Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024, 8:53:41 μμ
Τετάρτη, 21 Απριλίου 2021 20:41

Δικτατορία 1967-74. Πινελιές μνήμης

Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης, Δάσκαλος.

Όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 ήμουν μαθητής της Α’ γυμνασίου. Το πραξικόπημα της Χούντας έγινε τα μεσάνυχτα προς ξημέρωμα της Παρασκευής 21 Απριλίου του 1967. Όταν ξημέρωσε η μέρα αυτή, εμείς τα τότε παιδιά πήγαμε στα σχολεία μας και οι εκπαιδευτικοί μάς είπαν να φύγουμε επειδή έγινε επανάσταση. Χαρά εμείς. Τα σχολεία θα έκλειναν την άλλη μέρα Σάββατο για τις διακοπές του Πάσχα κι έτσι γλιτώσαμε δυο μέρες μάθημα. Από τους μεγάλους μάθαμε ότι έγινε δικτατορία. Εμείς δεν καταλαβαίναμε ακόμα τη σημασία του όρου αλλά καταλάβαμε στην πορεία.


Πρώτες μέρες. Απαγόρευση συγκεντρώσεων άνω των πέντε ατόμων. Θεωρείται στάσις. Έκλεισαν τα καφενεία και γενικά όλοι οι χώροι διασκέδασης. Έτσι παρέμεινε κλειστό και το δικό μας καφενείο. Αργά τα βράδια, έβλεπα τον πατέρα μου να ακούει συνωμοτικά στο ραδιόφωνο μέσα στο θεοσκότεινο καφενείο, την ελληνική εκπομπή κάποιου ξένου σταθμού. Κάπου κάπου σταματούσαν οι ειδήσεις και ακούγονταν τα τραγούδια του Μίκη:
‘’Σώπα όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες,
αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας…’’
Πέρασε ο καιρός, τα καφενεία άνοιξαν και μια μέρα ο αστυνόμος έφερε στο καφενείο μας ένα βιβλίο και το παρέδωσε στον πατέρα μου. Ήταν το ’’Πιστεύω μας’’ του Γ. Παπαδόπουλου. Στο βιβλίο αυτό ο δικτάτορας ανέλυε το ιδεολογικό υπόβαθρο της Χούντας. Ο αστυνόμος ήταν κάθετος.
-Το βιβλίο να παραμείνει εις περίοπτον θέσιν κύριε Ιωσηφίδη. Με αντιλαμβάνεστε;
Τι να κάνει ο μπαρμπα-Γιάννης τοποθετεί το βιβλίο σε ένα κεντρικό τραπέζι του καφενείου σιγομουρμουρίζοντας κάτι … γαλλικά. Περιττό να σας αναφέρω ότι το βιβλίο παρέμεινε ανέγγιχτο και σε λίγες μέρες κατέληξε στην κουζίνα να κάνει παρέα στους ουζομεζέδες.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και αίφνης κάνει έφοδο ο αστυνόμος. Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει, πουθενά το βιβλίο.
-Γιάννηηηη, φωνάζει άγρια εις επήκοον όλων, που είναι το ‘’Πιστεύω’’;
-Νάτο κυρ αστυνόμε, λέει ο πατέρας μου και φέρνει το βιβλίο από την κουζίνα σαν βρεγμένη γάτα.
-Τι είπαμε κύριε Ιωσηφίδη; Εις περίοπτον θέσιν. Την άλλη φορά αν ξαναγίνει το ίδιο θα σε στείλω για διακοπές σε κανα νησάκι. Συνεννοηθήκαμε;
Οι κουβέντες εναντίον της δικτατορίας ήταν συχνές στο καφενείο μας μόνο που υπήρχε πάντα ένας τσιλιαδόρος που από το παράθυρο έβλεπε στο δρόμο. Όταν έβλεπε να έρχεται κάποιος που ήταν από τα γνωστά ΄΄καρφιά΄΄ της ασφάλειας, διέκοπτε τις συνομιλίες φωνάζοντας ’’σύρμααα’’ και οι θαμώνες το γύριζαν στα ποδοσφαιρικά…
1972. Εισάγομαι στην Παιδαγωγική Ακαδημία Λαρίσης (η δικτατορία είχε κλείσει την Ακαδημία Θεσσαλονίκης για λόγους αποκέντρωσης). Εγκαταστάθηκα στη Λάρισα γεμάτος όνειρα για ουσιαστικές παιδαγωγικές σπουδές, για διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων μου και για όμορφη φοιτητική ζωή.
