Επιπλέον, ο γαλλικός κανονισμός του πεζικού ανέφερε ότι ο καθορισμός του σκοπού της κίνησης και του πυρός, η επιζήτηση της επιτυχίας αυτού με κάθε θυσία και παρά τη θέληση του εχθρού και παρ’ όλες τις δυσκολίες, μέχρι την απόλυτη θυσία, αυτή είναι η θεμελιακή σκέψη που πρέπει να εμπνέει όλους τους ηγήτορες. Κάθε άλλη ιδέα, η οποία προκαλεί δυσκολίες στο σκοπό, όπως αναζήτηση θέσεων βολής ή σύλληψη ευφυών ελιγμών πρέπει να αποφεύγεται, προκειμένου να μη μειωθεί η ισχύς της ενέργειας και επομένως να προκαλέσει τη διακύβευση της επιτυχίας. Η επίθεση απαιτεί εκ μέρους όλων των μαχητών τη σταθερή θέληση της εξόντωσης του εχθρού με τη λόγχη και με την πάλη σώμα με σώμα. Προχώρηση με το μέγιστο δυνατό χρόνο χωρίς βολή, στη συνέχεια προχώρηση με συνδυασμό πυρ και κίνηση μέχρι την απόσταση εφόδου, έφοδος με τη λόγχη και καταδίωξη των ηττημένων. Αυτές πρέπει να είναι οι ενέργειες της επίθεσης του πεζικού.
Ο επιτελάρχης του Ελληνικού Στρατού (Β. Δούσμανης) υιοθέτησε όλες αυτές τις στρατιωτικές αντιλήψεις, αναφέροντας στο βιβλίο του Ο συμμαχικός πόλεμος κατά των Βουλγάρων «Ἡ προχώρησις ἡ ραγδαία προχώρησις ἦτο τό κύριον μέσον ἐνεργείας, τό πύρ καί ἡ λόγχη τό μέσον πρός διευκόλυνσιν τῆς προχωρήσεως…». Αυτό το πνεύμα εφαρμόσθηκε και σε άλλες μάχες με πολλές απώλειες. Δυστυχώς η πολεμική εμπειρία που απέκτησε ο Ελληνικός Στρατός δεν αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης, ώστε τα συμπεράσματα να εφαρμοσθούν στο Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, αλλά και στους επόμενους πολέμους.
Η ιδέα ελιγμού δεν έχει να επιδείξει κάτι σημαντικό ή ευφυές. Ως ιδέα ελιγμού είχε επιλεγεί η μετωπική επίθεση, η οποία δεν οδήγησε σε αποφασιστικά αποτελέσματα, αλλά απλά απώθησε τον εχθρό. Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Καλογεράς στην κατάθεση του στη δίκη του πρώην επιτελείου αναφέρει: «Ἐνθυμοῦμαι καί νά μοί ἐπιτρέψητε τήν φράσιν τοῦ καθηγητοῦ Λεμποῦ «φαῖρ λε ρετούρ έ ἀβανσέ» ἤτοι «τοποθετεῖν ὅλας τάς μεραρχίας εἰς μίαν γραμμήν καί προχωρεῖν».
Η εκτέλεση της ιδέας ενεργείας προκάλεσε μεγάλη κριτική, η σπουδαιότερη των οποίων ήταν σε μια διάλεξη που δόθηκε το 1914 στη Σχολή Πολέμου των Παρισίων όπου αναλύθηκε το σχέδιο της μάχης Κιλκίς - Λαχανά. Συγκεκριμένα αναφέρθηκαν: η παράταξη των ελληνικών μεραρχιών σε ένα μέτωπο, η έλλειψη εφεδρείας για να παρέμβει ο αρχιστράτηγος στη μάχη, η πυκνότητα της παράταξης που προκάλεσε την αύξηση των απωλειών, η αδυναμία συγκρότησης εφεδρικής δύναμης και η έλλειψη συντονισμού των ενεργειών. Με άλλες λέξεις, δεν υπήρχε καμία ιδέα ελιγμού, εφόσον δεν υπήρχε εφεδρεία.
