Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 3:12:26 μμ
Πέμπτη, 26 Ιανουαρίου 2023 20:45

Οι ξεριζωμένοι Έλληνες της Μικρασιατικής Καταστροφής, χωρίς επιστροφή…

Γράφει ο Ευάγγελος Μαυρογόνατος.

Ζώντας μια διαφορετική της οικονομικής κρίσης, κρίση, αυτής του προσφυγικού προβλήματος ή του μεταναστευτικού, θα προσπαθήσω να κάνω μια ιστορική αναδρομή για την κατάσταση των δικών μας προσφύγων, κατά και μετά τον ξεριζωμό τους από την πατρογονικές εστίες τους, της Μικράς Ασίας και του Πόντου, προκειμένου να συγκρίνουμε το χθες με το σήμερα, να διαπιστώσουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές.


Πέρασαν 100 χρόνια όταν στις 30 Ιανουαρίου 1923 υπεγράφη η Ελληνοτουρκική σύμβαση και το πρωτόκολλο «περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών». Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του πρωτοκόλλου από 1ης Μαΐου 1923, θα έπρεπε να γίνει υποχρεωτική ανταλλαγή των Χριστιανών Τούρκων υπηκόων με τους μουσουλμάνους ελληνικής υπηκοότητας. Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι υπήκοοι δεν θα έχουν το δικαίωμα επιστροφής στους τόπους, που ζούσαν χωρίς την άδεια της Τουρκικής και Ελληνικής κυβέρνησης. Πριν και μετά την συνθήκη της Λωζάνης (23 Ιουλίου 1923) , μετακινήθηκαν ή ανταλλάχθηκαν περίπου 1.500.000 Χριστιανοί Τούρκοι υπήκοοι, με 460.000 Μουσουλμάνους Έλληνες υπηκόους.
Η ανταλλαγή έγινε στη βάση του θρησκεύματος και γι΄ αυτό και δεν ανταλλάχθηκαν πολλοί Έλληνες του Πόντου που είχαν εξισλαμιστεί βίαια και παραμένουν μέχρι σήμερα στην περιοχή.
Εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, που χαρακτηρίστηκαν μη ανταλλάξιμοι που με βάση τα στοιχεία που προσκόμισε στη διάσκεψη ο πρόεδρος της λόρδος Κόρζον ήταν 390.000 επί συνολικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης 1.000.000, όλοι εγκατεστημένοι εκεί πριν την 30 / 10 / 1918, οι Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου (12.000) και οι Μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης (περίπου 100.000).
Ο χαρακτηρισμός της μειονότητας της Θράκης ως θρησκευτικής - Μουσουλμανικής οφείλεται στην επιμονή του μέλους της Τουρκικής αντιπροσωπείας Ριζά Νουρ Μπέη, ο οποίος τόνισε: «υπάρχουν μόνο θρησκευτικές μειονότητες, όχι φυλετικές. Γι’ αυτό και η Τουρκική αντιπροσωπεία δεν παραδέχεται τις αρχές περί προστασίας φυλετικών η γλωσσικών μειονοτήτων». H Τουρκική αντιπροσωπεία ήταν υπέρ της αποχώρησης των Ελλήνων, από την Κωνσταντινούπολη, κάτι που προκάλεσε τις αντιδράσεις του Ε. Βενιζέλου, ο οποίος υποστήριξε ότι κάτι αυτό θα σήμαινε καταστροφή για την Ελλάδα, που είχε ήδη δεχθεί πρόσφυγες που ξεπερνούσαν κατά πολύ το 1.300.000 (από 1912 έως το 1922) με τον ξεριζωμό.
Ένα από τα πιο βασικά αποτελέσματα της συνθήκης της Λωζάνης που παραδέχονται πολλοί συγγραφείς, υπήρξε η αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, o λόρδος Κόρτσον τη θεωρούσε «πολύ κακή και ανήθικη», και πως «οι Τουρκικές προτάσεις περί ανταλλαγής πληθυσμών, μία κακήν και ελλατωματικήν λύσιν, δια την οποίαν ο κόσμος θα έχη να πληρώση εί αιώνα. Είναι τελείως καθαρόν,ότι οι Τούρκοι θέλουν ν’ απαλλαγώσιν των Ελλήνων ή να καταστήσωσιν την διαμονήν των σκληράν και αδύνατον».
Την ίδια στιγμή και οι Η.Π.Α έπαιρναν στάση υπέρ της αναγκαστικής ανταλλαγής των πληθυσμών.
