Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024, 5:23:07 μμ
Παρασκευή, 28 Οκτωβρίου 2022 10:04

Ο κιλκισιώτης στρατιώτης - ημιονηγός Μίλτος Τσαλουχίδης αφηγείται την οπισθοχώρηση από το μέτωπο

(Ελεύθερη μεταφορά της αφήγησης).

Κατατάχθηκα ως ημιονηγός στο στρατό το 1939. Ο πόλεμος με βρήκε στο στρατόπεδο Κόδρα στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης.

Σα νεαρό χωριατόπαιδο που ήμουν, λεπτοκαμωμένος, με μεγάλη αγάπη στα ζώα και ειδικά στα άλογα, χαιρόμουν τη θητεία μου.

 

Έγινα μέλος της ομάδας επίδειξης, με καθημερινή εκπαίδευση.

Η μονάδα μας δεν μετακινήθηκε, με την έναρξη του πολέμου, προς το αλβανικό μέτωπο. 

Στις αρχές του 1941, μετακινηθήκαμε προς τη Φλώρινα, όπου στρατοπεδεύσαμε στα μετόπισθεν, έξω από το χωριό Τριπόταμος.

Εκεί πληροφορήθηκε η διοίκησή μας, πολλές ημέρες μετά την είσοδο των Γερμανών μέσω Βουλγαρίας, ότι η Ελλάδα συνθηκολόγησε και ότι διαλυόταν ο Ελληνικός Στρατός.

Οι στρατιώτες το μάθαμε από ψίθυρους. Εξαφανίσθηκε η ιεραρχία, διαλύθηκε η στρατιωτική τάξη, τριγυρίζαμε φοβισμένοι και απελπισμένοι στο στρατόπεδο, ήμασταν σε απόγνωση.

Μέσα σ΄ αυτό το χαλασμό, ο μόνιμος λοχίας της διμοιρίας μας, δυο μέτρα παλληκάρι, τρέχοντας δεξιά-αριστερά, μάζεψε όλη τη διμοιρία και μας μίλησε:

-Παιδιά είπε, ο πόλεμος τέλειωσε, ο καθένας τώρα πρέπει μόνος του να φθάσει στο σπίτι του. Τα διακριτικά και τα εθνόσημο βάλτε τα στο γυλιό, αφήστε εδώ την οπλισμό, ψάξτε ο καθένας από ένα ζώο και συγκεντρωθείτε πάλι εδώ.

Οι περισσότεροι βρήκαν από ένα ζώο, μουλάρι ή άλογο. Για όσους δεν είχαν, έτρεξε στο χωριό και επίταξε, με τη βοήθειά μας, με το πιστόλι προτεταμένο, με το έτσι θέλω και κίνδυνο της ζωής του, τα απαραίτητα ζώα.

-Τώρα, είπε, εσείς θα ακολουθήσετε αυτό το δρόμο, εσείς εκείνο, οι άλλο διαφορετικό και με προσοχή, εύχομαι να φθάσετε στον τόπο σας και καλή αντάμωση.

Έτσι, χωρίς να ρίξουμε βόλι στον εχθρό, χωρίς να δεχθούμε επίθεση, ξεκίνησε η οπισθοχώρηση.

Μια ομάδα επτά οκτώ, ανάμεσά τους και εγώ, πήραμε το δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη. Μαζί μας ήταν και ο λοχίας μας.

Ύστερα από λίγα χιλιόμετρα, σε ένα ποτάμι που η γέφυρά του ήταν ανατιναγμένη, ανταμώσαμε την πρώτη φρουρά των Γερμανών. Με ψηλά τα χέρια, έλεγξαν την ομάδα, μας άφησαν να φύγουμε, κράτησαν όμως τον λοχία.

Εεεε!!!!!, τον θυμούμαι το λεβέντη, για να τον κράτησαν πιστεύω ότι τον σκότωσαν, τέτοιο παλικάρι, Νούρτση τον έλεγαν, από τα χωριά της Καστοριάς.

Η πρώτη νύχτα μας βρήκε έξω από ένα βουνοχώρι.. Οι πόρτες στα σπίτια ήταν αμπαρωμένες, όπως και όλες τις ημέρες που βρισκόμασταν στο δρόμο, φόβος παντού.  

Με την πείνα να μας θερίζει, με λίγο νερό στο παγούρι, ανοίξαμε μια αποθήκη μέσα στα χωράφια και ώ του θαύματος, είχε μέσα λίγα καλαμπόκια. Σα μαλακά στραγάλια τα καταβροχθίσαμε.  

Όσο προχωρούσαμε, η ομάδα λιγόστευε, τραβούσαμε διαφορετικούς δρόμους, δύσκολη και επικίνδυνη η επιβίωση, ως που έμεινα μόνος, ακολουθώντας το δρόμο από τα Γιαννιτσά προς το Κιλκίς.

Ήταν απόγευμα όταν έφθασα στην Αξιούπολη. Θυμήθηκα ότι μια χωριανή μας ήταν παντρεμένη στην Αξιούπολη, έψαξα και βρήκα το σπίτι της.

Με καλοδέχθηκαν, έστρωσαν τραπέζι, έφαγα, ξεκουράστηκα και παρά τα παρακάλια τους να μείνω, έφυγα.

Δεν ήθελα να μείνω στο σπίτι, ήμουν γεμάτος ψείρες. Κάπου θα κούρνιαζα και αυτή τη νύχτα. Μου έδωσαν και εφόδια, ένα βράδυ είναι σκέφτηκα, βιαζόμουν να φθάσω στο χωριό.

Πέρασα μέσα από το ποτάμι, τον Αξιό, άρχισε να σουρουπώνει, πέρασα από το Πολύκαστρο, ήπια όλο το νερό από το παγούρι, αλμυρές σαρδέλες φάγαμε στην Αξιούπολη και προχωρούσα απελπισμένος από τη δίψα που περίσσευε.

Είδα σπίτια δίπλα στο δρόμο, χωριό είπα είναι, είδα φως λάμπας από ένα παραθυράκι και από την αυλόπορτα φώναξα:

- Πατριώτη, στρατιώτης είμαι, γυρίζω από το μέτωπο, λίγο νερό και κάπου να ξαπλώσω σε παρακαλώ.

Έσβησε το φως, στάθηκα λίγο, καμιά απόκριση, απελπισμένος ξεκίνησα να φύγω και εγώ δεν ήξερα για πού!!!!!!.

- Εεεεε, Στρατιώτη, άκουσα μια φωνή, από την αυλή του σπιτιού, χωρίς να βλέπω άνθρωπο, έλα, άνοιξε μόνος την πόρτα και μπες στην αυλή.

Σώθηκα είπα, θα ξεδιψάσω, επέστρεψα, κατέβηκα από το μουλάρι, άνοιξα, μπήκα στην αυλή και τότε εμφανίστηκε ο άνθρωπος μπροστά μου.

- Πατριώτη, είπα, ένα κουβά νερό, να πιώ εγώ και το μουλάρι, στον αχυρώνα θα κοιμηθώ.

- Νάτος ο κουβάς, πότισε το ζώο, τάισέ το, βάλτο στο μαντρί και έλα να μπούμε μέσα στο σπίτι. 

- Όχι, όχι είπα, όχι, είμαι γεμάτος ψείρες.

Τελικά μπήκα στη ζεστασιά του σπιτιού. Η σόμπα έκαιγε, ξεδίψασα και η γυναίκα του χάθηκε για λίγα λεπτά.  Όταν επέστρεψε είπε:

- Πήγαινε παιδί μου στο διπλανό δωμάτιο, κάνε μπάνιο με καυτό νερό και σαπούνι, πετσέτα έχει και φόρεσε τα καθαρά ρούχα που ετοίμασα.

Μετά το μπάνιο φόρεσα καθαρά  ρούχα του ανθρώπου, η γυναίκα όλη τη νύχτα έβρασε τα ρούχα μου, να σκάσουν οι ψείρες και όταν χάραξε με ξύπνησαν. 

Τα ρούχα μου ήταν καθαρά και στεγνά, εγώ ξεκούραστος μετά από μια εβδομάδα και παραπάνω δρόμο και ταλαιπωρία, το ζώο ξεκούραστο και ταϊσμένο.

Με ξεπροβόδισαν, αφού με εφοδίασαν με τρόφιμα και ο πατριώτης με συμβούλευσε να αποφύγω τους κεντρικούς δρόμους.

Μέσα από τους χωραφόδρομους, μετά το Βαφειοχώρι και το Χωρύγι, έφτασα στην Ξηρόβρυση.

Φτερά έβαλα στα πόδια του ζώου, λαχταρούσα να φτάσω στο χωριό.

