Σάββατο, 20 Απριλίου 2024, 10:18:17 πμ
Σάββατο, 13 Οκτωβρίου 2018 21:51

Η τελευταία επιθυμία του παππού

Του Νίκου Σιάνα.

 

Στη Λήμνο πήγα για πρώτη φορά τον περασμένο Σεπτέμβριο. Η εικόνα που αντικρίζει ο πρωτοεπισκέπτης του νησιού όταν το προσεγγίζει από τη θάλασσα τον ξαφνιάζει, αφού τα χαρακτηριστικά του είναι το ηφαιστειογενές του έδαφος και η έλλειψη δένδρων. Όσο όμως το πλοίο πλησιάζει προς την πρωτεύουσα του νησιού, την Μύρινα, ο όποιος προβληματισμός ατονεί.


Μέχρι πριν λίγα χρόνια το νησί επισκεπτόταν λίγος κόσμος, σήμερα όλο και περισσότεροι, ξένοι και Έλληνες επιλέγουν την Λήμνο για τις διακοπές τους, το νησί που υμνήθηκε από τους τρεις μεγάλους τραγικούς μας ποιητές, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, που τραγουδήθηκε από τον Όμηρο ως «γαιάων απασέων φιλτάτη».
Είναι το πρώτο νησί του Αρχιπελάγους που λευτερώνεται από τον Ελληνικό Στόλο στις 8 Οκτωβρίου του 1912. Εκτός από τους αλλόγλωσσους τουρίστες, η Λήμνος κάθε καλοκαίρι ανοίγει την αγκαλιά της για να δεχθεί από τα πέρατα του κόσμου και τα ξενιτεμένα της παιδιά, ασπρομάλληδες πια τους βλέπει στις μικρές πλατείες των χωριών τους να κουβεντιάζουν ώρες ατελείωτες με παιδικούς φίλους και κάπου – κάπου να δέχονται τα πειράγματα τους για το Αμερικάνικο χρώμα στα ελληνικά τους. Και πώς να μην έχουν αμερικάνικη προφορά αφού η πρώτη μαζική μετανάστευση των Λημνιωτών προς την Αμερική έγινε το 1916 για να ακολουθήσει αυτή της δεκαετίας του ’60. Όμως και επί τουρκοκρατίας πολλοί Λημνιώτες είχαν μεταναστεύσει στην Αίγυπτο, το Σουδάν , τη Νότια Αμερική και ασχολούμενοι κυρίως με το εμπόριο, απέκτησαν πλούτο, κάτι που το μαρτυρούν τα αρχοντόσπιτα που βλέπει κανείς στον Ρωμέικο γυαλό τη Μύρινα. Το μαρτυρούν και οι αμέτρητες δωρεές που έκαναν για την ανέγερση σχολείων, εκκλησιών και πολλών κοινωφελών έργων.
Δεν είναι όμως λίγοι και οι νέοι, παιδιά και εγγόνια απόγονοι των πρώτων ξενιτεμένων που έρχονται στο νησί για γνωρίζουν τις ρίζες της καταγωγής του, να γνωρίσουν κοντινούς και μακρινούς συγγενείς. Άλλοι πάλι έρχονται για εκπληρώσουν κάποια υπόσχεση που έδωσαν εκεί στα ξένα στον παππού και την γιαγιά τους, την υπόσχεση που δεν θα ξεχάσουν ποτέ τον τόπο καταγωγής τους. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η παρακάτω ιστορία η οποία μου έδωσε την αφορμή για το παρόν άρθρο, μια ιστορία που την άκουσα εντελώς τυχαία. Η τύχη και η σύμπτωση με έφερε εκείνο το κυριακάτικο πρωϊνό να κάθομαι στην πλατεία του χωριού Πλατύ δίπλα σε μια μητέρα με τα τρία παιδιά της (15-20 ετών) που ήρθαν από την Αμερική, εκπληρώνοντας έτσι την τελευταία επιθυμία του πατέρα της. Λίγο πριν πεθάνει ζήτησε από την κόρη του να πάρει τα εγγόνια του και να τα φέρει στο νησί, στο χωριό του το Πλατύ και αφού εκκλησιαστούν να τους διαβάσει το γράμμα που της έδωσε πριν ξεψυχήσει. Εκεί λοιπόν μπροστά στο σχολείο όπου ο παππούς τους έμαθε τα πρώτα γράμματα, η μητέρα τους άρχισε να διαβάζει το γράμμα του πατέρα της.