Οι εμπειρογνώμονες της ανταλλαγής, επειδή τους ήταν αδύνατο να καθορίσουν ποιος ήταν Έλληνας και ποιος Τούρκος από εθνική άποψη, ακολούθησαν το οθωμανικό κριτήριο που είχε εφαρμοσθεί για τόσους αιώνες και που ήταν αποκλειστικά θρησκευτικό: «Έλληνας» ήταν αυτός που ανήκε στο Χριστιανορθόδοξο Μιλλέτ, «Τούρκος» αυτός που ανήκε στο Μουσουλμανοσουννιτικό Μιλλέτ, άσχετα από την μητρική του γλώσσα».
Η βασική παράμετρος της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών είναι η παραμονή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και Τενέδου με καθεστώς αυτοδιοίκησης - άρθρο 14 - και των Μουσουλμανικών μειονοτήτων της Θράκης, που χαρακτηρίστηκαν μη ανταλλάξιμοι.
Οι ίδιοι οι Τούρκοι είχαν προτείνει τον όρο θρησκευτική μειονότητα και όχι φυλετική, που είχε διαγραφεί μάλιστα κατά Τουρκική απαίτηση, όταν διατυπώθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μάλιστα είχε προταθεί και ο όρος Τουρκική Μουσουλμανική μειονότητα, όχι από τους Τούρκους που δεν έγινε δεκτός γιατί υπήρχε ο φόβος ότι υπάρχουν και Αλβανοί Μουσουλμάνοι στην Ελλάδα και δεν έπρεπε να χαρακτηρισθούν έτσι. Μάλιστα ο Βενιζέλος πρότεινε για μείζονα προστασία οι μειονότητες να μη στρατεύονται και να μη έχουν πολιτικά δικαιώματα, να μη εκλέγουν και να μην εκλέγονται. Δεν έχει ξεκαθαρισθεί ποιος ήταν αυτός που πρότεινε την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Ο Ισμέτ Πασάς διατύπωσε την θέση ότι προήλθε από την Ελληνική πλευρά, υποστηρίζεται ότι η ανταλλαγή των πληθυσμών δεν ήταν εντελώς νέα λύση στην Ελληνοτουρκική διένεξη καθώς «ο Βενιζέλος είχε προτείνει ο ίδιος ένα παρόμοιο μέτρο αν και σε περιορισμένη κλίμακα τις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου». Η ανταλλαγή σχετίστηκε με τη θέληση του Βενιζέλου, «να ξεφορτωθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα τους 350.000 περίπου Μωαμεθανούς για να ανοίξει χώρο στους Έλληνες πρόσφυγες», γνωρίζοντας όμως ταυτόχρονα, ότι για την Τουρκία, ελάχιστη σημασία είχαν οι συνθήκες και πως οι Έλληνες τελικά θα έφευγαν από εκεί.
Στη Λωζάνη ο Βενιζέλος υποστήριξε ότι η πρόταση ανήκει στον Νορβηγό ύπατο αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών Φρ. Νάνσεν κι o Νάνσεν μίλησε για πιέσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις που τον παρότρυναν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Άλλοι θεωρούν ότι με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, όπου 193.356 Έλληνες άφησαν την Τουρκία για την Ελλάδα αντί 354.647 Τούρκων, που άφησαν την Ελλάδα για την Τουρκία, τελικά, η Σύμβαση της Λωζάννης, ήταν πιο συμφέρουσα για την Ελλάδα παρά για την Τουρκία. Το αποκορύφωμα αυτής της σύμβασης ήταν το ξερίζωμα του Ελληνικού στοιχείου υποχρεωτικά από τις πατρογονικές του εστίες. «Η συνθήκη της Λωζάννης επιβάλλει θυσίας και εις τα δύο κράτη», είχε πει ο Ε. Βενιζέλος.
Ο Γάλλος ιστορικός Ντριό ανεβάζει σε χιλιάδες τους δολοφονημένους Έλληνες από τις Τουρκικές διώξεις που επακολούθησαν και θεωρεί την εξαφάνιση των Ελλήνων από την Τουρκία μεγαλύτερη και χειρότερη από τη πτώση της Κωνσταντινούπολης: «Αποφασίστηκε να γίνει ανταλλαγή των πληθυσμών.
Ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες καταφύγανε στην Ευρωπαϊκή Ελλάδα. Ήταν η μεγαλύτερη καταστροφή του σύγχρονου Ελληνισμού. Αυτό το δράμα συγκλόνισε βαθιά την Ελληνική ψυχή. Το σπουδαιότερο όμως άρθρο της συνθήκης ήταν αυτό που επέβαλε την υποχρεωτικά ανταλλαγή των πληθυσμών, πάνω από ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες ήρθαν στην Ελλάδα από την Ασία».
