Το γκριζόμαυρο πανέξυπνο και ευκίνητο σκυλάκι το ονομάσαμε Μπρούνα και το αργοκίνητο άσπρο το ονομάσαμε Λούση. Ένα αλουμινένιο κάγκελο μας χώριζε από το φυτώριο και περιμέναμε πώς και πώς την ώρα που θα ταΐζαμε τα δυο σκυλάκια με τα αποφάγια μας. Τα πετάγαμε αλλά η Μπρούνα κατάφερνε πάντα να φτάνει πρώτη και να τα χλαπακιάζει ενώ η καημένη η Λούση έμενε με την όρεξη. Επινοήσαμε διάφορα κόλπα για να αποκαταστήσουμε την αδικία. Ένα από αυτά ήταν να πετάμε μακριά ένα αποφάγι και ενώ η Μπρούνα έτρεχε, ρίχναμε το καλό φιλετάκι στην Λούση.
Πολλές φορές τα δυο σκυλάκια μάλωναν. Γρύλιζαν και ορμούσαν το ένα στο άλλο και η μάχη έληγε με την παρέμβαση των εργατών του φυτώριου. Περιττό να σας αναφέρω ότι νικήτρια στις μάχες έβγαινε πάντα η Μπρούνα ενώ η κακομοίρα η Λούση έγλειφε κλαουρίζοντας τις πληγές της.
Τα χρόνια πέρασαν, τα σκυλάκια μεγάλωσαν και έγιναν ακοίμητοι φύλακες του φυτώριου. Μαζί μ’ αυτά όμως μεγαλώσαμε κι εμείς. Αποκτήσαμε εγγόνια που τα καλοκαίρια τάιζαν τα δυο σκυλιά και χάζευαν τα καμώματά τους. Ιδιαίτερα η ‘’Αγγλίδα’’ εγγονή μας, η Τζενεβίβ (Γενοβέφα) γαλουχημένη με την αγγλική κουλτούρα της αγάπης για τα ζώα, λάτρευε τα δυο σκυλιά και δέθηκε μαζί τους με έναν τρόπο που φαινόταν υπερβολικός σ’ εμάς τους Βαλκάνιους. Ακόμα και όταν ήταν στην Αγγλία και συνομιλούσαμε στο viber, επέμενε να τις δείχνουμε τις δυο αγάπες της που τις μιλούσε σαν νάταν εκεί, δίπλα τους. Περίμενε με ανυπομονησία την ώρα που θα ερχόταν όπως κάθε καλοκαίρι στο εξοχικό μας για να παίξει με τα δυο σκυλιά.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά φθάσαμε στο φετινό καλοκαίρι. Αρχές Ιουνίου φεύγουμε από το Κιλκίς για το εξοχικό και διαπιστώνουμε ότι τα δυο σκυλιά απουσιάζουν από τη γνωστή τους θέση πίσω από τον αλουμινένιο φράχτη. Η ιδιοκτήτρια του φυτώριου και φίλη ήρθε για καφέ κι εκεί μας αποκάλυψε ότι κάποιος σκατόψυχος έριξε φόλα την οποία πρόλαβε και την κατάπιε φυσικά η Μπρούνα που ξεψύχησε με φριχτούς πόνους. Η Λούση κάθε πρωί έψαχνε την Μπρούνα μέχρι που κατάλαβε ότι μάταια περιμένει και έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Κλείστηκε στην αποθήκη και ολημερίς αλυχτάει αρνούμενη ακόμα και να φάει.
Την άλλη μέρα επισκεφτήκαμε την Λούση στην αποθήκη στο φυτώριο. Κρατούσαμε λιχουδιές ελπίζοντας να την αναστήσουμε. Μας κοίταξε με ένα θλιμμένο ύφος, μας γνώρισε και κούνησε για λίγο την ουρά της. Ξανάβαλε το κεφάλι της στα μπροστινά της πόδια και στα μεγάλα μάτια της διακρίναμε ένα δάκρυ να κυλάει αργά. Ναι, η μόνιμα αδικημένη και δαρμένη Λούση έκλαιγε την χαμένη φίλη της. Συγκλονιστήκαμε και αποχωρήσαμε.
Την επόμενη μέρα η Λούση ξεψύχησε. Πήγε να συναντήσει στους ουρανούς την Μπρούνα.
Η ιστορία αυτή άφησε στην ψυχή μας ένα κατακάθι πίκρας. Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας όμως είναι ότι σε λίγες μέρες θα έφθανε από την Αγγλία η εγγόνα μας η Γενοβέφα…