Όσα κατάφερα να συγκρατήσω προσπάθησα να τα μεταφέρω στο παρόν κείμενο. Δυστυχώς και παρά την καλή διάθεση της μητέρας, στο χωριό δεν υπήρχε δυνατότητα αντιγραφής, κι εκτός αυτού έπρεπε να προλάβουν το πλοίο για Καβάλα.
Ιδού το μήνυμα του παππού Λημνιώτη στα εγγόνια του:
…Κάποτε σ’ αυτόν τον τόπο κατοικούσε ένας λαός δυνατός, μια φυλή προκομένη και γενναία. Ήταν άνθρωποι έξυπνοι και περήφανοι, τους έλεγαν Έλληνες. Ζούσαν εδώ αλλά και σ’ όλα τα παράλια της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου χιλιάδες χρόνια.
Είπαν λόγια σοφά και έκαμαν πράγματα θαυμαστά, γνώρισαν μεγάλες δόξες, πολέμησαν σκληρά εχθρούς που ερχόντουσαν άλλοτε από στεριά και άλλοτε από θάλασσα, ταξίδεψαν μακριά, όπου πήγαιναν έλεγαν και έδειχναν κάτι καινούριο., και απ’ όπου γύριζαν έφερναν κάτι χρήσιμο. Αυτοί οι άνθρωποι κατείχαν τη μοναδική τέχνη να κάνουν το δυνατό δυνατότερο, το χρήσιμο χρησιμότερο, το όμορφο ομορφότερο, το καλό καλύτερο. Άγριες ξένες φυλές ερχόντουσαν εδώ να εμπορευτούν ή να διδαχτούν. Όταν επέστεφαν στις πατρίδες τους αφηγούνταν τι είδαν και τι έμαθαν, ξεσηκώνοντας έτσι τους αφεντάδες τους να πατήσουν τούτη τη γη, ν’ αρπάξουν αυτά που δεν είχαν, τα πλούτη της, να καυχηθούν πως νίκησαν τους πιο γενναίους ανθρώπους. Αυτό έγινε άπειρες φορές. Ώσπου κάποτε οι Έλληνες απόκαμαν. Ήταν βλέπετε κι αμόνοιαστοι, διχασμένοι μεταξύ τους και ανάδελφοι. Δεν είχαν κανένα να σταθεί δίπλα τους γιατί όλοι πάσχιζαν να τους πατήσουν κι’ όλοι να τους χαλάσουν. Μια μέρα αναρίθμητα καλογυμνασμένα στρατά, με κοφτερά σπαθιά και άλογα χορτάτα όρμησαν από την Δύση και σκλάβωσαν τη χώρα των Ελλήνων για σχεδόν δεκάεξι αιώνες. Εκείνη την τελευταία χρονιά όρμησαν άλλα πιο άγρια στίφη από την Ανατολή για να σκλαβώσουν αυτή τη χώρα με τη σειρά τους, για σχεδόν τετρακόσια χρόνια. Όλους αυτούς τους αιώνες οι Έλληνες σκόρπισαν, η πατρίδα τους άδειασε, άλλοι σκλαβώθηκαν, άλλοι αλλαξοπίστησαν, κάμποσοι που γλύτωσαν τράβηξαν σε τόπους αλαργινούς, άλλοι πάλι πήραν τα βουνά, ανέβηκαν εκεί που κανένας δεν τολμούσε και μπορούσε να τους αγγίξει. Εκεί στις απάτητες κορφές, στα άγρια φαράγγια, στ’ απότομα βράχια και γκρεμούς, μόνο εκεί ψηλά κοντά το Θεό, μπορούσε κανείς να δει αν ήθελε Έλληνες. Οι ξένοι έκαναν αυτό που έκαναν πάντα, βούτηξαν ότι υπήρχε! Μα πάνω απ’ όλα πήραν μαζί τους τον πολύτιμο θησαυρό της γνώσης, και έγιναν σιγά – σιγά και αυτοί σοφοί. Όμως κάτι έλειπε, κάτι πολύ σημαντικό, κάποια βιβλία που έψαχναν δεν τα βρήκαν στη θέση τους. Έκαναν τον κόσμο άνω κάτω, γκρέμισαν τοίχους, έσκαψαν παντού άνοιξαν ακόμα και τάφους, όμως τα βιβλία που έλειπαν μέχρι σήμερα που μιλάμε δεν τα βρήκαν. Το μυστικό τους οι