Ο εθνολογικός και πολιτικός χάρτης της Εγγύς Ανατολής τροποποιήθηκε σημαντικά. Όταν οι Μωαμεθανοί εγκατέλειψαν τη Μακεδονία, οι κυβερνήσεις των Φιλελευθέρων ενεργώντας αποφασιστικά εγκατέστησαν στα εγκαταλελειμμένα εδάφη Έλληνες χωρικούς από την ανατολή με αποτέλεσμα την πλήρη επικράτηση του Ελληνικού στοιχείου σε μια περιοχή όπου η εθνολογική ετερογένεια είχε δημιουργήσει επανειλημμένα διεθνείς επιπλοκές. Παράλληλα, εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες σχημάτισαν ζώνες αθλιότητας στην περιφέρεια μεγάλων πόλεων όπου η ανεργία, η φτώχεια και η έλλειψη στέγης δημιουργούσαν μόνιμη εστία κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής».
«Ύστερα ήλθε η Ελληνοτουρκική Σύμβαση που είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει πέρα για πέρα την εθνολογική σύνθεση όλων των χωρών που βρίσκονται τριγύρω από το Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο».
Η συνθήκη της Λωζάνης εγκαινίασε νέα εποχή στο διεθνές δίκαιο, την υποχρεωτική μετανάστευση και ανταλλαγή των πληθυσμών.
Χρησίμευσαν έτσι σαν σκεύη χιλιάδες άνθρωποι το πιο ζωντανό κομμάτι του Ελληνισμού που με την εκδίωξη και προσφυγοποίησή τους άνοιξαν το δρόμο στην Τουρκοποίηση της ανατολικής Θράκης, ενώ άλλοι 900.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες επέτρεψαν με τον ξεριζωμό τους, τόσο την Τουρκοποίηση της δυτικής Μικρασίας, όσο βέβαια και την αξιοποίηση της Μοσούλης από τις μεγάλες δυνάμεις και την ΤURKIS PETROLEUM».
Η υποχρέωση υποδοχής, περίθαλψης και ένταξης των προσφύγων αναγκάζει την Ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει βοήθεια από την Κοινωνία των Εθνών με δάνειο 10.000.000 λίρες Αγγλίας και να προσφύγει σε διαρκείς εξωτερικούς δανεισμούς με καταθλιπτικούς για την οικονομία όρους και σκανδαλώδεις ρήτρες, υπεύθυνες τόσο για την εσωτερική κρίση του 1929 -αποτέλεσμα της διεθνούς κρίσης- όσο και για την πτώχευση του 1932. Το 1923 ιδρύθηκε αυτόνομος οργανισμός με την επωνυμία «Επιτροπή αποκατάστασης Προσφύγων» (Ε.Α.Π), με έδρα την Αθήνα υπό την εποπτεία της ΚτΕ και υπό την προεδρία του Αμερικανού διπλωμάτη Ερρίκου Μοργκεντάου με τετραμελές συμβούλιο, και με σκοπό την οριστική στέγαση και την απασχόληση των προσφύγων.
Για την περίθαλψή τους διατέθηκαν πόροι του Ελληνικού κράτους, συνεισέφεραν ιδιωτικές οργανώσεις και βοήθησαν οργανισμοί όπως ο Βρετανικός Ερυθρός Σταυρός, ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, η YMCA κ.ά. Το ίδιο έτος (5 Οκτωβρίου), με βάση το άρθρο 11 της Σύμβασης περί Ανταλλαγής Πληθυσμών της Λωζάνης αρχίζει στη Κωνσταντινούπολη η λειτουργία της «Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής Πληθυσμών», η οποία ασχολείται και με την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων των προσφύγων.
Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της άφιξής τους οι Μικρασιάτες πρόσφυγες παρουσίασαν μεγάλη κινητικότητα στις μετακινήσεις τους, περιφερόμενοι σε αναζήτηση μόνιμης εγκατάστασης από τις αστικές προς τις αγροτικές περιοχές και τανάπαλιν, παρά τις επιδιώξεις των διαδοχικών κυβερνήσεων για αύξηση της αγροτικής παραγωγής.
