Τρίτη, 16 Απριλίου 2024, 1:15:13 μμ
Κυριακή, 02 Ιουνίου 2013 22:48

Κώστας Πινέλης : 560 χρόνια από την Άλωση της Πόλης

alosh-polhs2
Κωνσταντινούπολη. Μία από τις ωραιότερες πόλεις όλου του κόσμου. Πόλη του μύθου και της ιστορίας. Της δόξας της αλλοτινής. Κωνσταντινούπολη. Τόσο οικεία, τόσο ελληνική τόσο αγαπημένη.
Κωνσταντινούπολη. (Η Πόλη των δημοτικών μας τραγουδιών), κτισμένη στο σταυροδρόμι δύο Ηπείρων, της Ευρώπης και της Ασίας, και στη νότια είσοδο του Βοσπόρου που ενώνει δύο θάλασσες, την Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο Θάλασσα. Με το μεγαλύτερο τμήμα της στην Ευρωπαική ακτή, στην Αν. Θράκη, στην θέση της πόλης που ίδρυσαν το 657 π. Χ. από τους Μεγαρείς.
Κωνσταντινούπολη. Η Πόλη, η Βασιλεύουσα, που ανήκει στα τραγούδια και στους θρύλους, στα παραμύθια και στις αναμνήσεις όσων την κατοίκησαν, την αγάπησαν παράφορα, με πάθος, την ονειρεύτηκαν, την κέρδισαν και την έχασαν..
Η πτώση της πρωτεύουσας του Ελληνισμού, από το 324 μέχρι το 1453 μ. Χ. , είναι γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας. Τα βαθύτερα αίτια της πτώσης του Βυζαντίου είναι πολλά και σύνθετα και δεν είναι σκοπός του αφιερώματος αυτού να αναλυθούν, πρέπει ν’ αναζητηθούν εις την όλη κοινωνική και πολιτική σύνθεση του βυζαντινού κόσμου. Σε γενικές γραμμές μπορούν να συνοψισθούν:
1.    Στον προιόντα οικονομικό μαρασμό από τη δημιουργία φεουδαλικού συστήματος, το οποίο εξαφάνισε την ελεύθερη αγροτική ιδιοκτησία και καταπίεζε του πληθυσμούς της υπαίθρου.
2.    Στην επίδραση του «καλογερισμού» του άγονου και στείρου που μετέθετε τις ανθρώπινες επιδιώξεις εις τα μετεγκόσμια.
3.    Στην εξασθένιση του στρατού, την απώλεια του της κυριαρχίας των θαλασσών.
4.    Στη χαλάρωση του ήθους, ιδιαίτερα μετά την 4η Σταυροφορία.
5.    Η διχόνοια, οι έριδες, οι δολοπλοκίες και οι στάσεις, τη στιγμή που τους περιέσφιγγε εχθρός οργανωμένος και αδυσώπητος.

Χάρις στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ολόκληρος ο ιστορικός εκείνος κόσμος χάθηκε από το προσκήνιο της Ιστορίας με τραγικό μεγαλείο, χωρίς το θέαμα που παρουσίασε η πτώση της Ρώμης.
Το πλήγμα για τον Ελληνισμό ιδιαιτέρως,  υπήρξε βαρύτατο. Τη θέση ενός λαού μεγάλης πολιτιστικής δύναμης, κατέλαβε άλλος λαός που δεν ήταν σε θέση να αφομοιώσει και να συνεχίσει τον υπάρχοντα πολιτισμό. Ολόκληρη η περιοχή της εγγύς Ανατολής βυθίστηκε σε μεσαιωνική βαρβαρότητα. Είναι μεγάλο το κενό, ιστορικό, πολιτιστικό που φαίνεται μέχρι σήμερα, σε σχέση με τη δημιουργία της Αναγέννησης στην υπόλοιπη Ευρώπη στην οποία συνέβαλλαν αποφασιστικά Βυζαντινοί λόγιοι που κατέφυγαν στη Δύση.
Ο Ελληνισμός μολονότι ταπεινωμένος και υπόδουλος, όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε, όπως πολλοί έσπευσαν να πιστέψουν, αλλά διατήρησε τη δύναμη της πίστης για μελλοντική απελευθέρωση.
Η λαϊκή μούσα τραγούδησε, θρήνησε την Πόλη την αγαπημένη, δημιούργησε λαικά αριστουργήματα και στιχουργικά και μουσικά. Συνήθως  είναι καθιστικά, δηλαδή τραγούδια που δεν χορεύονται, αργόσυρτα και μελισματικά, βασισμένα στη φυσική κλίμακα, ακολουθούν τα γνωστά γένη της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής μας, το διατονικό, το χρωματικό (μαλακό και σκληρό) και το εναρμόνιο. Με τους θρήνους για την Άλωση όμως συμβαίνει ένα παράδοξο γεγονός. Πολλά  τραγούδια της Άλωσης έφθασαν στις μέρες έχοντας χορευτικό ρυθμό. Τούτο οφείλεται στο γεγονός που έχει σχέση με τις ευκαιρίες που είχαν οι Έλληνες να βρίσκονται μαζί και να τραγουδάνε. Έτσι, εκτός από τους γάμους άλλες ευκαιρίες ήταν και οι μεγάλες Θρησκευτικές γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, αλλά και για να ξεγελούν τον κατακτητή.

