Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 5:21:01 μμ
Τρίτη, 24 Μαρτίου 2020 20:00

1821: Η μεγάλη παρεξήγηση

Γράφει ο Παναγιώτης Αδάμος, εκπαιδευτικός.

Ένας λαός φανερώνει την ποιότητά του όχι μόνο με τους ανθρώπους που παράγει, αλλά και με τους ανθρώπους που επιλέγει να θυμάται. Γιατί όμως πρέπει να θυμόμαστε και να μνημονεύουμε μεγάλα επιτεύγματα του παρελθόντος;

 

Μήπως για εθνική καυχησιολογία και κομπασμό; Η απάντηση, φυσικά, είναι όχι. Κάτι τέτοιο θα ήταν στείρο. Οι μεγάλες στιγμές του παρελθόντος δεν είναι εκεί για να βαραίνουν την πλάτη μας με ασήκωτο φορτίο, αλλά για να μας εμπνέουν, να μας παραδειγματίζουν. Επίσης, για να αντλούμε δύναμη σε περιόδους σαν την τωρινή.

Είναι αρκετά διαδεδομένη η άποψη ότι την ελευθερία μας και την ίδρυση του ελληνικού κράτους την οφείλουμε στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων που οδήγησε στη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827), όταν ο ενωμένος αγγλο-γαλλο-ρωσικός στόλος νίκησε τον τουρκο-αιγυπτιακό.

Η συγκεκριμένη άποψη πάσχει από μονομέρεια (επιλέγει, δηλαδή, μόνο μία όψη των πραγμάτων, γαντζώνεται από αυτήν και αγνοεί όλες τις άλλες).

Να βάλουμε, λοιπόν, τα πράγματα στη θέση τους:

1. Καμία ξένη επέμβαση δεν θα γινόταν και ούτε θα είχε υπάρξει ναυμαχία του Ναυαρίνου, αν οι Έλληνες δεν αποφάσιζαν την Επανάσταση και αν δεν έθεταν σε εφαρμογή την απόφασή τους. Χωρίς, δηλαδή, την απόφαση για την Επανάσταση και την έκρηξή της, δεν θα δημιουργείτο «ελληνικό ζήτημα». Και χωρίς να υπάρχει «ελληνικό ζήτημα», δεν θα υπήρχε και καμία ξένη επέμβαση. Εκεί ακριβώς έγκειται η αξία και η προσφορά του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που κήρυξε την Επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες στις 22 Φεβρουαρίου 1821: παρά την αποτυχία του κινήματός του, είναι αυτός που τόλμησε να ξεκινήσει την Επανάσταση, αυτός που έθεσε σε κίνηση την αλυσίδα των γεγονότων.

2. Τα πρώτα δύο χρόνια της Επανάστασης (1821 και 1822) όλες ανεξαιρέτως οι Δυνάμεις της Ευρώπης τάχθηκαν ανοιχτά εναντίον των επαναστατών, τους οποίους χαρακτήρισαν «αποστάτες», «στασιαστές», «πειρατές» και άλλα τέτοια (ήταν η περίοδος της «Ιερής Συμμαχίας», που στόχευε στην κατάπνιξη κάθε εθνικού ή φιλελεύθερου κινήματος πανευρωπαϊκά). Επίσης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εκείνη τη στιγμή, θεωρούσαν δεδομένο ότι ο Σουλτάνος θα μπορούσε γρήγορα και εύκολα να καταστείλει το ελληνικό κίνημα, οπότε, σύμφωνα με το σκεπτικό τους, δεν θα προλάβαινε να δημιουργηθεί «ελληνικό ζήτημα».

3. Εδώ βρισκόμαστε στο κρίσιμο σημείο: εντελώς απροσδόκητα και παρά την επιθυμία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, οι επαναστάτες κατόρθωσαν να αποκρούσουν, επί τέσσερα συνεχή χρόνια (1821 έως και τα τέλη του 1824) όλες τις στρατιές που ο Σουλτάνος έστειλε εναντίον τους! Αναφέρω ένα ενδεικτικό παράδειγμα: ως γνωστόν, το καλοκαίρι του 1822 οργανώθηκε η σημαντικότερη προσπάθεια καταστολής της ελληνικής επανάστασης, με την εισβολή οθωμανικού στρατεύματος τριάντα χιλιάδων, περίπου, ανδρών, με επικεφαλής τον Μαχμούτ Πασά Δράμαλη. Χαρακτηριστικά, τον Μάιο του ίδιου έτους, ο υπουργός εξωτερικών της Αυστρίας, Φον Γκεντς, έγραφε σε υπόμνημα προς τον καγκελάριο Μέτερνιχ: «Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού δεν θα υπάρχει όχι μόνο ελληνική επανάσταση, αλλά ούτε καν Ελλάδα»! Ο Κολοκοτρώνης όμως είχε διαφορετική γνώμη! Στα Δερβενάκια οι Έλληνες πέτυχαν τη μεγαλύτερη στρατιωτική τους νίκη, διαλύοντας την οθωμανική στρατιά.

