Δευτέρα, 27 Μαΐου 2024, 12:51:08 μμ
Δευτέρα, 27 Ιουνίου 2011 15:10

Βασίλης Μαυροματίδης: Σχέση εμπιστοσύνης

Υπάρχει μια σχέση με πολύ δύσκολες ισορροπίες. Μια σχέση όπου οι συμμετέχοντες έχουν εκ φύσεως, έναν άχαρο ρόλο. Ο ένας επιθυμεί να βρει λύση σε ένα πρόβλημά του και μάλιστα σημαντικό, ο άλλος καλείται να διαχειριστεί το πρόβλημα του πρώτου όσο το δυνατόν καλύτερα, ώστε να πάψει να είναι πρόβλημα. Αμφότεροι πρέπει να ξεπεράσουν δυσκολίες συναισθηματικής και όχι μόνο, φύσεως. Μπορεί να συνεργαστούν για το αποτέλεσμα, μπορεί όμως και να κινούνται παράλληλα χωρίς κοινό σημείο αναφοράς. Σε κάθε περίπτωση και οι δύο οικοδομούν την σχέση που τους συνδέει με προσωπικές στιγμές, ανείπωτα συναισθήματα, διαφορετικές ιδέες αλλά και πολλές ελπίδες. Η μεταξύ τους σχέση δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά μια ΣΧΕΣΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ.

