Ένας νομός ανάμεσα σε τρεις ορεινούς όγκους, πεδινός έως ημιπεδινός με κοντά 1.200.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, αντιμετώπιζε την πρόκληση να καταστεί έρημη χώρα από τη σταδιακή εγκατάλειψη των καλλιεργειών
Ο καπνός αποτελεί παρελθόν, η βιομηχανική τομάτα επίσης, η ακμάζουσα παραγωγή λαχανικών καταποντίστηκε, το βαμβάκι συρρικνώθηκε, το καλαμπόκι ομοίως…
Στη θέση τους το σιτάρι, ο συνήθης ύποπτος και συνάμα η πιστοποίηση της φτώχειας του Κιλκίς.
Αλλά από το κακό υπάρχει το χειρότερο.
Το στάρι το κρατούσαν οι επιδοτήσεις.
Ίσα για να αποδίδουν το ελάχιστο εισόδημα της φτώχειας.
Εκεί λοιπόν που η στρεμματική ενίσχυση στο σκληρό στάρι άγγιζε τα 50 ευρώ, με την νέα ΚΑΠ και μετά την είσοδο στην ΕΕ των χωρών της ανατολικής Ευρώπης, οι διαθέσιμοι πόροι μειώθηκαν ή μάλλον μοιράστηκαν σε περισσότερους και ιδού: η βασική ενίσχυση πλέον στο στάρι είναι κάπου 25-26 ευρώ στο στρέμμα.
Και το Κιλκίς του σταριού πλέον κινδυνεύει να καταστεί το Κιλκίς των ακαλλιέργητων εκτάσεων.
Είναι πιστοποιημένο: εκατοντάδες αγρότες, κυρίως μικροί και χωρίς μηχανικό εξοπλισμό
άφησαν φέτος ακαλλιέργητα δεκάδες χιλιάδες τα στρέμματα. Ο λόγος είναι απλός. Δεν συμφέρει. Η αξία του προϊόντος συν την επιδότηση δεν φτάνουν για να καλύψουν τις δαπάνες του καλλιεργητή.
Γιατί να καλλιεργήσει άλλωστε; το «πρασίνισμα» αποδίδει κάπου 10 ευρώ στο στρέμμα.
Για να το καρπωθεί ο αγρότης χρειάζεται προκαταβολικά τις καρτέλες πιστοποιημένου σπόρου. Τα ελάχιστα 18 κιλά πιστοποιημένου σπόρου ανά στρέμμα κοστίζουν κάπου 20 ευρώ/ στρέμμα. Ποιος δίνει 20 ευρώ προκαταβολικά για να εισπράξει τα μισά ύστερα από ένα χρόνο;
Αλλά κι από χειρότερο υπάρχει το χείριστο:
Μετά λόγου γνώσεως διατείνομαι – κι όσοι διαφωνείτε, ρωτήστε και στην Παιονία να σας διαφωτίσουν- πως ακόμα κι άλλοτε θεωρούμενες ως δυναμικές καλλιέργειες εγκαταλείπονται και μένουν ακαλλιέργητα χωράφια προς δόξαν όσων κυβερνητών (δεξιών, αριστερών και ενδιάμεσων) εξαγγέλλουν άμα τη αναλήψει της εξουσίας και τρις του έτους βαρύγδουπους όρκους υπέρ της ανάπτυξης της περιφέρειας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Κάπως έτσι βοηθούσης και της νέας ΚΑΠ που επιτρέπει σε ιδιοκτήτες μέχρι 100 στρεμμάτων να εισπράττουν την ενίσχυση χωρίς να σπέρνουν, απλώς με κάποια ελάχιστη φροντίδα (π.χ. ένα φρεζάρισμα) εκατοντάδες αγρότες εγκαταλείπουν ακόμα και την πλέον άκοπη καλλιέργεια του σταριού, διότι απλώς δεν συμφέρει. Θέλετε μια ακόμα απόδειξη ότι δεν συμφέρει; Κανείς δεν ενδιαφέρεται να νοικιάσει χωράφια ακόμα κι έναντι συμβολικού ή μηδενικού τιμήματος.
Αυτή είναι η πραγματική και αδιαμφισβήτητη εικόνα όπως καταδεικνύεται πλέον και από τις δηλώσεις ΟΣΔΕ.
Επομένως οι διαμαρτυρίες όσων αντιτίθενται στην ενοικίαση-πώληση ιδιωτικών εκτάσεων (χωραφιών) σε εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά με ιδεολογική αφετηρία την προστασία της εθνικής παραγωγής π.χ. σίτου φαντάζουν εκτός τόπου και χρόνου. Ακόμα κι αν παραβλέψουμε ότι οι εν λόγω διαμαρτυρόμενοι παραβιάζουν το βασικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας, είναι πάσχουσα και η ιδεολογική τους αφετηρία.
Στερείται η εθνική οικονομία τα 100 ή τα 200 κιλά σταριού είναι το ιδεολόγημα από το οποίο αφορμούν. Το γεγονός ότι στερείται η οικογένεια του αγρότη τα 200 ευρώ της ενοικίασης ανά στρέμμα ως ένα ικανοποιητικό ετήσιο εισόδημα αποτιμάται ως επουσιώδης λεπτομέρεια. Βρέστε άλλες καλλιέργειες, προτείνουν. Λες και οι αγρότες είχαν τη δυνατότητα ή τις επιλογές και αμέλησαν να το πράξουν.
Η προστασία της εθνικής παραγωγής, της επάρκειας τροφίμων δεν είναι θέμα διοικητικών απαγορεύσεων, ακόμα κι αν κινούνταν εντός της συνταγματικής νομιμότητας. Η χώρα δεν παράγει τρόφιμα επειδή κάπου αλλού τα βρίσκει φθηνότερα. Ή επειδή εδώ τα παράγει με πολλαπλάσιο κόστος.
Η εγκατάλειψη γεωργικής γης είναι σύνθετο φαινόμενο και συναρτάται ευθέως με την
απουσία περιφερειακής πολιτικής.
Ένα απολύτως σχετικό παράδειγμα: Για πρώτη φορά καταγράφεται έλλειμμα ενδιαφέροντος για ένταξη σε προγράμματα νέων αγροτών. Ούτε με γενναία επιδόματα συμφέρει. Ούτε επιδοτούμενη είναι ελκυστική πλέον η γεωργοκτηνοτροφία.
Κι όσο εύκολο είναι να δείξουμε με το δάχτυλο το γκουβέρνο ως υπαίτιο της ανύπαρκτης περιφερειακής πολιτικής, τόσο δύσκολο είναι να συνειδητοποιήσουμε τις ευθύνες ημών των πολιτών, των άπραγων χειροκροτητών.