4. Αυτό κυρίως το γεγονός (ο θρίαμβος στα Δερβενάκια) έκανε πολλούς στην Ευρώπη να αντιληφθούν την αδυναμία της οθωμανικής αυτοκρατορίας να καταστείλει την ελληνική επανάσταση. Ένας από αυτούς ήταν ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Τζωρτζ Κάνιγκ. Ο Κάνιγκ σχημάτισε την άποψη ότι οι Έλληνες, αργά ή γρήγορα, θα στερεώσουν ένα κράτος, καθώς οι Τούρκοι αδυνατούσαν να επιβληθούν. Και αποφάσισε να κάνει τη μεγάλη στροφή: η βρετανική κυβέρνηση ήταν η πρώτη που εγκατέλειψε την εχθρική στάση έναντι των επαναστατών και άρχισε να τοποθετείται ευνοϊκά απέναντι στην ιδέα της ίδρυσης ενός ελληνικού κράτους. Το σκεπτικό του Κάνιγκ ήταν σαφές: η μελλοντική Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, θα ήταν ένα πολύτιμο στήριγμα για τη θαλάσσια και ναυτική παρουσία της Βρετανίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

5. Αυτή η στροφή της Αγγλίας υπέρ των Ελλήνων παρέσυρε και τις άλλες δύο Δυνάμεις που είχαν ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή: τη Γαλλία και τη Ρωσία. Οι κυβερνήσεις αυτών των δύο κρατών, φοβούμενες μην μονοπωλήσουν οι Βρετανοί την επιρροή στον ελληνικό χώρο, πραγματοποίησαν και οι ίδιες στροφή υπέρ των επαναστατών. Αποτέλεσμα: η Ιερή Συμμαχία δέχτηκε το πρώτο σοβαρό της ρήγμα! Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν στη ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827.

6. Κάτι άλλο, πολύ σημαντικό: έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι η δύναμη που ανάγκασε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να πάρουν ευνοϊκή θέση έναντι των Ελλήνων ήταν το κίνημα του Φιλελληνισμού. Αυτό είναι λάθος. Ο Φιλελληνισμός αναμφισβήτητα πρόσφερε μέγιστες υπηρεσίες στην ελληνική υπόθεση. Αλλά, τη στιγμή που ο Τζωρτζ Κάνιγκ έκανε τη στροφή του υπέρ της Ελλάδας (αρχές 1823), η χώρα του δεν είχε, ακόμη, φιλελληνικό κίνημα άξιο λόγου. Συνεπώς, η στροφή του Κάνιγκ – που παρέσυρε, όπως είπαμε, και τη Γαλλία και Ρωσία – έγινε διότι ο Βρετανός υπουργός έλαβε υπόψη του τα γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας του και όχι γιατί πιεζόταν από τους –ελάχιστους ακόμη – φιλέλληνες της Αγγλίας. Και, επαναλαμβάνω: ο Κάνιγκ οδηγήθηκε σ' αυτό το σκεπτικό λόγω του ότι η ελληνική επανάσταση είχε επιβληθεί στο πεδίο της μάχης κατά το πρώτο, κρίσιμο, χρονικό διάστημα.

7. Από τις αρχές του 1825 η Επανάσταση σημείωσε μεγάλη κάμψη, λόγω των συνδυασμένων επιθέσεων που δέχτηκε από τους Οθωμανούς και τον Αιγύπτιο Πασά Ιμπραήμ. Στο χρονικό διάστημα 1825-1827, λοιπόν, οι επαναστάτες γνώρισαν πολλές και σημαντικές στρατιωτικές ήττες. Όμως:

α) Οι διπλωματικές εξελίξεις και πρωτοβουλίες Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων είχαν πλέον δρομολογηθεί και δεν σταμάτησαν.

β) Οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι, παρόλο που νικούσαν τους Έλληνες σε όλες τις μεγάλες μάχες, δεν μπορούσαν να πετύχουν τον στρατηγικό τους σκοπό: να καταπνίξουν την επανάσταση. Κι αυτό διότι οι επαναστάτες συνέχιζαν τον κλεφτοπόλεμο, διατηρούσαν ελεύθερο το Ναύπλιο, τη Μάνη, την Ύδρα και, το κυριότερο: παρά τις ήττες, αρνούνταν πεισματωδώς να συνθηκολογήσουν! Το ζητούμενο για τους Έλληνες εκείνη τη δραματική στιγμή δεν ήταν ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΝ τους Τουρκοαιγυπτίους, αλλά ΝΑ ΜΗΝ ΗΤΤΗΘΟΥΝ ΟΡΙΣΤΙΚΑ και να μη ζητήσουν συνθηκολόγηση. Όσο ο Κολοκοτρώνης και οι άνδρες του βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης, η ιδέα της ελεύθερης Ελλάδας διατηρείτο ζωντανή. Υπό αυτές τις συνθήκες φτάσαμε στη ναυμαχία του Ναυαρίνου.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: η Ελλάδα δεν οφείλει την ελευθερία της στο Ναυαρίνο. Την οφείλει κυρίως σε δύο πράγματα: πρώτον, στην ΑΠΟΦΑΣΗ των Ελλήνων να προχωρήσουν στην Επανάσταση και, δεύτερον,  στις σημαντικές νίκες που πέτυχαν στο πεδίο της μάχης κατά το πρώτο και κρίσιμο χρονικό διάστημα (1821-1824). Διότι αυτές οι νίκες «αγόρασαν» πολύτιμο χρόνο, ώστε να δημιουργηθεί εκ του μηδενός «ελληνικό ζήτημα» στην Ευρώπη και να πραγματοποιήσει ο Κάνιγκ την στροφή του υπέρ της Ελλάδας.

Έκθεση εικόνων