Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 9:25:47 πμ
Πέμπτη, 09 Ιουνίου 2022 19:06

Σε τροχιά δημογραφικής συρρίκνωσης η πατρίδα μας

Γράφει ο Νίκος Σιάνας.

Ήδη από την δεκαετία του ’90 κάποιοι είχαν προβλέψει τις αρνητικές για τη χώρα μας δημογραφικές εξελίξεις.

Δυστυχώς αυτή η πρόβλεψη επαληθεύτηκε από την πρόσφατη απογραφή, ανάμεσα στο 2011 και 2021 ο πληθυσμός της πατρίδας μας μειώθηκε κατά 500.000. Η μείωση των γεννήσεων έναντι των θανάτων δεν αναμένεται να ανακοπεί τις επόμενες δεκαετίες. Το πολύ σοβαρό αυτό εθνικό μας πρόβλημα ανάγκασε κατά καιρούς τους κυβερνώντες στην λήψη μέτρων και κινήτρων ούτως ώστε να ανακοπεί η πληθυσμιακή συρρίκνωση της πατρίδας μας. Βέβαια για την συρρίκνωση αυτή δεν φταίει μόνο η υπογεννητικότητα. Η μετανάστευση χρόνια τώρα, επιστημόνων από την Ελλάδα προς το εξωτερικό είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, αλλά και η πρόσφατη φυγή χιλιάδων νέων ανθρώπων με υψηλή επιστημονική εξειδίκευση είχαν ως αιτία το οικονομικό.
Δυστυχώς με την υπάρχουσα εδώ και χρόνια οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, η νέα γενιά, το μέλλον δηλαδή της πατρίδας μας, δεν μπορεί να κάνει σχέδια. Πρόσφατα η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι στο επόμενο διάστημα θα ρίξει ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα σε αυτή τη γενιά. Στο επίκεντρο του κυβερνητικού σχεδίου η διασφάλιση στέγης για τα νέα ζευγάρια με σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αλλά και την αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου.
Εμείς μόνο ευχή μπορούμε να εκφράσουμε.
Μακάρι να γίνει πράξη!

Ας αφήσουμε όμως το σήμερα και ας πάμε πίσω στον χρόνο και στο χωριό Ανατολικό (πρώην Ινελί) όπου το 1922 – 24 εγκαταστάθηκαν Μικρασιάτες και Πόντιοι πρόσφυγες. Οδηγός και ξεναγός μας η εφημερίδα «Ποντιακή Γνώμη» του Σάββα Καλεντερίδη. Στο τεύχος Φεβρουάριος 2022 θα δούμε πως το παραπάνω χωριό, με αφορμή την διανομή κλήρου γέμισε μικρά παιδιά.

 

