Δευτέρα, 29 Απριλίου 2024, 10:43:27 πμ
Τετάρτη, 28 Ιουλίου 2021 21:05

Θαλασσινές εικόνες

Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης, Δάσκαλος.

Έκανα το μπανάκι μου, κάθομαι στην ξαπλώστρα ρουφάω αργά τον φραπέ μου και για να περάσει η ώρα παρατηρώ και αφουγκράζομαι τον κόσμο γύρω μου.
Δίπλα μου τρία ζευγάρια νεαρών παιδιών. Προσπαθώ να καταλάβω ποιος τα έχει με ποιαν και άκρη δεν βγάζω καθώς τα έξι παιδιά είναι απορροφημένα στα κινητά τους.

Άχνα δεν ακούγεται. Αίφνης μία κοπελιά ξεκαρδίζεται με κάτι που τις έστειλε στο chat μια άλλη κοπέλα της παρέας. Σκέφτομαι ότι ακόμα και τα αστεία τους…διαδικτυακά τα λένε. Άστα να πάνε…
Και ξαφνικά εμφανίζεται στην ακροθαλασσιά το ‘’πλάσμα’’. Ψηλή και πανέμορφη περπατάει αργά και όλο χάρη δίπλα στο κύμα. Βλέπω τους άντρες να φορούν αυτόματα τα γυαλιά ηλίου. Μεγάλη εφεύρεση τα γυαλιά ηλίου αδελφέ. Βλέπεις όπου θέλεις και δεν παίρνει χαμπάρι η συμβία που αγρυπνά δίπλα. Ο κοντόχοντρος κύριος με το παχύ μουστάκι δίπλα μου πρέπει να είναι δεξιός ψάλτης στην εκκλησία της ενορίας του επειδή τον ακούω να σιγοψέλνει βλέποντας το ‘’πλάσμα’’. Κάτι για ‘’πάντα εν σοφία εποίησες’’ πιάνει τ’ αυτί μου.
Από την άλλη πλευρά μια παρέα μεσόκοπων ανδρών φωνασκούν επικρίνοντας τους νεοέλληνες που καταστρέφουν το περιβάλλον. Μόνιμη κατάληξη των λεγομένων τους το ‘’δεν είμαστε λαός ρε παιδιά’’. Την ίδια ώρα καπνίζουν και σβήνουν τις γόπες θάβοντάς τες στην άμμο. Σκέφτομαι ότι το ‘’δεν είμαστε λαός’’ το λέμε εννοώντας όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό μας.
Δίπλα τους οι γυναίκες τους συζητούν για τι άλλο; Φυσικά για συνταγές φαγητών. Παρέλαση στα λεγόμενά τους κάνουν ο Πετρετζίκης, η Βέφα, ο Μποτρίνι, ο Σκαρμούτσος και άλλοι αστέρες της κουζίνας.
Πιο κάτω μια νεαρή μαμά μέσα στην υστερία κυνηγά το αγοράκι της με έναν κεφτέ στο πιρούνι για να το ταΐσει. Ο καταπιεσμένος μπόμπιρας αντιστέκεται όσο μπορεί αλλά στο τέλος τι να κάνει; ενδίδει. Ανοίγει το στόμα, χάφτει γρήγορα τον κεφτέ και φεύγει σφαίρα για την ακροθαλασσιά με το κουβαδάκι του.
Να και ο γείτονάς μου ο κυρ Λάζαρος. Ογδονταπεντάρης ο κυρ Λάζαρος και η σύζυγός του η κυρία Όλγα γύρω στα ογδόντα με άνοια και κινητικά προβλήματα. Την προσέχει σαν τα μάτια του ο Λάζαρος. Την κρατάει για να μπει στη θάλασσα, τη βοηθάει μέσα στο νερό, την βγάζει με προσοχή έξω, την σκουπίζει με την πετσέτα. Φεύγοντας περνούν από δίπλα μου.
-Μπράβο σου κυρ Λάζαρε για όσα κάνεις για τη σύζυγο. Κρίμα να μην σε αναγνωρίζει και να μην ξέρει καν ποιος είσαι.
Η απάντηση του κυρ Λάζαρου έρχεται αυθόρμητα.
-Αυτή δεν ξέρει πια ποιος είμαι αλλά εγώ ξέρω πολύ καλά ποια είναι και τι υπήρξε για μένα.
Σκέφτομαι ότι όσο υπάρχουν ακόμα κυρ Λάζαροι, υπάρχει ελπίδα για τον κόσμο…
Όπα; Τι είναι τούτο; Ένα άλλο ‘’πλάσμα’’ με ένα ανύπαρκτο μπικίνι εμφανίζεται στην ακροθαλασσιά. Παίζει με το κυματάκι, παίρνει πόζες και ένας νεαρός πεταχτούλης φωτογράφος φωτογραφίζει κάθε της κίνηση.
-Τι γίνεται εδώ ρε παιδιά; ρωτάω δίπλα μου.
-Θα αναρτήσει τις φωτογραφίες στο Instagram και θα μετράει τα like, μου λέει κάποιος.
O tempora o mores, αναλογίζομαι. Ω καιροί ω ήθη…
Παραπέρα βλέπω άλλους νεαρούς να φεύγουν αφήνοντας τα πλαστικά ποτήρια του φραπέ στην άμμο σε μια στοίβα που σχηματίζει ένα μικρό λοφάκι.
‘’Δεν είμαστε λαός’’ αναλογίζομαι. Κοιτάζω το ρολόι μου, ώρα για αναχώρηση. Σβήνω και την τελευταία γόπα μου στην άμμο, πετάω το πλαστικό ποτήρι του φραπέ μου στη θάλασσα και αποχωρώ.