Τρίτη, 3 Δεκεμβρίου 2024, 11:50:50 πμ
Πέμπτη, 01 Οκτωβρίου 2020 21:42

Μικρές εύθυμες σχολικές ιστορίες

Του Δημήτρη Ιωαννίδη.

Διορισμός. Η ανακοίνωση του πρώτου διορισμού μου στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως έγινε τον Απρίλιο του 1963 και με βρήκε επισκέπτη-εργαζόμενο στη Γερμανία κοντά στον αδελφό μου τον Ευθύμη. Λέγω επισκέπτη-εργαζόμενο γιατί εκείνα τα χρόνια έψαχναν «στους δρόμους» εργάτες, και την επομένη μέρα που πάτησα το πόδι μου στη Γερμανία βρήκα δουλειά.


΄Ετσι, βρέθηκα κι εγώ να εργάζομαι σε ένα εργοστάσιο υποδημάτων SKI σε ένα χωριό κοντά στο Tübingen 40 χιλιόμετρα από τη Στουτγάρδη (Stuttgard). Οι συνεχείς ενοχλήσεις της μητέρας μου με έφεραν πίσω, αρχές καλοκαιριού, και στις 11 Σεπτεμβρίου παρουσιάστηκα στην Επιθεώρηση του Κιλκίς και ορκίστηκα Δάσκαλος.
Από δω και πέρα αρχίζει και το εύθυμο της ιστορίας. Σε δυο μέρες έπρεπε να παρουσιαστώ στο 1/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Άνω Ποταμιάς 4 ή 5 χιλιόμετρα μακριά από το Κιλκίς, χωριό με λιγότερα από 100 σπίτια κι ακόμη λιγότερους κατοίκους. Ο πατέρας μου Σάββας με τη μεγαλύτερη αδελφή μου, Θεοδοσία (Σία ντε, του Παντελή, η γυναίκα του Καφεπαντοπώλη στο Ελευθεροχώρι) φόρτωσαν το αλογόκαρό μας με τα απολύτως απαραίτητα. Ένα μονό ντιβάνι, στρώμα, πάπλωμα, κουβέρτα από το στρατό, μια κατσαρόλα με ένα κουτάλι και ένα πηρούνι και κάποια φαγώσιμα, όπως τυρί, ελιές, λάδι, χαλβά και ψωμί, βέβαια, και ξεκινήσαμε το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου για την Ανω Ποταμιά, κάπου 17/18 χιλιόμετρα από το χωριό μας.
Οταν φτάσαμε στο χωριό, κοντά τρεις ώρες δρόμο με το αλογόκαρο, βρεθήκαμε μπροστά στο σχολείο, ένα μικρό κτίσμα χαμένο μέσα στα τεράστια παλιούρια και τα γαϊδουράγκαθα, που δεν διακρινόταν καν. Η αδερφή μου, μπροστά σ’αυτή την εικόνα άρχισε να «κλαίει και να μοιρολογά», ενώ ο πατέρας μου ψημένος από τις αγροτικές δουλειές ζήτησε από το διπλανό σπίτι τα απαραίτητα εργαλεία και άρχισε το ξερίζωμα συνεπικουρούμενος και από τον υποφαινόμενο.
Μέχρι το απόγευμα είχε καθαριστεί η είσοδος του σχολείου και ένα μεγάλο μέρος της αυλής. Η αδελφή μου αντί να βοηθήσει κι αυτή εξακολουθούσε τα μοιρολόγια, «ούι μάνιτσα μερ’ αφήνουμε σε αδακές, θα τρώνε σε το φίδια».
΄Ετσι, ξεκίνησε η καριέρα μου ως δασκάλου με τις εγγραφές των μαθητών στο σχολείο της Άνω Ποταμιάς Κιλκίς, όπου έμελλε να μη σταδιοδρομήσω. Η αδελφή μου Σία μαζί με τη μάνα μου την Αλεξάνδρα δεν άφησαν γνωστούς και αγνώστους /ζήτω το αθάνατο ρουσφέτι/ και με τη βοήθεια του δασκάλου μου στο Δημοτικό του Χέρσου κ. Νίκα Αργυρίου κατόρθωσαν να με πάρουν σε ένα μήνα από την Α. Ποταμιά στο 3/θέσιο Σχολείο της Πλαγιάς, που απείχε μόλις 6 χιλιόμετρα με τα πόδια από το χωριό μου το Ελευθεροχώρι.
Με τη βοήθεια του αλογόκαρου πάλι του πατέρα μου φορτώσαμε τα λιγοστά πράγματα και τα μεταφέραμε στην Πλαγιά, όπου με περίμεναν οι συνάδελφοι Σαββόπουλος /καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται εδώ ή κάτω από εμάς/ και η Ελσα Αποστολίδου σύζυγος του Πρίνου /αν σας λέει κάτι το όνομα/ Διοικητή του στρατοπέδου του Χέρσου επί Χούντας.
Η αλλαγή σε σχέση με την Α. Ποταμιά ιδανική θα έλεγα ως προς τις συνθήκες δουλειάς και εγκατάστασης στη νέα μου θέση, χάρις στις «ρουσφετολογικές» προσπάθειες της αδερφής μου. Κάπως έτσι έληξε το δασκαλικό μου βάπτισμα στην υπηρεσία της Εκπαίδευσης.