Βλέπει τον εαυτό του νεαρό παλικαράκι να διαβαίνει την πόρτα της αυλής του σχολείου στο μικρό ορεινό χωριό. Ένα γραφείο, μια μεγάλη αίθουσα και στο πίσω μέρος το δωμάτιο του δασκάλου. Αυτό ήταν το σχολείο εκεί κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 60. Μονοθέσιο το σχολείο, όλες οι τάξεις σε μια αίθουσα στοιβαγμένες και ο δάσκαλος με το φιλότιμο να προσπαθεί να μεταδώσει τη γνώση στις αθώες ψυχές που πάλευαν την υπόλοιπη ημέρα στις δουλειές των μεγάλων.
Πάλευε κι ο δόλιος ο δάσκαλος με μοναδικά εφόδια την αγάπη του για τα παιδιά και τη φλόγα της ψυχής του για να μεταφέρει σ’ αυτά ό,τι και όπως μπορεί.
Στον ελεύθερο χρόνο του περπάταγε στις πλαγιές, άναβε το κεράκι του στο ταπεινό ξωκλήσι του προφήτη Ηλία και αγνάντευε τον κάμπο κάτω με το ποταμάκι που φιδόσερνε τα νερά του. Αγνάντευε τα κατσίκια να σκαρφαλώνουν στα βράχια και τα ζήλευε έτσι ατίθασα που τάβλεπε σε αντίθεση με τα πρόβατα, τους πειθαρχημένους δούλους που θωρούσε εκεί χάμω στην πεδιάδα.
Γινόταν ένα με τα παιδιά ο δάσκαλος. Έπαιζε στα διαλείμματα μαζί τους αλλά στο μάθημα ήταν αυστηρός. Έβαζε τις εργασίες και απαιτούσε:
-Θα τις συμπληρώσετε σωστά και θα μου τις παραδώσετε.
Ακολουθούσε η μόνιμη επωδός δυνατά:
-Και δίχως λάθη παρακαλώ.
Προσπαθούσαν τα παιδιά. Τι να σου κάνουν κι αυτά, προσπαθούσαν. Έδειχνε κατανόηση ο δάσκαλος αλλά κάπου κάπου έριχνε και καμιά ψιλή με τη βέργα. Έτσι για το καλό. Τον αγαπούσαν τον δάσκαλό τους τα παιδιά. Τι τον αγαπούσαν, τον λάτρευαν. Με το παιδικό τους ένστικτο ένιωθαν την αγάπη του δασκάλου τους και ανταπέδιδαν την αγάπη αυτή στο πολλαπλάσιο.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασαν είκοσι χρόνια. Γενιές και γενιές παιδιών του μικρού ορεινού χωριού πέρασαν από τα χέρια του. Χρόνο με το χρόνο όμως τα παιδιά όλο και λιγόστευαν. Φεύγαν τα νιάτα του χωριού για μια καλύτερη ζωή στις πόλεις και έτσι, εκεί κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 80 το σχολείο έκλεισε.
Πικράθηκε ο δάσκαλος. Είχε συνδεθεί με τον κόσμο, τόσα χρόνια δα αλλά και τι να κάνει. Πήρε των ομματιών του κι έφυγε στη μεγάλη πόλη. Ήταν αργά πια να κάνει οικογένεια κι έμεινε μαγκούφης. Πέρασε κι από άλλα σχολεία μεγάλα, γυαλιστερά, με ανέσεις πολλές και παιδιά καλοζωισμένα. Τα αγάπησε κι αυτά ο δάσκαλος αλλά το μυαλό του πάντα γύρναγε στα τυραννισμένα εκείνα παιδιά του πρώτου του σχολειού και μετάνιωνε για εκείνες τις ψιλές που κάπου κάπου έριχνε με τη βέργα.
Και τα χρόνια πέρασαν και ο δάσκαλος βγήκε στη σύνταξη. Τα χρόνια πέρασαν κι άλλο και νάτος τώρα ο γερο-δάσκαλος στα ογδόντα πέντε του, στο μικρό στενάχωρο διαμέρισμα να αναπολεί τα περασμένα.
Σήμερα δεν αισθάνεται καλά. Κάτι τον πονάει στο στήθος. Βγαίνει και χτυπά το κουδούνι του γείτονα ο οποίος ανοίγει και αντικρίζει τον δάσκαλο νεκρό. Ένας μακρινός ανιψιός του μεταφέρει την επιθυμία του θείου του να ταφεί στο χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι τον διορισμό του.
Ο γερο δάσκαλος, ποιος τον θυμάται;
τον ανεξύπνητο ύπνο κοιμάται,
τον ξενυχτάνε δυο χωριανοί.
Οι νέοι σκόρπισαν στα καφενεία,
δυο τρεις που πήγανε στην εκκλησία
δε βγάλαν λόγο για τη θανή.
Ο ψάλτης βιαζόταν είχε βαφτίσια,
βουβά τον θάψανε στα κυπαρίσσια
και τον ξεχάσανε πολύ καιρό.
Ο δασοφύλακας τον άλλο χρόνο
κάρφωσε κάγκελα κι έφτιαξε μόνο
με δυο σανίδια ένα σταυρό.
Κάποιος αργόσχολος ειρηνοδίκης
βρήκε το κείμενο της διαθήκης
όπου διαβάσαμε το λόγο αυτό:
Στον τάφο θά ‘θελα σαν θα πεθάνω
πως ήμουν δάσκαλος να γράψουν πάνω
και δίχως λάθη παρακαλώ.
Στίχοι: Κ. Χ. Μύρης (Κώστας Γεωργουσόπουλος)
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος