Δευτέρα, 29 Απριλίου 2024, 9:48:38 μμ
Κυριακή, 22 Οκτωβρίου 2023 11:47

Στα καφενεία γράφονται οι ιστορίες των χωριών. Αφιερωμένο στον Λάζαρο του Μυλοχωρίου

Γράφει ο Τάσος Γιοβανούδης.

Το καφενείο, ο καφετζής, δυο λέξεις που δημιουργούν ένα τοπωνύμιο, άπειρες οι ιστορίες που πηγάζουν από εκεί και συνθέτουν την τοπική ιστορία, ειδικά όταν ο τόπος είναι ένα μικρό χωριό.

Πώς θα πιούμε καφέ, ρώτησα τους συναδέλφους τη μέρα ανάληψης καθηκόντων μου στον Σταθμό Χωροφυλακής Αντιγονείας, που στεγαζόταν στο Μυλοχώρι.

 

Ο καφές παραγγέλθηκε τηλεφωνικά, προσέξτε όμως πώς!

Ήρθε στο γραφείο μου, όπου ήταν το τηλέφωνο, ένας χωροφύλακας, σήκωσε το ακουστικό και χωρίς άλλη κίνηση ή πάτημα κουμπιού του τηλεφώνου είπε αμέσως:

-Λάζαρε ξέρω ότι σήκωσες το ακουστικό και κρυφακούς, φέρε λοιπόν ένα μέτριο στον καινούργιο αστυνόμο και αμέσως κατέβασε το ακουστικό, χωρίς να περιμένει απάντηση.

Σε λίγο ο καφετζής κατέφθασε, σαρανταπεντάρης, κοντός και στρουμπουλός, με  μάτια παμπόνηρα και σαρδόνιο χαμόγελο. Καλημέρισε, άφησε τον ομολογουμένως μερακλήδικο  καφέ και το νερό στο γραφείο και προσποιήθηκε ότι δεν ήθελε το αντίτιμο.

Αυτή ήταν η πρώτη μας γνωριμία με τον καφετζή το Λάζαρο. Σε λίγες ημέρες θα γνώριζα και το καφενείο του Λάζαρου, σημείο αναφοράς στο μικρό Μυλοχώρι.  

Το τηλέφωνο τότε δεν είχε καντράν, είχε μια μικρή μανιβέλα, γυρνούσες δυο τρεις φορές την μανιβέλα, σε λίγο ακουγόταν η φωνή της τηλεφωνήτριας, από την οποία ζητούσες  τη σύνδεση με άλλο τηλέφωνο και περίμενες, ώστε και με άλλες μεσολαβούσες τηλεφωνήτριες, να μπορέσεις να συνδεθείς.

 Όταν μιλούσαν από την αστυνομία, πάντοτε, μα πάντοτε, ο Λάζαρος, το καφενείο του οποίου ήταν και τηλεφωνείο του χωριού, άκουγε τις συνομιλίες, μόνο όταν απουσίαζε κρυφάκουγε η συμπαθέστατη Σοφία, η γυναίκα του.

-Τί να κάνω, έλεγε χαμογελώντας στις παρατηρήσεις μας, ξέρω ότι δεν πρέπει να κρυφακούω αλλά δεν μπορώ, αν θέλετε κλείστε με μέσα.

Δεν άκουγε μόνο ο Λάζαρος αλλά όλες οι» γαργάρες» του λεκανοπεδίου, από το Δίβουνο, το Θεοδωράκι μέχρι τη Μαυροπλαγιά. Έτσι ήταν τότε τα τηλέφωνα. Τόση εμπιστοσύνη  έπρεπε να είχε κανείς στο απόρρητο και τη μυστικότητα των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων.

Με την ευκαιρία της περιγραφής του τηλεφώνου ΟΤΕ 1969, ας συγκρίνει ο καθένας μας τις δυο τηλεφωνικές εποχές, του τότε (1969) και του σήμερα (2023).

Έτσι γνώρισα το Λάζαρο εκείνο το πρωινό του Αυγούστου 1969, που έγινε φίλος μέχρι το θάνατό του, πριν δυο τρία χρόνο, σε ηλικία κοντά τα εκατό.