Στις 29 του Μάη συμπληρώνονται 560 χρόνια από την Άλωση. Σ’ αυτήν τη επέτειο επιχειρούμε αυτό το αφιέρωμα μέσα ακριβώς από τους θρήνους του λαού μας για την άλωση του Ελληνισμού.  Η Θράκη είναι η περιοχή με ελληνικό πληθυσμό, η πιο κοντινή στην Πόλη. Την αγκαλιάζει κυριολεκτικά Είναι λοιπόν φυσικό να έχει τα περισσότερα τραγούδια σχετικά με την άλωση της πόλης.

Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης
(Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης είναι ένας από τους ωραιότερους και δημωδέστερους ιστορικούς «θρήνους» για την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Μέσα σε 118 στίχους περιγράφει ρεαλιστικά όχι μόνον τις πολεμικές σκηνές της πολιορκίας αλλά και τα δεινά των υπόδουλων χριστιανών αμέσως μετά την Άλωση, και ανασυνθέτει, με λυρικό και τραγικό τρόπο, την προσωπικότητα του τελευταίου αυτοκράτορα της Ρωμανίας Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Πίσω από τον ανώνυμο δημιουργό του (σύμφωνα με τον καθηγητή του ΑΠΘ κ. Εμ. Κριαρά  πρέπει να είναι Κύπριος) βρίσκεται ίσως ένας ποιητής λόγιος, καλά ενημερωμένος ιστορικά, αλλά και γνώστης της λαϊκής ποίησης, αφού διασώζει αρκετές από τις αρετές του δημοτικού τραγουδιού).
Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;"
-"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα…

Πάρθεν η Ρωμανία.. (Πόντου)
 Η ποντιακή μούσα έναν θρήνο που για πολλούς ειδικούς θεωρείται ο αντιπροσωπευτικότερος, όχι μόνο γιατί η μουσική του είναι πάνω στους δρόμους και τους τρόπους της Βυζαντινής μουσικής, αλλά ιδιαίτερα γιατί μέσα στο κείμενό του δίνεται η ελπίδα για την ανάσταση του γένους.

Έναν πουλίν, καλόν πουλίν, εβγαίν’ από την Πόλιν
ουδέ σ’ αμπέλια ‘κόνεψεν, ουδέ σε περιβόλια,
επήγεν και εκόνεψεν σ’ Αγια-Σοφιάς την Πόρταν.
Έδειξεν τ’ έναν το φτερόν, σο αίμαν βουτεμένον.
Ατό κανείς ‘κι αναγνώθ’, κανείς ‘κι ξέρ’ ντο λέγει,
μηδέ κι ο Πατριάρχης μου με όλους τους παπάδες.
Κι έναν παιδίν, καλόν παιδίν, πάει και αναγνώθει.
Σιτ’ αναγνώθει, σίτια κλαίει, σίτια κρούει την καρδίαν:
-ν’ αηλί εμάς και βάι εμάς, ‘π΄παρθεν η Ρωμανία!
Επαίραν το Βασιλοσκάμ’ κι ελλάεν Αφεντία.
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μαναστήρια
κι Άι-Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπισκάται.
-Μη κλαις, μη κλαις, Άι-Γιάννε μου και δερνοκοπισκάσαι.
Η Ρωμανία αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο….
Η συνέχεια είναι πολύ γνωστή και τραγουδιέται συχνά:
"Ναϊλοί εμάς και βάϊ εμάς, πάρθεν η Ρωμανία"
Μοιρολογούν τα εγκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
Όλ' έπαιρναν υπομονήν, επαίρναν παργορίαν
Α-Γιάννες κι Αε-Θοδωρον και Αγιά Σοφιά 'ς σην Πόλην
παρηνοσίαν 'κι είχανε, ουδέ παρηγορίαν.
"Α-Γιάννε, επάρ' υπομονήν, επάρ' και παργορίαν
οι Έλληνες γερούν κι ανθούν και φέρνουν πάλεν άλλα"

Της Αγια-Σοφιάς (Θράκης)
Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ΄την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα 'αγια,
παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτουνε τρία καράβια°
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
"Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι".
Της Άλωσης.  (Σωζόπολης Ανατολικής Ρωμυλίας).