Πρώτες εντυπώσεις…απελπιστικές. Για τα αγόρια ήταν υποχρεωτικό το κούρεμα και το παντελόνι δεν έπρεπε να είναι ‘’καμπάνα’’ που ήταν η μόδα της εποχής αλλά ‘’σωλήνας’’. Στα κορίτσια το ύψος της φούστας έπρεπε να είναι υποχρεωτικά κάτω από το γόνατο και τα μαλλιά δεμένα κότσο. Για όλους μας ίσχυε η απαγόρευση κυκλοφορίας στην πόλη μετά τις 11 το βράδυ. Αν μας έβλεπε κάποιος καθηγητής μετά τις 11, μάς ξεφώνιζε και την άλλη μέρα…στη σέντρα για αποβολή.
Καθημερινά το πρωί πριν από τα μαθήματα στην αυλή κάναμε την ομαδική προσευχή και όλοι οι φοιτητές ψάλαμε το ‘’Συ που κόσμους κυβερνάς’’. Ακολουθούσαν οι εθνικοπατριωτικές νουθεσίες του διευθυντή και οι καθιερωμένες αποβολές.
Κάθε Τετάρτη απόγευμα στο αμφιθέατρο είχαμε υποχρεωτικό κατηχητικό από κάποιον ιερέα και κάθε Κυριακή υποχρεωτικό εκκλησιασμό σε κάποια εκκλησία της Λάρισας. Στην είσοδο της εκκλησίας ήταν ένας καθηγητής της σχολής κι εμείς μπαίναμε δίνοντάς του ένα χαρτί με το ονοματεπώνυμό μας. Αν την Κυριακή λείπαμε στον τόπο μας, έπρεπε να πάρουμε από τον ιερέα του χωριού ή της ενορίας μας μία βεβαίωση ότι εκκλησιαστήκαμε που την προσκομίζαμε την άλλη μέρα στη Γραμματεία της σχολής.
Αν κάποιος καθηγητής έβλεπε κάποιον φοιτητή στο διάλειμμα να συνομιλεί κατ’ ιδίαν με κάποια φοιτήτρια για αρκετό καιρό, τον παρέπεμπε στον διευθυντή ο οποίος τον ρωτούσε…αν είχε σοβαρές προθέσεις για γάμο με απειλή αποβολής αν συνέχιζε.
Διετής ήταν τότε η Ακαδημία και στα δύο χρόνια κάναμε καμιά σαρανταριά μαθήματα που στην ουσία ήταν πασαλείμματα πασπαλισμένα με μπόλικο αυταρχισμό και συστηματική καθημερινή μείωση της προσωπικότητάς μας.
Κάπως έτσι σπουδάσαμε τα χρόνια της δικτατορίας οι αυριανοί δάσκαλοι. Τα έλεγα μετά από χρόνια σε νέους συναδέλφους που είχαν αποφοιτήσει από τις τετραετείς παιδαγωγικές σχολές της δεκαετίας του 80 και τους φαίνονταν όλα αυτά εξωπραγματικά και μεσαιωνικά. Και όμως τα ζήσαμε…
Στα εφτά χρόνια της δικτατορίας είχαμε σχεδόν εξοικειωθεί με την εικόνα του αστυνόμου και του χωροφύλακα που στις μαζικές εκδηλώσεις ξεφωνίζει τον κόσμο, σπρώχνει και χτυπάει ανεξέλεγκτα. Βράδυ της 23 προς 24 Ιουλίου 1974 η δικτατορία πέφτει. Είχα αποφοιτήσει από την Ακαδημία, ήμουν στη Θεσσαλονίκη και με φίλους κατεβαίνουμε στην Τσιμισκή απολαμβάνοντας τον γενικό ενθουσιασμό. Στη τζαμαρία των γραφείων της εφημερίδας ‘’Ελληνικός Βορράς’’ μια τεράστια φωτογραφία του Κωνσταντίνου Καραμανλή που από κάτω έγραφε:
‘’ Έρχεται’’. Αυτό που μας έκανε όλους εντύπωση ήταν η συμπεριφορά των αστυνομικών που ήταν ευγενέστατοι και διακριτικοί παρ’ όλη την οχλαγωγία. Ούτε άγριες φωνές ούτε σπρωξίματα ούτε ξύλο. Το κοντράστ ανάμεσα στην εικόνα του αστυνόμου που είχαμε συνηθίσει σε σχέση με την εικόνα που βλέπαμε ήταν τρομερό.
Η δικτατορία έφυγε αφήνοντας μεγάλο μέρος της Κύπρου στα χέρια του Αττίλα. Η Δημοκρατία στη χώρα μας ήρθε μετά από αγώνες και θυσίες κάποιων ανθρώπων. Χρέος μας είναι να τη διαφυλάξουμε, να τη βελτιώσουμε και να τη θωρακίσουμε ώστε να μην ξαναζήσουμε στο μέλλον μια ακόμα δικτατορία από τις πολλές που έζησε η πατρίδα μας στην ιστορική της διαδρομή.