Οι επισκέπτες στο γραφείο ήταν συνήθως για καθημερινά θέματα, (έκδοση δελτίου ταυτότητας, έκδοση δελτίου κυκλοφορίας στην παραμεθόριο περιοχή, γνήσιο υπογραφής, αλλαγή απολυτηρίου στρατού, παραλαβή κάποιου δικογράφου, κάποια ερώτηση κλπ).

Μετά από δυο τρεις ημέρες, ένα απογευματάκι πήγα στο καφενείο για καφέ. Πάνω από είκοσι θαμώνες σηκώθηκαν, απαντώντας στην καλησπέρα μου, ξανακάθισαν και συνέχισαν τη συζήτηση, τον καφέ, το ούζο τους. Με προσκάλεσε και κάθισα σε μια παρέα πέντε έξι ατόμων. Συστηθήκαμε, περιττό να πω ότι το καφεδάκι ήταν κερασμένο και συζητήσαμε, για την καταγωγή μου, το σπίτι μου, το νεαρό της ηλικίας μου για τη θέση του αστυνόμου, για την οικογενειακή τους κατάσταση και χίλια δυο άλλα θέματα στην μια ώρα περίπου που έμεινα μαζί τους.

Όση ώρα συζητούσαμε οι θαμώνες ενός μεγάλου τραπεζιού, αδημονούντες κάθε τόσο κάτι ψιθύριζαν μεταξύ τους και έριχναν κλεφτές ματιές προς το μέρος μας.

Το ίδιο συνέβαινε και από ένα άλλο τραπέζι όπου μια παρέα τριών ατόμων, έριχνε λοξές ματιές, δήθεν αδιάφορα και έφυγε λίγο πριν από εμένα, χωρίς να χαιρετίσει.

Η μεγάλη παρέα χαρτόπαιζε, έπαιζε κουμάρ(ι) όπως έλεγαν τότε τα τυχερά παιχνίδια  και η επίσκεψη και παραμονή μου μάλλον τους χάλασε το καρέ.

Οι τρεις που έφυγαν, μάλλον χολωμένοι από την παρουσία μου, παρατήρησα ότι και στις τυχαίες συναντήσεις μας τις επόμενες ημέρες, μπορώ να πω ότι άλλαζαν δρόμο. Αργότερα έμαθα ότι ήταν «αριστεροί» γι’ αυτό αποφεύγαν κάθε επαφή και επικοινωνία με τους αστυνομικούς.

Έτσι γνώρισα και το καφενείο του Λάζαρου.

Δεν υπήρχε λόγος να στενοχωρήσω με τη συχνή μου παρουσία, ούτε τους χαρτοπαίχτες ούτε τους «ορθόδοξους» αριστερούς», οπότε όλο χαρά ο Λάζαρος απολάμβανε το «ζντουκ» κάθε παρτίδας, ο μόνος κερδισμένος της χαρτοπαιξίας, ο καφετζής.   

Πέρασαν χρόνια όταν στο ίδιο καφενείο ή μάλλον το καινούργιο καφενείο που έκτισε ο Λάζαρος και το ονόμασε «Η ΚΥΨΕΛΗ», ρώτησα έναν από τους «ορθόδοξους» αριστερούς, για την «κουμπωμένη» συμπεριφορά τους εκείνα τα χρόνια και μου είπε μεταξύ άλλων:

 -Δεν ήταν μόνο ο φόβος της αστυνομίας Τάσο, από την οποία είχαμε πολύ άσχημες εμπειρίες τα προηγούμενα χρόνια, ήταν και ο φόβος μην θεωρηθούμε συνεργάτες σας.