Εψές βραδύ κοιμήθηκα ‘σε μιας ξανθής αγκάλη,
σε μιας ψηλής, ‘σε μιας λιγνής, ‘σε μιας δαχτανοφρύδας,
πού χε το μάτι σαν καυκί, το φρύδι σαν δαχτάνι,
πού χε το ματοτσάμπουρο σαν της ελιάς το φύλλο.
Τα’ ακόμη δεν κοιμήθηκα, λίγο ύπνο να πάρω,
Ακούς dημ πόρτα και βροντά, dον κράκτη και φωνάζει.
«Ξύπνα ξανθέ, ξύπνα λιγνέ κι’ αγγελοκαμωμένε,
σημαίνου, ψάλλουν οι εκκλησιές κι’ ούλα τα μαναστήρια,
σουμαίνει κι’ η αγιά Σοφιά, το μέγα μαναστήρι,
με τετρακόσια σούμαντρα κ΄εξηντα δυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Δεξιά μεριά ο Βασιλές, ζερβιά ο Πατριάρχης,
και  ψάλλου το Χερουβικό και την Τιμιωτέρα.
Και κει που ψάλει ο παπάς και θυμιατίζει ο διάκος,
Φωνή τοις ήρτ’ εξ ουρανού και απ’ αγγέλου στόμα.
«πάψε παπά, dη ψαλμουδιά και διάκο το θυμιάμα,
γιατ’ είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη».`

(Από το βιβλίο του Παντελή Καβακόπουλου «Καθιστικά της Σωζόπολης χορευτικά της Θράκης». Έκδοση Ινστιτούτου Μελετών Χερσονήσου του Αίμου. Το λατινικό d (αντί του ντ) που υπάρχει σε κάποιες συλλαβές, δείχνει τον τρόπο που προφέρουν τις συλλαβές αυτές οι κάτοικοι της περιοχής Ζόπωλης – Αγαθούπολης της Ανατολικής Ρωμυλίας).

Την Πόλην όνταν ώριζεν… (Τραπεζούντας Πόντου)
 (Σ’ αυτό το δημιούργημα της ποντιακής μούσας περιέχονται καυστικοί κριτικοί στοχασμοί, αυτοκριτική κ.λ.π.)

Την Πόλην όνταν ώριζεν ο Έλλεν Κωνσταντίνον,
είχε πορτάρους δίκλοπους, αφέντους φοβετσ’ιάρους,
είχεν αφέντη σερασκέρ’ τομ μέγαν Ιωάννην.
Εκείνος είχε σύνοδον ‘Ρωμαίους δωδεκάραν,
Εκείνος είχε μεκμεχέν ‘Ρωμαίους Αφεντάδες.
Εκείν’ κ εκρίνναν δίκαια, εδώκαν τα κλειδία.
Εκλείδωσαν τα εγκλησιάς και την αγί Σοφίαν.
Απ’ ουρανού κλειδίν ερθέν ‘ς σ’ αγί Σοφιάς τημ πόρταν.
Χρόνους έρθαν και πέρασαν, καιροί έρθαν και δέβαν,
Νεσπάλθεν το κλειδίν άθες, και πέμνεν κλειδωμένον.
Θελ’ απ’ ουρανού μάστοραν και από την γην αργάτεν.

(Ν. Γ. Πολίτου «Δημοτικά Τραγούδια»).

--------------------

Η άλωσις  της Κωνσταντινουπόλεως

Πήραν την Πόλιν, πήρα την! Πήραν την Σαλονίκην!
Πήραν και την Αγιάν Σοφιάν, το μέγα μοναστήρι,
πούχει τρακόσια σήμαντρα κ’ εξήντα δυο καμπάναις
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος
σιμά να βγουν τα άγια, κ’ ο Βασιλιάς του κόσμου.
Φωνή τους ήρθ’ εξ ουρανού, αγγέλων απ’ το στόμα.
«αφήτ αυτήν την ψαλμουδιάν, να χαμηλώσουν τα’ άγια.
Και στείλτε λόγον στην Φραγκιάν, να έρθουν να τα πιάσουν
Να πάρουν τον χρυσόν σταυρόν, και τα’ άγιον ευαγγέλιον,
Και την αγίαν τράπεζαν, να μην την αμολύνουν»
Σαν τα’ άκουσεν η Δέσποινα, δακρύζουν οι εικόνες.
«Σώπα, κυρία Δέσποινα, μην κλαίης, μην δακρύζης.
Πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά σου είναι».