Έλληνες το κράτησαν γερά. Οι ξένοι λύσσαξαν από το κακό τους, μπορεί να έγιναν σοφοί, να πέτυχαν πολλά, μα όχι όσο ήθελαν τους έλειπε εκείνο το σημαντικό και απαραίτητο. Μπορεί να πέτυχαν με την κλεμμένη γνώση των Ελλήνων χίλια δύο πράγματα, μπορεί να κατάφεραν να κάνουν και αυτοί το δυνατό δυνατότερο και το χρήσιμο χρησιμότερο, όμως ποτέ δεν μπόρεσαν να μάθουν που γίνεται το όμορφο ομορφότερο και το καλό καλύτερο! Εκεί ψηλά στα βουνά οι Έλληνες ένα πράγμα είχαν πάντα μαζί τους, κρυμμένο βαθιά στην ψυχή τους, ένα πουγκί που οι άνθρωποι φύλαγαν τα φλουριά τους. Αντί όμως για χρυσάφι οι Έλληνες είχαν βάλει στο πουγκί την αγάπη για την πατρίδα και τον πόθο για λευτεριά. Τα χρόνια περνούσαν το χιλιοζώντανο ζευγάρι της ψυχής γεννοβολούσε δίχως σταματημό, μέχρι που έφτασε μια μέρα να βαραίνει τόσο πολύ στο στήθος και να λυγίζει το κεφάλι τους που δεν άντεξαν άλλο. Κατέβηκαν από τα βουνά, κτύπησαν τον εχθρό, πάλεψαν, ένας με χίλιους και τους νίκησαν. Κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει τούτο το θάμα! Ίσως η πολύχρονη συνάφεια εκεί ψηλά στα βουνά κοντό στο καλύβι του Θεού να τους μετέδωσε μια δύναμη υπεράνθρωπη, να τους περιτύλιξε με μια ουράνια ακτινοβολία που τρόμαζε τους εχθρούς.
Οι Έλληνες νίκησαν, ύστερα από δεκαέξι αιώνες σκλαβιάς ένα κομμάτι ελληνικής γης ήταν πάλι ελεύθερο. Οι εχθροί έφυγαν μα δεν χάθηκαν, έδωσαν πολύ χρυσάφι, σκόρπισαν πολλά ταξίματα, αγόρασαν προδότες, τους έντυσαν φανταχτερά, τους φόρτωσαν ψεύτικους τίτλους, τους βάφτισαν αγωνιστές, τους έβαλαν στο στόμα λόγια πατριωτικά και κατάφεραν με χίλιες πονηριές, συνωμοσίες και φονικά και προδοσίες να τους ανεβάσουν τους πουλημένους μασκαράδες «άρχοντες» τους τόπου. Έτσι οι ξένοι χωρίς πολυδάπανα στρατά, πατούσαν σίγουρα τη χώρα και έπαιρναν χωρίς κόστος όλα της αγαθά. Οι πουλημένοι στη δούλεψη τους εχθρού έφερναν τα καλύτερα αποτελέσματα από τον ίδιο, ήταν μια ξεκάθαρη περίπτωση εργολαβικής προδοσίας. Μάλιστα πολλές φορές οι προδότες φερόντουσαν στους Έλληνες πολύ χειρότερα από τους ίδιους τους εχθρούς γι’ αυτό και εκείνοι τους πρόσεχαν σαν τα μάτια τους. Και όταν οι Έλληνες προσπαθούσαν να πάρουν πίσω λίγη από την δική τους κλεμμένη γνώση, να φτιάξουν κάτι καλύτερο να ζήσουν κάπως ανθρωπινότερα να κατασκευάσουν και αυτοί μηχανές, να μην ξενητεύονται τα παιδιά τους, να πάψει η πατρίδα τους ν’ αποκαλείται «Ψωροκώσταινα», οι ξένοι και οι μαριονέτες τους, τους έλεγαν: Εσείς δεν χρειάζεται να φτιάχνετε τίποτα, εσείς να μάθετε να τραγουδάτε, να χορεύετε, να πλένετε πιάτα, να στρώνετε κρεββάτια, να κουβαλάτε τις βαλίτσες και όταν δεν έχετε τι να κάνετε τότε να γράφετε στίχους και συνθήματα στους τοίχους.