Τσαρ(λ)καλίδες, οι Μυλοχωρίτες, με ένα ιδιαίτερο τουρκογενές  γλωσσικό ιδίωμα οι μεγάλοι, με επηρεασμένη τη γλώσσα ακόμη και οι νεώτεροι, μικρό το χωριό, σύντομα τους γνώρισα όλους. Καλοί άνθρωποι, αρκετοί οι κουτοπόνηροι, ευχάριστοι στην παρέα , χωρατατζήδες, μικροτρακαδόροι, καταφερτζήδες, αγρότες στο επάγγελμα. Οι περισσότεροι όμως ήταν φημισμένοι και αξεπέραστοι τζαμπάζηδες (μεσίτες), στην πώληση και την ανταλλαγή κυρίως μεγάλων ζωντανών ζώων.

Νωρίς ένα απόγευμα βρήκα το Λάζαρο στο καφενείο κατακόκκινο από θυμό, να τσακώνεται με τον γείτονα και συγγενή του τον Αντώνη. Σταμάτησαν προσωρινά, αλλά το «δίκαιο» έπνιγε το Λάζαρο.

-Ακούς εκεί κύριε αστυνόμε, πήγαμε στη Βάθη να παζαρέψουμε μια αγελάδα. Είδαμε το ζώο, εκτιμήσαμε την αξία του, παζαρέψαμε και συμφωνήσαμε στα τρία χιλιάρικα.

Φεύγοντας, αυτός και δείχνει τον Αντώνη, έπιασε το καπίστρι και ο παππούς μας ξεπροβόδιζε σκουντώντας μαζί και το τρίμηνο μοσχαράκι της αγελάδας και ενώ απομακρυνόμασταν, το μοσχαράκι ακολουθούσε την μάνα του. Είδα τον παππού που επέστρεφε στο σπίτι, έτριψα τα χέρια μου, την κάναμε την καλή είπα. Φθάσαμε στην έξοδο του χωριού, σταμάτησε ο Αντώνης, να ξεκουραστεί, είδε το μοσχαράκι, τί είναι αυτό μου λέει.

- Σούουουουτ…., του λέω, εμείς την αγελάδα παζαρεύαμε αλλά ο παππούς συμφωνούσε στο παζάρι και το μοσχαράκι μαζί. Το μοσχαράκι θα πουληθεί τουλάχιστον πέντε χιλιάδες και η αγελάδα άλλα τέσσερα, τα κονομήσαμε.

Αγρίεψε ο Αντώνης, γύρισε αμέσως προς τη Βάθη, σχεδόν τρέχοντας και παράδωσε στον εμβρόντητο παππού το μοσχαράκι.

Ο παππούς κοίταζε αποσβολωμένος, δεν πίστευε στα μάτια του, σταυροκοπήθηκε και κοίταζε στα μάτια τον Αντώνη.

 -Πάρε το μοσχάρι σου άνθρωπέ μου είπε, αυτό δεν ήταν στη συμφωνία μας και κοιτώντας αγριεμένα σε εμένα είπε, άντε πάμε:

-Ατιμία και αδικία δεν μπορώ να κάνω.

-Ατιμία είναι αυτή κύριε αστυνόμε, αναρωτήθηκε διαμαρτυρόμενος ο Λάζαρος, τέτοιο κελεπούρι πού θα το ξαναβρούμε. Αυτά έχει το τζαμπασλούκ(ι), εμείς οι τζαμπατζήδες τέτοια ψάχνουμε.  

-Άφησε τον κύριε αστυνόμε, είπε ο Αντώνης, κάθισε να πιούμε κάτι, στέγνωσε το στόμα μου σήμερα. Άνθρωποι είμαστε, δεν μπορώ την ατιμία, το ψέμα, το κλέψιμο. Σε Θεό πιστεύουμε, τί ψυχή θα παραδώσουμε;

Εκείνη την ημέρα, με αυτό το επεισόδιο έληξε οριστικά και αμετάκλητα η συνεργασία Λάζαρου-Αντώνη.

Απίθανε, ξεχωριστέ Αντώνη Σαμουργιανίδη. Εκλέχθηκε πρόεδρος της κοινότητας Αντιγονείας, αλλά δυστυχώς για τους πολίτες, λίγες ημέρες πριν την ορκωμοσία του, πολύ νέος, έφυγε από τη ζωή για τους κήπους του Παραδείσου.