Από την παράταξη των ελληνικών δυνάμεων διαφαίνεται ότι έξι μεραρχίες κατευθύνονται μετωπικά προς Κιλκίς –Λαχανά και άλλες δύο (VII και Χ Μεραρχίες) προς τα πλευρά. Ο μετωπικός ελιγμός σε συνδυασμό με τη μεγάλη πυκνότητα θα προκαλούσε πολλές απώλειες στο προσωπικό και επιπλέον δεν θα επέτρεπε το σχηματισμό εφεδρείας. Με αυτή την ιδέα ενεργείας το παραμικρό ρήγμα στην ελληνική παράταξη θα επέτρεπε στις βουλγαρικές δυνάμεις να κατευθυνθούν ελεύθερα προς τη Θεσσαλονίκη, αφού δεν υπήρχε καμία στρατιωτική δύναμη να τους σταματήσει. Ο στρατηγός Μαζαράκης αναφέρει:
«Εἶναι περίεργο ἐν τούτοις ὅτι θεωρητικῶς, τό τότε Γενικόν Στρατηγεῖον ἦτο ποτισμένον μέ τήν ἰδέαν τῆς ἐκ τῶν προτέρων δι’ εὐρείας ἀναπτύξεως καί προελάσεως τῶν δυνάμεων ἐπί μεγάλου μετώπου ἐπιζητήσεως τῆς κυκλώσεως ἰδέαν ἀντίθετον τῆς κατά μέτωπον κυρίας προσπαθείας. Ἐν τῇ πράξει ὅμως δέν ἐξησφάλισε την κυκλωτικήν ἐνέργειαν καί ἐπέτρεψεν οὕτως εἰς τόν Βουλγαρικόν Στρατόν νά διαφύγῃ τήν κύκλωσιν νά ὑποχωρήσῃ καί νά ἀνασυνταχθῇ»
Η δύναμη της μιας μεραρχίας (Χ Μεραρχίας των οκτώ ταγμάτων πεζικού) που διατέθηκε στο αριστερό πλευρό (περιοχή Καλλινόβου) ήταν ανεπαρκής, ώστε να υπερκεράσει τις ισάριθμες εχθρικές δυνάμεις (στον τομέα Καλλινόβου αμυνόταν μια βουλγαρική ταξιαρχία των οκτώ ταγμάτων πεζικού). Δεν είχε την απαιτούμενη ισχύ, ώστε να εκτελέσει την υπερκέραση και να αποκόψει τις συγκοινωνίες του εχθρού.
Όσον αφορά το έτερο άκρο (άκρο δεξιό - VII Μεραρχία) φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα το Γενικό Στρατηγείο. Αυτό συνάγεται από τα ακόλουθα: η αποστολή που ανατέθηκε στη Μεραρχία ήταν περιορισμένη, η διαταγή επιχειρήσεων της 20ης Ιουνίου δεν συμπεριλάμβανε την VII Μεραρχία (ακόμη και όταν με αναφορά της περί της τακτικής κατάστασης πάλι το Γενικό Στρατηγείο δεν προσανατολίζει τη διοίκηση της μεραρχίας), δεν διατάσσεται, μετά την πτώση του Λαχανά, να κινηθεί δραστήρια προς τη γέφυρα Όρλιακο (Στρυμόνας). Δυστυχώς ακόμη και η διοίκηση της μεραρχίας δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, ώστε αναπτύξει πρωτοβουλία και να αποκόψει την υποχώρηση των βουλγαρικών δυνάμεων.
Το πυροβολικό αδυνατούσε να παρέχει πυρά υποστήριξης, λόγω του αναπεπταμένου εδάφους. Η αδυναμία αυτή περιγράφεται σε απομνημονεύματα όπου καταδεικνύεται πόσο βασανιστικά επιδρούσε το έδαφος στις κινήσεις των πυροβόλων. Το πυροβολικό αν δρούσε στη μάχη όπως αναμενόταν τότε θα εκτελούσε βολές αντιπυροβολικού και είτε θα κατέστρεφε τα βουλγαρικά πυροβόλα, είτε θα αποτελούσε στόχο των πυρών του εχθρού, γεγονός που θα ανακούφιζε το πεζικό. Η αδυναμία παροχής πυρών υποστήριξης προς το μαχόμενο πεζικό αποτέλεσε ένα παράγοντα για τις μεγάλες απώλειες.
Διοίκηση και έλεγχος
Κάθε μεραρχία ενεργούσε ανεξάρτητα από τις άλλες υπαγομένη απ’ ευθείας στο Γενικό Στρατηγείο, το οποίο είχε την έδρα του αρκετά μακριά από το πεδίο της μάχης και σε πολλές περιπτώσεις εξέδιδε ανεφάρμοστες διαταγές. Την περίοδο αυτή δεν υπήρχε το κλιμάκιο του Σώματος Στρατού. Με δεδομένο τις ελλιπείς επικοινωνίες και συγκοινωνίες, το Γενικό Στρατηγείο δεν μπορούσε να είναι ενήμερο της τακτικής κατάστασης, με συνέπεια η διεύθυνση του αγώνα να είναι από δυσχερής έως ακατόρθωτη.