Είναι η σχέση γιατρού-ασθενούς. Στην Ιπποκράτεια ιατρική γίνεται ιδιαίτερη μνεία για την ορθότητα της αμοιβαίας αυτής σχέσης. Από την άλλη, κατά καιρούς πολλοί γιατροί και άνθρωποι του Ιατρικού γίγνεσθαι επισήμαναν την σπουδαιότητα της στην θεραπεία.
Αν προσπαθήσουμε να ανάγουμε την σχέση αυτή στα συστατικά της στοιχεία θα διαπιστώσουμε ότι αυτά είναι πολλά και συνήθως δεν χρησιμοποιούνται όπως θα έπρεπε από τις δύο πλευρές.
Για παράδειγμα η συνεργασία του γιατρού με τον ασθενή προϋποθέτει σεβασμό, ειλικρίνεια, ενδιαφέρον, υπομονή, επιμονή, διακριτικότητα, πειθαρχεία, χρόνο και πολλά άλλα. Δυστυχώς στην πράξη είναι τελικά πολύ δύσκολο να ‘γεμίσεις’ μια σχέση τέτοιας αξίας, με τόσο σπουδαία στοιχεία με αποτέλεσμα, συχνά το τελικό οικοδόμημα να μένει ημιτελές προς απογοήτευση και των δύο. Τα αίτια είναι διάφορα και μπορεί να αφορούν άμεσα τα συμβαλλόμενα μέρη ή και έμμεσα. Σκεφτείτε πόσο το υπάρχων κακό σύστημα υγείας μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την συνεργασία του γιατρού με τον ασθενή του.
Ακατάλληλες υποδομές υγείας, υπερφόρτωση περιστατικών, κακή συνεργασία των κατά περίπτωση συνεργατών, απουσία διοικητικής οργάνωσης και άλλα πολλά. Σκεφτείτε όμως και την ευθύνη σε ατομικό επίπεδο. Γιατροί χωρίς τον στοιχειώδη κώδικα δεοντολογίας, με αίσθημα υπερεξουσίας, με κακή συμπεριφορά και στάση αυταρχική. Αλλά και ασθενής αγενής, απείθαρχος,  που δεν επιδεικνύει ήθος και σεβασμό προς τον γιατρό του, που τον βλέπει με καχυποψία, που θεωρεί ότι ξέρει περισσότερα από αυτόν (γιατί διάβασε το ενημερωτικό φυλλάδιο του φαρμάκου και έγινε γνώστης ) και πολλές φορές αρνητικός προς τον θεραπευτή του τον οποίο αμφισβητεί ακόμα και ευθέως (Η αμφισβήτηση προϋποθέτει γνώση αντικειμένου).
Για τον λόγο αυτό το μοντέλο της σχέσης γιατρού-ασθενή δεν είναι ένα και μοναδικό αλλά διαφοροποιείται ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του καθενός. Αν προσπαθήσουμε όμως να βρούμε την βασική εικόνα της σχέσης αυτής θα διαπιστώσουμε ότι μπορούμε να διακρίνουμε 2 μοντέλα κατά κύριο λόγο.
Το μοντέλο του ‘εξουσιαστή’ όπου τον πρώτο λόγο έχει ο γιατρός χωρίς καμία σχεδόν συμμετοχή του ασθενή (το μοντέλο αυτό κυριάρχησε στην εξέλιξη της ιατρικής) και το ‘συνεταιριστικό’ μοντέλο, στο οποίο τα δύο μέρη συμμετέχουν σχεδόν ισότιμα ( το επικρατών σήμερα). Η αλήθεια είναι ότι στην πράξη τα προαναφερθέντα πρότυπα αποτελούν μια πολύ γενική κατηγοριοποίηση της σχέσης ιατρού-ασθενή. Για τον λόγο αυτό υπάρχουν ,ανάλογα και με την πάθηση, και τον τύπο του ασθενή, πολύ πιο λεπτομερή μοντέλα που ενδείκνυνται στην ανάπτυξη της σχέσης αυτής.
Ετσι, διαφορετικής αντιμετώπισης χρήζει ο χρόνιος ασθενής με ‘φθαρμένο’ από την χρονιότητα της πάθησης, ηθικό και διαφορετική ο άνθρωπος με οξύ πρόβλημα υγείας η επίλυση του οποίου είναι θέμα ολίγων ημερών. Η νόσος από μόνη της αποτελεί παράγοντα ιδιαίτερο που μπορεί να καθορίσει και το είδος της σχέσης που θα πρέπει να αναπτυχθεί από τον γιατρό. Υπάρχουν παθήσεις που επιβάλουν την κυριαρχία του ιατρού επί του ασθενούς προκειμένου να διασφαλισθεί το τελικό αποτέλεσμα και άλλες που απαιτούν ισότιμη συμμετοχή. Σε κάθε περίπτωση η τελική απόφαση ανήκει στον γιατρό που είναι και ο περισσότερο υπεύθυνος να διαχειρισθεί λόγω της εμπειρίας του και της γνώσης του την συνεργασία των δύο πλευρών.
Ερευνες πάντως που διενεργήθηκαν επί του θέματος κατέδειξαν ότι κατά βάση η συνεργασία ιατρού-ασθενή είναι προβληματική και γι’ αυτό ευθύνονται και οι δύο, αν και το μεγαλύτερο μερίδιο φέρει πάντα αυτός που καθοδηγεί και στην περίπτωση μας, αυτός είναι ο γιατρός.
Φυσικά ακόμα και η καλύτερη σχέση ανάμεσα σε έναν γιατρό και τον ασθενή του θα πρέπει να οριοθετείται. Δεν πρέπει και δεν είναι σωστό, για λόγους που δεν θα αναλύσω επί του παρόντος, η σχέση αυτή να γίνεται ‘πατρική’ ή πολύ ‘φιλική’ γιατί κινδυνεύουμε να καταργήσουμε επί της ουσίας την γέφυρα που θα ενώσει τις δύο πλευρές. Η σχέση γιατρού-ασθενή πρέπει να είναι μια σχέση αυτονομίας με δικαιώματα και υποχρεώσεις και από τις δύο πλευρές και θα πρέπει να λύνεται όταν υπάρχει σύγκρουση ηθικών ή άλλου τύπου αξιών προς συμφέρον και των δύο.
Πάντως τα τελευταία χρόνια η ιατρική κοινότητα έχει επικεντρωθεί στην βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ γιατρού και ασθενή. Σε αυτό συνέβαλε και το νομοθετικό πλαίσιο αλλά και η διαφοροποίηση των αντιλήψεων εκ μέρους των δυο πλευρών. Οι ανθρώπινες σχέσεις χρειάζονται χρόνο και δυστυχώς ο χρόνος λείπει στο εφαρμοσμένο σύστημα υγείας.
Ρωτούσε τους μαθητές του ο Ούγγρος ψυχαναλυτής Balint: ‘’Ο άνθρωπος που έχετε απέναντί σας νιώθει άρρωστος, αλλά δεν έχετε να του δώσετε κάποιο διαθέσιμο φάρμακο. Τι κάνετε;
Και απαντούσε. Δώστε τους μια δόση από το πιο δυνατό φάρμακο που υπάρχει. Δώστε τους τον γιατρό τους’’.