Από τα μέσα Αυγούστου του 1956 η μάνα μας η Ντόλη, άρχισε να με προετοιμάζει.
-Σε λίγες ημέρες που θα ανοίξουν τα σχολεία, θα σε γράψουμε, να δεις τί ωραία θα είσαι με όλα τα παιδιά του χωριού, θα παίζετε και ο δάσκαλος θα σας μαθαίνει γράμματα.
Και η απάντηση στερεότυπη,
-Εγώ δεν θα πάω στο σχολείο, ακούς!!!!, μη με γράψεις.
Η κατήχηση από τη μάνα μας συνεχιζόταν, άλλοτε γλυκά και μαλακά, άλλοτε αγριεμένα, αλλά η απάντηση ίδια, μόνο που όταν πλησίαζε η πρώτη Σεπτεμβρίου, που θα άνοιγαν τα σχολεία, πονηρά πρόσθεσα ένα θετικό πρόσημο στην άρνησή μου.
-Θα πάω στο σχολείο, αλλά θα έλθει μαζί μου, στην ίδια τάξη και η Σιδερούλα.
Η Σιδερούλα, ήταν και είναι η αγαπημένη μου ξαδέλφη, ένα χρόνο μεγαλύτερη, ήδη μαθήτρια από την προηγούμενη χρονιά, στο διπλανό χωριό, το Καβακλή.
Οι μέρες πέρασαν, ήλθε η Παρασκευή, 31 Αυγούστου 1956, νωρίς το βράδυ με περιμάζεψε η μάνα μας από τη γειτονιά, το νερό ήταν καυτό στο καζάνι, η σκάφη στη μέση της πρόχειρης κουζίνας, με έγδυσε με το ζόρι και στην κυριολεξία με καθήλωσε στη σκάφη. Εκείνη έριχνε το καυτό νερό και έτριβε με το πράσινο σαπούνι και εγώ φώναζα και τσίριζα.
-Καίει το νερό, τσούζουν τα μάτια μου, μη με πλένεις, ότι κι αν κάνεις εγώ αύριο στο σχολείο δεν θα πάω.
Αφού τελείωσε το μαρτύριο αυτό κοιμήθηκα νωρίς, αλλά την επόμενη, Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου, τότε το Σάββατο ήταν εργάσιμη ημέρα, ξύπνησα πριν καλά-καλά φέξει και πριν ξυπνήσουν οι δικοί μου, έφυγα για το σπίτι της φιλενάδας της μάνας μας, της κυρά Λένης. Κυριολεκτικά τους βρήκα στο κρεβάτι.
Το σπίτι αυτό ήταν το καταφύγιό μου και σε άλλες «δύσκολες» στιγμές. Κατάλαβαν την αιτία της πρωινής επίσκεψης.
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και η Ντόλη φάνηκε στο δρόμο. Γελώντας με στείλανε και κουλουριάστηκα κάτω από το κρεβάτι, αλλά το μακρύ χέρι της μάνας με τράβηξε από το πόδι και σέρνοντας, με οδήγησε στο σπίτι υπό τις συνεχείς και μονότονες διαμαρτυρίες.
-Σου είπα δεν θα πάω στο σχολείο…….
Έκλαιγα και διαμαρτυρόμουν συνεχώς μέχρι το σχολείο, όπου με οδήγησε, σχεδόν σβαρνίζοντάς με. Ησύχασα λίγο, κρύφτηκα πίσω της, είδα το δάσκαλο μου μίλησε ήρεμα και με καλά λόγια, που με μαλάκωσαν, με έκαναν να αλλάξω γνώμη για το σχολείο. Έφυγε από το νου μου ο εφιάλτης του σχολείο. Ήταν o πρώτος μου δάσκαλος ο Γιώργος Κουτσούμπης που τον αγάπησα, όπως και όλα τα παιδιά, παρά την αυστηρότητά του. Ζει στην Αθήνα και επικοινωνούμε τακτικά ενθυμούμενοι, τα δύσκολα αλλά συγχρόνως παραγωγικά εκείνα πέτρινα χρόνια.
Σε λίγες ημέρες κάθισα μαζί με άλλα οκτώ πρωτάκια, στη δεξιά πλευρά του μονοθέσιου δημοτικού σχολείου Μεσσούνης, με την άσπρη πάνινη τσάντα στο ώμο, ένα τρουβά στην κυριολεξία και μέσα ένα μολύβι, μια πλάκα, ένα τετράδιο και το αλφαβητάρι, με κεντρικούς, τους γονείς, τη γιαγιά, και τα παιδιά, το Μίμη, την Άννα και την Έλλη.
Στην εγγραφή για το δημοτικό σχολείο ήταν η τελευταία φορά που στενοχώρησα τη μάνα μας, για τα «γράμματα» όπως έλεγε, που μας τα δίδαξε και μας κατηύθυνε άριστα ο πρώτος μας δάσκαλος.
Ιστορίες μιας άλλης εποχής, που δεν τις πιστεύουν τα παιδία και ειδικά τα εγγόνια μας, που τους φαίνονται παραμύθια.
Ευχές πολλές για τα πρωτάκια του δημοτικού, από έναν παππού.
ΥΓ. Θλίψη!!!!!, το δημοτικό σχολείο της Μεσσούνης, των εβδομήντα παιδιών το 1956 έκλεισε, «ελλείψει παιδιών», στα μέσα της δεκαετίας του 1980.