Η έλλειψη συνδέσμου μεταξύ του Γενικού Στρατηγείου και των μαχόμενων μεραρχιών ήταν ένα άλλο μεγάλο σφάλμα. Η ύπαρξη τους (σύνδεσμοι ήταν οι επιτελείς του Γενικού Στρατηγείου) θα μπορούσε να συμβάλλει, ώστε να μεταφέρει την πραγματική εικόνα της μάχης, ο αρχιστράτηγος να αντιληφθεί ακριβώς την τακτική κατάσταση και να επέλθει συντονισμός της δράσης των μονάδων. Το Γενικό Στρατηγείο λάμβανε γνώση της διαμορφούμενης κατάστασης τις εσπερινές ώρες, όταν οι μεραρχίες υπέβαλαν τις ανάλογες αναφορές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι επεμβάσεις της ανώτατης διοίκησης να πραγματοποιούνται κάθε βράδυ με την έκδοση διαταγών. Όπως φαίνεται το Γενικό Στρατηγείο δεν μπορούσε να παρέμβει στη μάχη με ευχέρεια κυρίως γιατί δεν διέθετε εφεδρείες και πυρά. Η προσπάθεια παρέμβασης του με την απόσυρση δυνάμεων από τον τομέα Λαχανά προς όφελος του τομέα Κιλκίς προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση που λίγο έλλειψε την ανατροπή των μαχόμενων δυνάμεων.
Στη μάχη των Ιωαννίνων αλλά και αργότερα στις υπόλοιπες μάχες του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου οργανώθηκαν ενδιάμεσα κλιμάκια. Το ίδιο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και στη παρούσα περίπτωση. Για παράδειγμα η ύπαρξη μιας διοίκησης που θα συμπεριλάμβανε τις μεραρχίες του τομέα Λαχανά και την VII Μεραρχία θα μπορούσε να έχει θεαματικά αποτελέσματα κυρίως στη φάση της καταδίωξης. Η αδυναμία συντονισμού φάνηκε και εντός των τομέων. Για παράδειγμα, οι προ του Κιλκίς μεραρχίες δεν κατόρθωσαν να συντονισθούν και να εκτελέσουν νυκτερινή επίθεση, ώστε να καταληφθεί ο αντικειμενικός σκοπός τους. Μόνο η ΙΙ Μεραρχία πραγματοποίησε με επιτυχία τη νυκτερινή επίθεση, η οποία προκάλεσε και την ανατροπή των βουλγαρικών δυνάμεων και την κατάληψη του Κιλκίς.
Απώλειες
Οι τρομακτικές απώλειες των ελληνικών δυνάμεων οφείλονται αρχικά στην επιλογή ως ιδέα ελιγμού της μετωπικής επίθεση, η οποία πάντα προκαλεί και τις περισσότερες απώλειες στον επιτιθέμενο. Δεύτερος σημαντικός παράγοντας υπήρξε η αδυναμία έγκαιρης παροχής πυρών υποστηρίξεως από το φίλιο πυροβολικό. Το διακεκομμένο έδαφος των επιχειρήσεων δεν επέτρεπε πάντοτε τη χρήση του πεδινού πυροβολικού. Ήταν φανερή η ανάγκη ύπαρξης μεραρχιακού ορειβατικού πυροβολικού για την παροχή πυρών Άμεσης Υποστήριξης, το οποίο θα ήταν σε θέση να παρακολουθεί και να υποστηρίζει πάντοτε τα μαχόμενα τμήματα του πεζικού σε οποιοδήποτε έδαφος.
Ο στρατηγός Μαζαράκης στα απομνημονεύματα του κάνει λόγο για ελαττωματική σύνθεση του μεραρχιακού πυροβολικού, το οποίο είχε πεδινά πυροβόλα και όχι ορειβατικά, με αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιείται σε ορεινό έδαφος και το φίλιο πεζικό να μένει χωρίς πυρά υποστήριξης. Τρίτος παράγοντας υπήρξε η έλλειψη συντονισμού. Δεν διατάχθηκαν οι μεραρχίες του τομέα Κιλκίς να ξεκινήσουν την προέλαση του την ίδια ώρα της 19 Ιουνίου. Η V Μεραρχία άρχισε την προέλαση της, ενώ η ΙΙ βράδυνε να εκκινήσει, με συνέπεια να συγκεντρώσει όλα τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού επάνω της. Μόνο μετά την επέμβαση της IV Μεραρχίας ανακουφίστηκε. Δεν υπήρχαν αξιωματικοί σύνδεσμοι ανάμεσα στις μεραρχίες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συντονισμός στην προέλαση των δυνάμεων. Τέταρτος παράγοντας υπήρξε η πυκνότητα των ελληνικών δυνάμεων και πέμπτος το αναπεπταμένο έδαφος που ενεργούσαν οι μεραρχίες.