Ο Σάλτσον κι ο Δεσπότ΄ς
Το 1927 τη χρονίας η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων και το γραφείον εποικισμού τη Πτολεμαϊδας εδιόρτσαν έναν αγροτικόν επιστάτην να μοιράζ’ τα κλήρους σοι πρόσφυγες. Ο νόμον έλεγεν, κλήρον θα παίρνε μανάχαν οι στεφανωμέν. Αρ’ ατότε το χωρίον επέρεν φωτία. Ο κάθα εις π’ είχεν αγούρ’ τη σειράς, ετέρνεν να γυναικείς ατό, να παίρ’ τον κλήρον και νοικοκυρεύκεται! ! Τα προξενείας έδιναν κ’ επαίρναν… Τα’ άχαρα τα παλικάρια, επροξένευαν ατά εξόν ας σα κορίτια τη χωρί και με αλλέτερα, ξεχνοχωρέτ’κα.
Οι τσαζού-γαρήδες εγουτούρεψαν,
Εκείνο τη χρονίαν κουτσοί, στραβοί, ούλο εγυναίκ’σαν.
Ετσάκωσαν τα πουλούλια κι’ έφαγαν το μελοκουτ.
Ακόμαν και τα δούλας, ντ’ επείναν εγατικόν σε καπνά,ατείντς πα εστεφάνωσαν. Αρ’ εκείνο τον καιρόν Μαρτί ημέρας, δέκα παλλικάρια τη χωρί ας σου εουμαδεύταν κι’ υστερνοί, ο Αντώντς τη Κασάν, ο Κολχάνον, ο Γιώρτς, ο Γοργότς ο Χωλόν, ο Κοσκέρτς ο Θόδωρον, ο Στεφανίκας, Ο Περίκλης, ο Κάτσον ο Κυριάκον, ο Γιοσήφ τη παπά, ο Χαρίτον τη Μωϋσή, ο Σαράτσον ο Γιάννες και Γαριήλτς ο Κοσμάς (ο Σάλτσον) εκάλκεψαν την αραπάν κ’ επήαν σον Δεσπότ ους τη Φλώριναν ν’ εβγάλνε τ’ άδειας για το στεφάνωμα.
Ο Δεσπότς πα, έτον ο Χρυσόστομον, εκαλωσορτσεν ατς.
Τα παιδία έναν – έναν εφίλεσαν τα ο χέρ’νατ και είπαν ατόν το τέρτ’ν ατούν. Ο Δεσπότς’, πολλά θεοσεβούμενος είπενατς:
Ατό κι ίνεται, σαρακοστή καιρό κ’ βγάλω άδειας…
Εσκάλωσαν τα παιδία παρακαλούν ατόν:
Δέσποτα ο καιρός εδέβεν θα χάνουμε τα χωράφια…
Δος μας την άδειαν… ο Δεσπότς εξορλαεύτεν, αλλά κ’ ηθέλεσεν να στεναχωρεύ τα παιδία. Εκλώστεν είπεν ατς. Ελάτεν αφ’κά σο πετραχήλ και δώστεν όρκον: «Απές ση Σαρακοστήν κανείς εσούν ‘ κι θα κείται με την γαρήν άτ…»
Τα παιδία, ντο να εφτάνε, εδέκαν όρκον σον Δεσπότ, επέραν τα’ αδείας κ’ εκλώσταν σο χωρίον…
Τα’ άλλ’ την ημέραν οι γυναίκ’ σα μαχαλάδες αλλ’ κορφίζ’νε τον Δεσπότ κι αλλ’ αφορίζ νάτον:
Σ σο καφενείον τη χωρί ούλ καλατσεύνε για τη Δεσπότ΄την προσταγήν. Είνας λέει «Ντο Δεσπότς, καλά κρατεί την αλλαήν», άλλος «Καλός ιερωμένος το χωρίον εμούν κ’ ανασπάλ», κι αλλ’ είνας «Καλά εποίκεν τρανόν νεστία εν’, κι θα μαγαρίζουμε την πίστιν εμούν…!»
Ο Σάλτσον εκάθουσον’ς έναν άκραν κ’ έκουεν ντ’ έλεγαν. Κάποτε κ’ εταγιάνεψεν, εσκώθεν απάν κ’ είπεν ατς.

Νέπε λαλάδες, με την ψο..ν νεστίαν κι ίνεται…
Νεστεύ ο δούλον τη Θεού ντο κ’ εχ’ κοκκίν να τρώει…

Ατότε εσκάλωσαν να κακολογούν ατόν:
Ντο είναι ατά ντο λες για τον Δεσπότ, κ’ εντέπεσαι;
Καθέστεν, καθέστεν κα’ είπεν άτς. Εσείς μακρά ας σον κόσμο είστουν… Ντο «καλός» κ’ εξίκαλος. Ζαντός και παλαλός εν… Τεμέκ γομώντς εμπρια σ’ άλλογον έναν τορβάν κριθάρια… Κι υστέρ κλώσκεσαι λες ατό: Κράτ τη γούλα σ’ κι απάν μη κρούς!

Υ.Γ.: Πολλά κ’ εποίεν σο χρόνον απάν το χωρίον εγομώθεν μωρά. Ατώρα πα κάθουνταν και κλαίγνε για το «δημογραφικό».
Ας έρταν κ’ ελέπνε τη Ινελις τα τα κιτάπια…!
Υ.Γ.: Αυτά στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, πέντε μόλις χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Σήμερα, όλοι μας γνωρίζουμε το πόσο δυσκολεύεται ο νέος Έλληνας να κάνει οικογένεια, παιδιά, να δημιουργήσει πλούτο. Το «δεν μπορώ να έχω δικό μου σπίτι, όπως είχε ο πατέρας μου» ακούγεται όλο και πιο συχνά από τη νέα γενιά της χώρας.
Η νέα γενιά της πατρίδας μας αδυνατεί να κάνει πλέον σχέδια, να ελπίζει και αυτό είναι τραγικό.