Το ηλιοβασίλεμα πήρα την ανηφόρα για το χωριό μου, το Κάτω Θεοδωράκι.

Φθάνοντας στα πρώτα σπίτια με αναγνώρισαν.

- Ο Μίλτος φώναξαν, έρχεται ο Μίλτος, ζει ο Μίλτος!!!!!!!.

Το νέο διαδόθηκε αμέσως και ως που να φθάσω στο σπίτι μου  στην πλατεία, έτρεξαν όλοι να με υποδεχθούν . Άργησα  να επιστρέψω και πίστευαν ότι άφησα το κόκκαλά μου στα χαρακώματα του αλβανικού μετώπου. 

Σουρούπωσε, 19 Απριλίου 1941, Μεγάλο Σάββατο. Δόξα τω Θεό, είμαι στο χωριό.

Έτσι αφηγήθηκε ο ημιονηγός-στρατιώτης Μίλτος Τσαλουχίδης, από το Κάτω Θεοδωράκι, την επιστροφή του από το μέτωπο της Αλβανίας.

Κράτησα το όνομα του λοχία και το ίδιο βράδυ τηλεφώνησα στο φίλο και γείτονα, Θανάση Νούρτση, απόστρατο ταξίαρχο, για την αναφορά στο λοχία Νούρτση από την Καστοριά, που πιθανόν ήταν νεκρός.

Ο πατέρας μου ήταν, τον άφησαν οι Γερμανοί και έφθασε μετά από μέρες στο χωριό μας, στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, ήταν η απάντηση του έκπληκτου Θανάση.  

Έτσι, σε τρεις μέρες, βρεθήκαμε στο ίδιο τραπέζι, στο σαλονάκι του Μίλτου, όπου  έμαθε το ευχάριστο νέο, ύστερα από 65 χρόνια, κλαίγοντας σαν μικρό παιδί από χαρά.

- Έζησε; έλεγε και ξανάλεγε δακρυσμένος, έζησε εκείνο το παλληκάρι, ο Θεός με αξίωσε να μάθω αυτό το ανέλπιστο καλό μαντάτο, πριν κλείσω τα μάτια μου!!!!!.  

Με έδιωξαν από τον Πόντο παλληκαράκι, επειδή ήμουν Έλληνας, πολέμησα το σαράντα επειδή ήμουν Έλληνας, έζησα καλά και δύσκολα χρόνια στην αγαπημένη μου πατρίδα την Ελλάδα.

Είμαι ευτυχισμένος, ευγνώμων και υποχρεωμένος  στην Πατρίδα για τη μικρή σύνταξη του ΟΓΑ που μου δίνει, δεν ζήτησα, δεν ζητώ κάτι παραπάνω.

Κρατώ στα χέρια μου αυτή την Παναγία, που μου έφερες παιδί μου Θανάση, κοιτάζω και στον τοίχο τον έπαινο, που αναφέρει το όνομά μου στους παλιούς πολεμιστές και κάθε βράδυ, κάνοντας το σταυρό μου λέω:

Ευχαριστώ σε Παναΐα μ'

Ευχαριστώ σε Ελλάδα, πατρίδα μ'...

Κάθαν ημέραν γομώνετε την ψ'ή μ' με δάκρια α΄σην χαράν και υπερηφάνειαν ....

Αυτός ήταν ο Μίλτος Τσαλουχίδης, που γεννήθηκε το 1914 στην Κρώμνη της Αργυρούπολης του Πόντου κι ας έγραφε η ταυτότητά του 1918. Δεν του έλειψε ο καλός λόγος και οι Θεάρεστες πράξεις. Ο Θεός του ανταπέδωσε χαρές οικογενειακές, υγεία και χρόνια προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο.

Ευτύχησε να επισκεφθεί τη γενέτειρά του και να ζήσει ένα βράδυ στο σπίτι που γεννήθηκε και ποτέ δεν ξέχασε.

Έφυγε από τη ζωή το 2012, αφού και εκείνο το καλοκαίρι χόρεψε πρώτος ομάλ στο χορό του συλλόγου.

Σε ευχαριστούμε Μίλτο και μαζί με εσένα ένα μεγάλο ευχαριστώ στους ήρωες, του πολέμου και της ζωής της γενιάς σου, που τόσα πολλά προσφέρατε στην Πατρίδα μας την Ελλάδα.

Τάσος Γιοβανούδης

Οκτώβριος 2022