Σχολιασμός βουλγαρικών ενεργειών
Ο βουλγαρικός στρατός αποτελούνταν από πέντε στρατιές. Την περίοδο των επιχειρήσεων ήταν διεσπαρμένος από τον Δούναβη μέχρι το Αιγαίο και κάλυπτε μια ζώνη 500 χιλιόμετρων. Με αυτή τη διασπορά δεν μπορεί να γίνει λόγος για συγκέντρωση των δυνάμεων στον κατάλληλο χρόνο και χώρο. Ο στρατηγός Ιβανώφ (διοικητής της ΙΙ Στρατιάς) αναφέρει ότι η κατάσταση δεν θα ήταν κακή αν με την έναρξη των εχθροπραξιών εμπλέκονταν και οι πέντε στρατιές και όχι μόνο οι δύο ΙΙ και IV (εναντίον Ελλήνων και Σέρβων αντίστοιχα).
Ο βασιλιάς Φερδινάνδος ασκούσε την ανωτάτη στρατιωτική διοίκηση των βουλγαρικών δυνάμεων. Άμεσος βοηθός του και ουσιαστικός αρχιστράτηγος ήταν στρατηγός Σαβώφ. Ο τελευταίος αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων. Οι διαταγές που εξέδωσε είχαν αντιφάσεις και ασυναρτησίες. Παρατηρήθηκαν άσκοπες μετακινήσεις βουλγαρικών μονάδων από την μία στρατιά στην άλλη και σε μεγάλες αποστάσεις, με συνέπεια να καταπονεί τους άνδρες σωματικά και ηθικά και να τους καθιστά ανίκανους για να παρέμβουν στην κατάλληλη στιγμή. Η ανικανότητα του στρατηγού Σαβώφ γρήγορα προκάλεσε την αντικατάσταση του από νέο στρατηγό, ο οποίος και αυτός με τη σειρά του δεν διακρινόταν για την αποφασιστικότητα του.
Στο τομέα της ΙΙ Στρατιάς (βουλγαρικές δυνάμεις έναντι των ελληνικών) παρατηρείται ότι κρατήθηκαν υπερβολικές δυνάμεις πέραν του Στρυμόνα χωρίς ουσιαστικό λόγο. Αν έπεφτε η κύρια γραμμή άμυνας των Βουλγάρων τότε αυτές οι δυνάμεις μοιραία θα υποχωρούσαν.
Επίλογος
Οι πολεμικές επιχειρήσεις είναι εξαιρετικά δύσκολες είτε στο σχεδιασμό, είτε κατά τη φάση της εκτέλεσης τους. Δεν υπάρχει μάχη όπου δεν παρατηρήθηκαν λάθη. Στη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά τα σφάλματα υπήρξαν πολλά και σοβαρά από όλους τους εμπλεκομένους. Οι Βούλγαροι διέπραξαν τα περισσότερα και τα σοβαρότερα, με αποτέλεσμα να ηττηθούν.
ΠΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΛΙΓΜΟΣ;
Θα αναφερθώ σε προσωπική μου άποψη για το πώς θα μπορούσε το Επιτελείο να διαχειρισθεί τις οχτώ ελληνικές μεραρχίες και να γίνει ο ελιγμός.
- Πρωταρχικά έπρεπε να διασφαλισθει η αμυνα της Θεσσαλονίκης και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να διατεθει μια μεραρχία και μέρος του πεδινού πυροβολικού με τομέα ευθύνης από τον Γαλλικό ποταμό υψώματα Λητής-Λαγυνά –Χορτιάτης, προκειμένου να αντιμετωπισθεί πιθανή επίθεση των βουλγαρικών δυνάμεων που βρίσκονταν οχυρωμένες στο Λαχανά. Πράγμα που δεν θα τολμούσαν οι Βούλγαροι (να αφήσουν δηλαδή τις οχυρωμένες θέσεις τους) μιας και υπάρχει ευρύ αναπεπταμένο πεδινό έδαφος βόρειανατολικά των παραπάνω υψωμάτων. Η Μεραρχία αυτή θα είχε και τον ρόλο της εφεδρείας στην τελική επίθεση ακόμα και την κατάληψη της γέφυρας του Στρυμώνα.
