινά για το αύριο, που κατάντησε κι αυτό, «σαν αύριο πια να μη μοιάζει», σύμφωνα με τον Αλεξανδρινό ποιητή.
Πενήντα χρόνια από τότε και η Ελλάδα ξανά μανά στα ίδια.  Μόνο που τώρα φεύγουν στα ξένα πιο πολύ τα μορφωμένα παιδιά. Οι νέοι και οι νέες με πτυχία και μεταπτυχιακά. Αλλά και στην ξενιτιά τα πράγματα έγιναν πιο σκληρά. Οι «καιροί»  αγρίεψαν και στην Ευρώπη. Δεν είναι ούτε κι εκεί όπως ήταν πριν…
Το ν’ αφήνεις  μια πατρίδα, όλο φως, και πας αλλού, είναι μεγάλος πόνος… Ο φόβος μην γυρίσεις πίσω, πάντοτε θα σε ακολουθεί. Πάντοτε θα υπάρχει εδώ μία ψυχή και μία πατρίδα ορφανή που θα σε  περιμένει.
Μια πατρίδα, όμως, που δεν μοιάζει με την φτωχή, πλην όμως, τίμια Ελλάδα: Μια πατρίδα ταπεινωμένη και γονατισμένη με τα τουρκικά ερευνητικά πλοία να παραβιάζουν τα κυριαρχικά δικαιώματά της κι αυτή δειλή και μόνη να προσμένει βοήθεια από τους «συμμάχους» Γερμανούς. Τους εχθρούς της δηλαδή σε δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Τους πιο πιστούς φίλους της Τουρκίας σ’ όλο το σύγχρονο διάβα της ιστορίας.