Δεκάδες  ήταν τα κόλπα των τζαμπάζηδων του Μυλοχωρίου. Άλλαζαν  την εμφάνιση στις αγελάδες, χρωματίζοντας με μαύρες βούλες τις άσπρες και τις ξαναπουλούσαν ακόμη και  στους παλιούς νοικοκυραίους.

Τί να πρωτοθυμηθώ από τα τόσα γεγονότα, της μικρής σκανδαλιάρικης κοινωνίας. Μήπως ποτέ θα ξεχάσω, το πάθημα του Λάζαρου, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1969, όταν έσφαξε το γουρούνι;

Από την προηγούμενη ημέρα η Σοφία, η γυναίκα του, μας ειδοποίησε και μαζί με τα αδέλφια της  Θεόφιλο και Αλέξη, τα ξαδέλφια της Αντώνη και Κώστα, ότι μετά το σφάξιμο του γουρουνιού θα τηγάνιζε το συκώτι, καμιά τηγανιά και  θα κερνούσε ρετσίνες.

Πραγματικά νωρίς το πρωί ακούσθηκαν οι στριγκλιές του γουρουνιού και κατά τις δέκα ήταν έτοιμη η πρώτη τηγανιά με τις ρετσίνες πάνω στο τραπέζι. Φάγαμε ήπιαμε , μέχρι αργά το μεσημέρι και φεύγοντας, ο Λάζαρος στραβοκοίταξε και έπιασε τον κουνιάδο του από το μανίκι.

-Το λογαριασμό Αλέξη, το λογαριασμό, ποιος θα τον πληρώσει, ρώτησε.

-Ρώτα τη Σοφία, απάντησε και τον άφησε σύξυλο.

Μάθαμε ότι λογόφερε με τη Σοφία για τη χουβαρδοσύνη της, εκείνη όμως σημασία δεν έδωσε. Η Σοφία του, ήταν το στήριγμα και η λατρεία του. Πάνω από είκοσι πέντε χρόνια τη φρόντισε μοναδικά στα δύσκολά της, μέχρι τον θάνατό του.

Τακτικά με φέρνει ο δρόμος προς το Μυλοχώρι, το αισθάνομαι δικό μου χωριό. Ανταμώνουμε με τους λίγους παλιούς φίλους που είναι στη ζωή, δυστυχώς δεν υπάρχουν νέοι να τα πούμε. Το καφενείο του Λάζαρου στέκεται σκυθρωπό, με κλειδωμένη την πόρτα και τα κιοπέγκια κατεβασμένα.

Φεύγοντας ο Λάζαρος από την επίγεια ζωή πήρε μαζί του και το κλειδί του τελευταίου καφενείου του χωριού.

Καταφερτζής ήταν, μάλλον το έδειξε το κλειδί στον Αρχάγγελο, όταν τον καλωσόρισε, κάποιο τρόπο θα βρήκε να πείσει τον Ύψιστο, να τον απασχολήσει πάλι σαν καφετζή, είχε βέβαια σύμμαχο και την  πολύχρονη επίγεια προϋπηρεσία.  

Με το ίδιο κλειδί πιστεύουμε ότι ανοίγει κάθε πρωί το καφενείο του άλλου κόσμου ως μέγας και απροσπέραστος καταφερτζής. Είναι σίγουρο ότι κάποιο τρόπο θα βρήκε να συγκεντρώνει για λίγες ώρες, κρυφά από τους αγγέλους φύλακες, όλα τα καλά παιδιά του Μυλοχωρίου και των κοντινών χωριών, τόσο του παραδείσου όσο και της κόλασης.

Ψήνει τον καφέ, μαθαίνει τα νέα τους και εισπράττει το χοντρό «ζντούκ», από τους χαρτοπαίχτες του κρυφού δωματίου χαρτοπαιξίας, που έστησε δίπλα στο νόμιμο καφενείο.

Καφετζής και χαρτοπαίχτες, τον αυστηρό αστυνόμο δεν φοβήθηκαν εν ζωή, στον Ελεήμωνα και συγχωρητικό Θεόν και Κύριον θα υπακούσουν τώρα;

Οκτώβριος  2023