το ζήτημα της σημερινής πρόσληψης, προσέγγισής του, με θεατρικές αποδόσεις του και θεατρικά διαβήματα εγχώρια και παγκόσμια, που διχάζουν πολλές φορές το κοινό, συναντούν την αντίστασή του, γιατί κλονίζουν καθιερωμένες παραστασιακές του βεβαιότητες και συνήθειες, που έχει για το ανέβασμα του αρχαίου ελληνικού δράματος.
Όμως «κανένας οργανισμός -που θέλουμε να παραμείνει ζωντανός- δεν επιβιώνει χωρίς προσαρμογές», το ίδιο ισχύει βέβαια και για το αρχαίο ελληνικό δράμα. Στην περίπτωση όμως του αρχαίου δράματος, το θεατρικό κοινό θα ήταν πιο δεκτικό στις όποιες σκηνοθετικές, σκηνογραφικές, ενδυματολογικές, μουσικολογικές καινοτομίες, αν αισθανόταν ότι οι συντελεστές του διακατέχονταν από πραγματική ιερή προσήλωση και βαθιά αγάπη για τα αρχαία κείμενα, φρόντιζαν να προβάλλουν τα ουσιαστικά προσόντα τους, να διατηρούν την σε βαθιά στρώματα ποιητικότητά τους και σέβονταν απόλυτα τον τρόπο σύνδεσής των κειμένων αυτών με το παρόν.
Ένας μέγιστος θεατράνθρωπος-του οποίου οι σκηνοθετικές παρουσιάσεις στο αρχαίο δράμα μετέστρεψαν τον ρου της ερμηνείας του, (ειδικά «οι Όρνιθες» και οι «Πέρσες» που σκηνοθέτησε, είναι από τις πιο καινοτόμες, ενδιαφέρουσες παραστάσεις, που ευτύχησε να δει ο τόπος μας) -ο δημιουργός του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν (1908-1987) παρουσιάζει μία άκρως εμβαθυμένη οπτική για τα στοιχεία από τα οποία πρέπει να διακατέχεται όποιος αποφασίζει να ασχοληθεί με την παρουσίαση του αρχαίου δράματος, για να μην ξαστοχεί. Λέει ο Κάρολος Κουν: «…αν θέλουμε να αποδώσουμε και να ερμηνεύσουμε το θέατρο των αρχαίων Ελλήνων δημιουργικά, ας πλησιάσουμε και ας ξεχωρίσουμε όλα αυτά που υπήρχαν και εισχωρούσαν συνειδητά ή υποσυνείδητα στον νου και την ψυχή τους, ενώ έπλαθαν το έργο τους. Ας προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε, να έρθουμε σε επαφή και να μυηθούμε στα μεγάλα μυστικά που τους αποκάλυπτε: η φύση, ο ουρανός, η θάλασσα, η πέτρα, ο ήλιος κι ο άνθρωπος σ ’αυτόν τον ελληνικό βράχο κάτω από αυτόν τον ελληνικό ήλιο. Αυτά τα στοιχεία τα ζούμε και τα ξεχωρίζουμε οι νεότεροι Έλληνες, όπως τα ζούσε και τα ξεχώριζε ο απλός αρχαίος Έλληνας, όπως τα ζούσε και τα ξεχώριζε ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης και η βαθιά γνώση, επαφή και προσέγγιση αυτών των στοιχείων θα μας βοηθήσει να γνωρίσουμε και να αποδώσουμε ευδόκιμα τη σκέψη και την ποίηση του έργου τους, στοιχείο πολύ σπουδαιότερο απ΄ όλες τις περισπούδαστες απόψεις για την εξωτερική μορφή της αρχαίας παράστασης…».
Προτείνει ο Μέγας αυτός Δάσκαλος του θεάτρου μας, ο Κάρολος Κουν ένα ουσιωδέστατο τρόπο διείσδυσης στο πνεύμα των αρχαίων κειμένων, ένα είδος γονιμότατης προπαιδείας, που όσο καινοτόμος και ρηξικέλευθος και αν είναι ο τρόπος παρουσίασής τους σίγουρα θα καταφέρνει πάντα να αγγίζει θετικά το θεατρικό κοινό, γιατί θα νιώθει ότι οι συντελεστές του έχουν συνείδηση, γνωρίζουν την ουσία των κειμένων αυτών καθώς είναι διαποτισμένοι από το κλίμα και τη μυσταγωγία των ίδιων συνθηκών, κάτω από τις οποίες αυτά πλάστηκαν. ‘Έτσι, γνωρίζουν και αντιλαμβάνονται βαθιά την ουσιαστική, διαχρονική αλήθεια τους και αυτήν την αλήθεια θέλουν να παρουσιάσουν στο κοινό κύρια και πρωτευόντως, πέρα από την οποιαδήποτε εξωτερική μορφή της αρχαίας παράστασης.