(Κλάυδιου-Καρόλου Φωριέλ: «Τα Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια» )
(Ο Φωριέλ στα σχόλιά του για το τραγούδι αυτό σημειώνει μεταξύ άλλων: Το τραγούδι αυτό το επέλεξα όχι για την ποιητική του αξία, αλλά γιατί εξεταζόμενον από άλλης απόψεως παρουσιάζει ενδιαφέρον.  Εν τούτοις διέθετον ένα μόνο αντίγραφον, το οποίον είναι πιθανόν να μην είναι μήτε πλήρες, μήτε πολύ ακριβές).

Της Άλωσης της Πόλης (Μάλγαρα Ανατ.Θράκης)

«Ν’ ανέβαινα πολύ ψηλά, ψηλά παν’ τα ουράνια
Να διω την Πόλ’ πως καιητι, τα κάστρα πως ρημάζουν
΄Πο μια μερια ν ‘ ιδείν φωτιά, ‘πο την αλλ’ χάρος την δέρνει
Τα μοναστήρια καίγουντι κι οι εκκλησιές χαλιούντι
Πήραν μανάδες με παιδιά και πεθερές με τσ’ νύφες
Πήραν μια χήρα παπαδιά με δυο με τρεις νιφάδες»

Τούρκοι την Πόλη πήρανε  (Νιγρίτα Σερρών)
 «Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα, πιτάτι στουν αέρα
Χαμπέρ να πάτι στο Μοριά, χαμπέρι στην Ελλάδα:
«Τούρκοι την Πόλη πήρανε» , πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την’ Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι
Πώ χει τριακόσια σήμαντρα κι αξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και διάκος
Τούρκοι την Πόλη πήρανε..»

Γιατί πουλί μ’ δεν κελαιδείς..  (θρήνος της Ανατ. Θράκης)

Γιατί πουλί μ’ δεν κελαιδείς, πως κελαιδούσες πρώτα;
Για πως μπουρώ να κελαιδώ, πως κελαιδούσα πρώτα;
Μου κόψαν τα φτερούδια μου, μου πήραν τη λαλιά μου
Μας πήρανε την Πόλη μας, και κλαίει η καρδιά μου…

-------------------------------
 Τα επόμενα δύο τραγούδια είναι από την περιοχή της Βορειοδυτικής Θράκης Είναι  χορευτικά. Το πρώτο τραγούδι είναι ζωναράδικος και το δεύτερο Συρτός πολίτικος (ή από το χέρι).
Υπάρχουν στο βιβλίο «Τραγούδια της Βορειοδυτικής Θράκης» του Λαογράφου-Μουσικολόγου Παντελή Καβακόπουλου.

Αλέξανδρους κι ου βασιλιάς.  (Ζωναράδικος βορειοδυτικής Θράκης)

Αλέξανδρους, μπρ’ αμάν, αμάν, Αλέξανδρους κι ου Βασιλιάς,
Αλέξης Ανδρειουμένους κι ου μίκρου Κωνσταντίνους.
Μαζ’ έτρωγαν, μαζ’ έπιναν, μαζί χαρουκουπιούνταν.
Ακούν λαλιά ‘που τουν Θιό, λαλιά ‘που τα ουράνια.
«θα πάρ’ ου Τούρκους του ψουμί, θε σέβη κι στην Πόλη»
Αλέξανδρους δεν πίσστιψι, Αλέξης δεν πιστεύει.
«Ντα τα ψάρια ‘π’ του νταβά κι πιτεινός ‘π τη βράση,
τότι κι Τούρκους θα γενή αφέντης μεσ’ στην Πόλη».
Του λόγου δεν απόσουσι κι γίνηκι του θάμα.
Πηδούν τα ψάρια ‘π’του νταβά μισουτηγανισμένα
Κι οι πιτεινός ελάλησι κι Αλέξανδρους πιστεύει.

Τρία καράβια φεύγουνι ή 1453. (συρτός πολίτικος βορειοδυτικής Θράκης)

Τρία καρά, κρουσταλένια μου, τρία καρά, τρία καράβια φεύγουνι,
Πο μέσα πε την Πόλη, κλαίει καρδιά μας κλαίει καρδιά κι αναστενάζει,
Το ‘να φουρτώνει του Σταυρό, κι τ’ άλλου του Βαγέλιου,
Του τρίτου του καλύτερου, την Άγια Τράπεζά μας.
Μη μας την πάρουν τα σκυλιά, κι μας τη μαγαρίσουν.
Η Παναγιά ‘ναστέναξι, κι δάκρισαν οι ‘κόνες.

Υπάρχουν δεκάδες τραγούδια, ιστορικά, ακριτικά και παραλογιές που θρηνούν πόλεις που κουρσεύθηκαν και κάστρα που πάρθηκαν και έχουν σχέση με την Άλωση της Πόλης με την έννοια ότι μπόρεσαν οι Τούρκοι να φτάσουν στην Πόλη και να τη κυριέψουν, ίσως μελοντικά κάνουμε ένα αφιέρωμα με αυτά τα σημαντικά τραγούδια.