- Καθήλωση και μόνο των βουλγαρικών δυνάμεων με τις υπάρχουσες δυνάμεις μιας μεραρχίας βόρεια της λίμνης Πολυκάστρου και με τη συνδρομή του πεδινού πυροβολικού να βάλλονται περιοδικά οι βουλγαρικές θέσεις πυροβολικού. Στη συνέχεια οι ελληνικές πυροβολαρχίες θα παρείχαν πυρά υποστήριξης στην μεραρχία σε περίπτωση αντεπίθεσης των Βουλγάρων στην πεδιάδα Πολυκάστρου Χωρυγίου.
Δύο μεραρχίες σε υπερκερωτικό ταχύτατο ακόμα και νυχτερινό ελιγμό στο κενό της βουλγαρικής παράταξης από τη λίμνη Αμάτοβου και κατεύθυνση βορειοανατολικά έως Κορομηλιά Καλίνδροια με ταχύτατη προέλαση προκειμένου να καταλάβουν τα νώτα της βουλγαρικής οχύρωσης και να αποκόψουν τον εφοδιασμό της. Η κίνηση αυτή θα έριχνε το ηθικό του βουλγαρικού στρατού αφού θα ένιωθε ότι κυκλώνεται και κατά δεύτερο θα αναγκάζονταν να βγούν από τις οχυρώσεις νότια του Κιλκίς προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον διαγραφόμενο κίνδυνο από βόρεια.
Συγχρόνως δε να εκμεταλλευθούν το ανάγλυφο έδαφος προκειμένου να μην είναι το προσωπικό τους εκτεθειμένο σε θεριστικά πυρά. Ο πρωτεύον αντικειμενικός σκοπός τους θα ήταν ο αντιπερισπασμός και η αποδιοργάνωση της βουλγαρικής οχύρωσης του Κιλκίς και ο δευτερεύον να παρέξουν πλαγιοφύλαξη ή να κινηθεί η μία εξ αυτών ανατολικά συνεπικουρούμενη από την εφεδρεία Θεσσαλονίκης για να επιτεθεί από δεξιά και βόρεια της βουλγαρικης οχύρωσης στο Λαχανά αν αυτή προσέτρεχε επικουρικά των βουλγαρικών δυνάμεων του Κιλκίς ή δεν παραδίδοταν ή δεν τρέπονταν σε φυγή προς το Στρυμώνα αφού ο κύριος όγκος του βουλγαρικού στρατού θα βρίσκονταν ήδη κυκλωμένος στην περιοχή Κιλκίς.
Η εφεδρική μεραρχία θα είχε διτό αντικειμενικό σκοπό ή να χρησιμοποιηθεί για την επίθεση εναντίον του Κιλκίς ή να επιτεθεί κατά των θέσεων του Λαχανά. Ανάλογα σε ποιο σημείο θα έσπαγε η βουλγαρική παράταξη.
Οι τρεις Μεραρχίες που απομένουν και μια ακόμη εφεδρική θα είχαν τον κύριο φόρτο της μετωπικής επίθεσης συνεπικουρούμενες από το υπόλοιπο πεδινό πυροβολικό κατά της αποδιοργανωμένης πλέον βουλγαρικής οχύρωσης νότια του Κιλκίς.
Μέρος της εφεδρικής θα εχρησιμοποιείτο ως σύνδεσμος δυνάμεων για ενημέρωση του ελληνικού στρατηγείου και ως πλαγιοφυλακή των τμημάτων εφόδου.
Το πεδινό πυροβολικό θα έπρεπε να ταχθεί αποκλειστικά στο ρόλο του μιας και δεν υπήρχε ορειβατικό πυροβολικό δηλαδή να βομβαρδίζει τις θεσεις της βουλγαρικής οχύρωσης Μαυρονέρι Ξυλοκερατιά Μάνδρες μέχρι την τελική έφοδο με βολές αντιπυροβολικού και να τραβά τα πυρά πάνω του προκειμένου να αποφορτίζεται από πυρά πυροβολικού το πεζικό.
Η δύναμη των Βουλγάρων στο Κιλκίς θα βρίσκονταν σε μειονεκτική θεση μιας και οι οχυρώσεις θα ήταν άχρηστες ενόψη του από βορρά κινδύνου. Το μέτωπο θα κατέρρεε και μαζί και οι δυνάμεις στο Λαχανά και Καλείνοβο.



