Πέμπτη, 2 Μαΐου 2024, 10:42:31 πμ
Τρίτη, 26 Δεκεμβρίου 2023 11:35

Πολιτική και γελοιότητα

Του Χρήστου Σπίγκου.

            Στο θέατρο λένε ότι η γραμμή μεταξύ του κωμικού και του γελοίου είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτη. Το μεγαλείο των μεγάλων κωμικών οφείλεται στην ικανότητα που διαθέτουν να μην ενδίδουν στις σειρήνες της γελοιότητας, που υπόσχονται την άκοπη  παραπλάνηση του θεατή και ο παραπλανών ηθοποιός, αντί γέλιου και χειροκροτήματος, να κινδυνεύει να εισπράξει χλεύη και αποδοκιμασία.

 

            Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην πολιτική.

            Πριν προχωρήσουμε, σημαντικό είναι να διακρίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στη «γελοιότητα της πολιτικής» και στην «πολιτική της γελοιότητας».

            Στην πρώτη περίπτωση το φαιδρό απορρέει, συνήθως, ακουσίως από πράξεις του πολιτικού υποκειμένου όταν προσπαθεί να επιτύχει την επιδοκιμασία. Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε συνειδητή εργαλειοποίηση της δύναμης του γελοίου από τον επίδοξο ή αλαζόνα Πολιτικό προς όφελος προσωπικών του επιδιώξεων. Και στις δυο περιπτώσεις υποτιμάται βάναυσα η νοημοσύνη του δέκτη-πολίτη.

            Θα προτιμήσω να καταφύγω στη χρήση παραδείγματος για να γίνει απολύτως κατανοητή η διαφορά των δυο εννοιών.

            Πανθομολογείται η επικοινωνιακή δύναμη του Τικ-Τοκ. Εκεί και η διάκριση των εννοιών στην κοινή προσπάθεια της αδιαμεσολάβητης σχέσης με τον πολίτη.

            Στην πρώτη περίπτωση, τη γελοιότητα της πολιτικής, έχουμε τον πολιτικό που, στην προσπάθειά του να κερδίσει την εμπιστοσύνη του θεατή,  υιοθετεί την εικόνα του ανεπιτήδευτου συμπολίτη της διπλανής πόρτας, του φίλου ή του συγγενή που νοιάζεται για το καλό μας. Εκεί ελλοχεύει ο κίνδυνος της ακούσιας γελοιοποίησης, αν χαθεί το μέτρο της φυσιολογικής οικειότητας που διαφέρει από λαό σε λαό και από κουλτούρα σε κουλτούρα. Διαφορετικά εκδηλώνεται η οικειότητα στην Ελλάδα ή στην Αμερική, στη Δύση ή στην Ανατολή. Η αμερικανιά δεν περνάει στον Έλληνα όπως το Μπουρανί του Τυρνάβου δε χωνεύεται από τον Τεξανό και το γυναικείο χειροφίλημα δεν είναι ανεκτό από  τον Μουσουλμάνο.

            Στη δεύτερη περίπτωση, την πολιτική της γελοιότητας, έχουμε τον πολιτικό που συνειδητά επιλέγει τη φιγούρα του αστείου, γιατί έχει καταλήξει σε συγκεκριμένα υποτιμητικά συμπεράσματα αναφορικά με το επίπεδο και την αντιληπτική ιδιαιτερότητα του κοινού στο οποίο απευθύνεται. Είναι ικανός να παραστήσει τον αφελή με ένα αστείο καπελάκι, γιατί έτσι πιστεύει ότι θα προκαλέσει το ενδιαφέρον του πολίτη μιας συγκεκριμένης ηλικίας.

            Όπως προείπα το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και η αιτία κοινή. Η έλλειψη του μέτρου στη δημόσια συμπεριφορά ορισμένων πολιτικών προσβάλλει, περιφρονεί και υποτιμά. Εκτιμώ ότι ο συμπολίτης μου δεν έχει την πολυτέλεια να ανέχεται και να προσπερνά την κάθε επικοινωνιακή χαριτωμενιά. Απαιτεί ξεκάθαρες λύσεις, έργα και, πάνω απ’ όλα, έντιμες σχέσεις. Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και της κοινής λογικής. Δε χωράνε μεγάλα λόγια και υποκριτική κατανόηση. Κάποτε το χτύπημα στον ώμο αρκούσε για μια ψήφο κι ένα χειροκρότημα. Σήμερα με τα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν απαιτώ την αλήθεια ολόκληρη χωρίς φιοριτούρες, χαμόγελα κατανόησης και βλέμματα συμπόνιας. Δε μ’ ενδιαφέρει η ιδιωτική ζωή της καθεμιάς και του καθενός και αντιλαμβάνομαι την κενότητα σε πείσμα των επικοινωνιακών τρικ των πανάκριβων επικοινωνιολόγων.

            Απαιτώ σεβασμό και όχι οίκτο.

            Καλή χρονιά.