Την ταΐζουμε με τα αποφάγια μας και η γάτα γίνεται μόνιμος συγκάτοικος προστατεύοντάς μας από ποντίκια αλλά και πιθανά φίδια. Ρόζα την βαφτίσαμε και την χαζεύαμε στα νάζια και στα σαλτανάτια της. Περπατιάρα και καμωματού η Ρόζα η ναζιάρα, χανόταν για κάποια διαστήματα και επέστρεφε πάντα στο σπίτι μας που είχε σίγουρο το κολατσιό της.
Πέρασε ο καιρός και μετά από μια πολυήμερη απουσία της, εμφανίζεται η Ρόζα με την κοιλιά και τα μαστάρια της διογκωμένα. Καταλάβαμε. Κάποιος αλητόβιος γάτος, την γκάστρωσε την Ρόζα μας κι αλίμονό μας. Τι θα κάνουμε όταν γεννηθούν τα γατάκια της;
Και ήρθε η άγια ώρα της γέννας. Πάω σε μια στοίβα ξερόκλαδα να μαζέψω για την ψησταριά και κάτω απ’ αυτά βλέπω να σαλεύουν τέσσερα χαριτωμένα γατάκια. Αναδεύονται και νιαουρίζουν περιμένοντας τη μαμά τους για να θηλάσουν. Τα χαζεύω απολαμβάνοντας το θαύμα της δημιουργίας.
Το νέο διαδόθηκε στη γειτονιά και κάποιοι γείτονες με συμβουλεύουν να τα ξαποστείλω.
-Όχι ρε παιδιά, δεν μου πάει η καρδιά. Ψυχούλες είναι κι αυτά…
-Ε τότε μάζεψτα και πήγαινέ τα σε καμιά ερημιά. Αν πληθύνουν θα γίνουν κακός μπελάς για όλους μας.
Και τσίμπησα ο βλαξ. Παραφύλαξα και όταν έφυγε η Ρόζα για τροφή, έβαλα τα γατάκια σε μια σακούλα, τα μετέφερα με το αυτοκίνητο σε μια ερημιά δυο-τρία χιλιόμετρα μακριά και τα απίθωσα στη ρίζα ενός θάμνου.
Απόγευμα ήταν όταν γύρισα. Ήπια το καφεδάκι μου και βολτάροντας έφθασα στη στοίβα με τα ξερόκλαδα. Βλέπω τη Ρόζα κουρνιασμένη δίπλα στη στοίβα. Την πλησίασα. Ούτε που σάλεψε. Κοίταζε θλιμμένη το άπειρο, παραιτημένη από τα πάντα. Αντικρίζω τα μάτια της. Δεν ήταν μάτια αυτά. Ήταν δυο ματωμένες λίμνες στις οποίες αναδεύονταν κύματα θλίψης αιώνων. Θλίψης της μάνας, της όποιας μάνας που έχασε τα παιδιά της. Θλίψης που είναι ίδια, ακριβώς ίδια στο ανθρώπινο αλλά και στο ζωικό βασίλειο. Είδα τη θλίψη που θα βασίλευε στα μάτια της δικής μου μάνας όταν διαπίστωνε ότι έχασε εμένα και την αδελφή μου. Είδα τη θλίψη που θα βασίλευε και στα μάτια της γυναίκας μου αν έχανε τα δυο μας βλαστάρια.
Τρελάθηκα. Βράδιασε για τα καλά και πήγα για ύπνο. Ύπνος; Ούτε γι’ αστείο. Τα θλιμμένα μάτια της Ρόζας έγιναν εφιάλτες. Κατά τις έξι σηκώθηκα. Πήρα το αυτοκίνητο και έφυγα σφαίρα για το μέρος που απίθωσα τα γατάκια. Ευτυχώς τα βρήκα όπως τα άφησα κάτω από το θάμνο. Αναδεύονταν νιαουρίζοντας το ένα πάνω απ’ τ’ άλλο. Τα πήρα, γύρισα στο σπίτι και τα έβαλα στη θέση τους κάτω από τη στοίβα με τα ξερόκλαδα.
Παραφύλαξα. Ήθελα να ζήσω την εικόνα με τη χαρά στα μάτια της Ρόζας, στα μάτια της μάνας που θα έβλεπε τα χαμένα της παιδιά. Και το έζησα.
Γύρισε η Ρόζα και απολαμβάνω την τρελή χαρά στα μάτια της όταν αντικρίζει τα χαμένα της βλαστάρια.
Λένε ότι δεν υπάρχει ευτυχία αλλά ευτυχισμένες στιγμές. Η στιγμή εκείνη που έζησα ήταν μία από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές που βίωσα στη μέχρι τότε ύπαρξή μου.
Και με συνοδεύει μέχρι σήμερα. Δεκαπέντε χρόνια μετά…
Και θα με συνοδεύει μέχρι την τελευταία μου πνοή…