Στο μεταξύ οι ξένοι κάθε φορά που θέλανε να πάρουν κάτι παραπάνω, ν’ αποσπάσουν κάποια λουρίδα γης, έβαζαν τους προδότες να βασανίζουν τους Έλληνες, ανέβαζαν τα χαράτσια και κατέβαζαν την παραγωγή, με χίλιες κομπίνες έδιωχναν τους Έλληνες, τους τραβούσαν στις δικές τους χώρες, αυτό το νέο παιδομάζωμα το ονόμασαν Μετανάστευση! Καραβιές ολόκληρες και βαγόνια αμέτρητα κουβάλαγαν στις πατρίδες τους το μέλλον της Ελλάδας, τα παιδιά της.
Ο τόπος άδειαζε και ρήμαζε, όχι όμως τόσο όσο θα ήθελαν οι ξένοι για να τον κάνουν ολότελα δικό τους, φυτοζωούσαν μα άντεχαν οι Έλληνες. Τότε πια οι ξένοι έβαλαν μπρος πιο δραστικά και μεγάλα σχέδια – αφού πρώτα τους φόρτωναν μια δικτατορία και τους άρπαξαν την μισή σχεδόν Κύπρο – έδειξαν στους σκλάβους πολλά και διάφορα παιχνίδια, παιχνίδια με ρόδες, παιχνίδια για μικρούς και μεγάλους, παιχνίδια που κουρκούτιαζαν το μυαλό. Πέταξαν χρήμα δανεικό πολύ χρήμα, για παιχνίδια, για διακοπές, για γιορτές και ξενύχτια, χρήμα τις σάπιες εισαγόμενες τροφές τους. Πούλαγαν οι Έλληνες τη γη τους που έπαψαν πια να καλλιεργούν, έπαιρναν το χρήμα, τόβαζαν στις Τράπεζες ν’ αυγατίσει χωρίς όμως να γνωρίζουν ότι και οι Τράπεζες ήταν αγορασμένες από ξένους. Έτσι αργά αλλά σταθερά, η Ελλάδα αντί για παραγωγή έκανε εισαγωγές μέχρι και λεμόνια. Ευκαιριακοί βιομήχανοι έστηναν εργοστάσια, εργολάβοι των κομμάτων χρέωναν ότι ήθελαν, τα έσοδα του κράτους κάθε χρόνο λιγότερα από τα έξοδα του, και τότε οι ξένοι σταμάτησαν να δίνουν δανεικά, πρώτα είπαν θα κάνουμε συμφωνία, θα υπογράψετε Μνημόνια νέας υποταγής. Ήθελαν καινούρια λάφυρα, οι υποτακτικοί τους έκαναν αυτό που ήξεραν να κάνουν και οι προηγούμενοι: επέβαλαν νέα χαράτσια, χαράτσια αβάσταχτα. Έτσι οι Έλληνες άρχισαν να χάνουν τις δουλειές τους, τα χρήματα τους, τα σπίτια τους, τα δε σπουδαγμένα παιδιά τους να φεύγουν για άλλη μια φορά στα ξένα. Μα το χειρότερο τους άρπαξαν εκείνο το ιερό πουγκί που έκρυβαν την αγάπη τους για την Ελλάδα και την ιστορία της. Αυτή η πατρίδα που γέννησε τόση σοφία και τόση γενναιότητα αγαπητά μου παιδιά ίσως σε λίγα χρόνια να μην υπάρχει και έτσι οι άνθρωποι δεν θα μάθουν πότε πως γίνεται το όμορφο ομορφότερο και το καλό καλύτερο. Σας έλεγα παιδιά μου στην αρχή της ιστορίας μου πως για να βρει κανείς κάποτε Έλληνες έπρεπε ν’ ανέβει στα βουνά, στις απάτητες κορυφές τους, σήμερα θα πρέπει να ταξιδέψει στα ξένα. Γι’ αυτό παιδιά μου σας απευθύνω μια τελευταία μου επιθυμία, σε μια γωνιά της ψυχής βάλτε και την Ελλάδα μας, μην την απαρνηθείτε ποτέ…»
Αυτή ήταν η τελευταία επιθυμία του παππού σας, είπε η μητέρα και δάκρυσε. Πάμε τώρα να προλάβουμε το αεροπλάνο για την Θεσσαλονίκη, ποιος ξέρει, ίσως την επόμενη φορά να χρειαστούμε VISA από το προξενείο της «Μακεδονίας».
Υ.Γ.: Πριν μερικά χρόνια, ο Μίκης Θεοδοράκης σε μια ομιλία του στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην επερχόμενη εκποίηση και του πολιτιστικού πλούτου, καταλήγοντας ότι κινδυνεύει να παραχωρηθεί ακόμη και ίδια η Ακρόπολη! Δυστυχώς αυτό μαρτυρούν τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών. Ντροπή μας!