Η ίδια η Ε.Α.Π φρόντισε ώστε οι αστοί στην πλειοψηφία τους πρόσφυγες που προέρχονταν από τον ίδιο οικισμό ή ευρύτερη περιοχή να εγκαθίστανται μαζί στο Ελληνικό έδαφος ως μικροϊδιοκτήτες και συνεπώς αρνητές του κομμουνιστικού κινδύνου, έτσι όπως τον έβλεπε ο παρεμβατισμός της Κοινωνίας των Εθνών στο έργο της Ε.Α.Π και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Η προσπάθεια μαζικής μετακίνησης προσφυγικών πληθυσμών στη Μακεδονική γη πέραν της αναπτυξιακής αγροτικής πολιτικής εξυπηρέτησε και τον πολιτικό στόχο της αντικατάστασης των Σλαβοφώνων, που μετανάστευαν αναγκαστικά είτε προς τη Βουλγαρία και τη Σερβία, είτε προς τις χώρες του Νέου Κόσμου. Η προσωρινή στέγαση Μικρασιατών προσφύγων έγινε καταρχήν σε γήπεδα, θέατρα, αυλές εκκλησιών, δημόσια κτήρια, σε παράγκες, σε σκηνές, σε χαμόσπιτα και σε καλύβες που βρίσκονταν σε εγκαταλελειμμένα χωριά, σε οικισμούς αμιγώς προσφυγικούς.
Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες.
Δεν υπήρχαν έργα υποδοχής, ούτε δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού και αποχέτευσης. Έλειπαν παντελώς οι χώροι αναψυχής, ενώ μεταδίδονταν εύκολα επιδημικές ασθένειες όπως ο εξανθηματικός τύφος, η γρίπη, η ελονοσία, η φυματίωση και η ευλογιά, παρούσες ήδη στην Ελλάδα και πριν την άφιξη των προσφύγων.
Φαίνεται λογικό λοιπόν, το γεγονός ότι δόθηκε προτεραιότητα στην αντιμετώπιση στοιχειωδών και πιεστικών αναγκών, όπως ήταν η διατροφή που αντιμετωπίστηκε με την οργάνωση συσσιτίων και παροχή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, όπως και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Δεδομένης της προσμονής εκμετάλλευσης των γαιών από τους ντόπιους πληθυσμούς, της υπερπροσφοράς εργασίας και των προσπαθειών του κεφαλαίου να την εκμεταλλευτεί, όπως επίσης και των συχνών επιτάξεων κατοικιών, οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν εχθρικά τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές. Στον αντίποδα πιθανώς βρίσκεται η βοήθεια μερίδας ντόπιων κατοίκων και πολλοί ιδιωτών, οι οποίοι πρόσφεραν ατομικά ή οργανωμένα με τη διενέργεια εράνων, την οργάνωση πρόχειρων συσσιτίων, τη διανομή ψωμιού, την παροχή ρουχισμού, φαρμάκων κ.ά. Η άφιξη των προσφύγων στη Ελλάδα προκάλεσε γενική κρίση.
Ο αρχικός εκνευρισμός που ένοιωσαν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες πήρε σύντομα τη μορφή εχθρότητας. Οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν πραγματικό μίσος από τους ντόπιους.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, Σκυριανός στην καταγωγή, περιέγραψε θαυμάσια την κατάσταση αυτή: «Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντίρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια.
Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δυό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε - έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου. Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυό.
Φύγετε από δω ρε. Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες».
Η σύγκρουση ντόπιων και προσφύγων, θέτει τη σφραγίδα της σ’ όλη την επόμενη περίοδο. Οι γηγενείς αμφισβητούν την ίδια την Ελληνικότητα των προσφύγων. Ο τότε εισαγγελέας Βαζούρας έγραψε:
«Η βρισιά Τουρκόσπορος μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως σκατοουγλούδες, παληοαούτηδες κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα. Το χάσμα ενισχύθηκε και συντηρήθηκε από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό. τόσο στην ιδιοποίηση της γης, όσο και στις εμπορικές δραστηριότητες».
Με βάση τα στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών, σε πολλές περιοχές της νέας τους εγκατάστασης κατά τα πρώτα χρόνια πέθανε από τις κακουχίες το 20% των προσφύγων, ενώ αντιστοιχούσε 1 γέννηση σε 3 θανάτους.

 

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Κλείνοντας αυτό το αφιέρωμα, αφήνω στην κρίση σας να διαπιστώσετε τις ομοιότητες και τις διαφορές, των ελλήνων προσφύγων και των σημερινών, οι οποίοι έχουν κατακλύσει την Πατρίδα μας.
Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι ότι, όλοι οι πρόσφυγες του χώρου και του χρόνου, της γεωγραφίας και της ιστορίας έχουν την ίδια πατρίδα: τη μνήμη τους.
Γιατί η πραγματική πατρίδα του ανθρώπου είναι η παιδική ηλικία. Τότε αποκτάμε τους ουσιαστικούς κώδικες για να κατανοήσουμε τον κόσμο και να δημιουργήσουμε τον δικό μας.
Η μνήμη είναι οδυνηρή, οι πληγές ανοιχτές, αλλά η σκέψη διαρκώς εκεί, σε εκείνους τους τόπους και καιρούς. «Ποιος πταιει» κατά τον Παπαδιαμάντη;