Σάββατο, 10 Ιουνίου 2017 19:12
Πίσω μου σ' έχω ...σατανά!
Του Αναστάσιου
Αμανατίδη.
Το μεσημβρινό τηλεφώνημα προερχόταν από το ορεινό Δίβουνο, δεκαεπτά χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης του Κιλκίς. Ο γέρο – Μωϋσής Πασχαλίδης, ζαΐφης, (λιπόσαρκος), με χρόνια προβλήματα υγείας, κυρίως καρδιοαναπνευστικά, αλλά και γαστρεντερολογικά, με γνωστές σε μένα εξάρσεις και υφέσεις από το παρελθόν, παρουσίασε έντονο επώδυνο κοιλιακό σύνδρομο για το οποίο χρειάσθηκε μετάκληση ιατρού για μία κατ’ αρχήν κατ’ οίκον ιατρική επίσκεψη.
Ο Μωϋσής Πασχαλίδης γνωστός σε μένα και την οικογένειά μου από τεσσαρακονταετίας, την ταραγμένη εποχή του εμφύλιου, όταν αυτός ήταν αγροφύλακας στο Ζαχαράτο, (έμπιστος), εμείς δε (αδύναμοι πολιτικά) ευρισκόμεθα εκεί ως πρόσφυγες, μετακινηθέντες υποχρεωτικά, από τα χωριά της Κρούσας και συγκεκριμένα από τον ανύπαρκτο σήμερα, Τσιφλίκ - μαχαλά (Λαγκαδοχώρι) του Κοτζά – μαχαλά (Παροχθίου - Ποντοκερασιάς). Η προστατευτική ανθρώπινη συμπεριφορά του – τουρκόφωνου – αγροφύλακα, προς εμάς, τους δυστυχείς ανταρτόπληκτους πρόσφυγες, υποχρέωσε τον πατέρα Τήμο σε μια διαρκή κατοπινή εκτίμηση, που έτρεφε προς το πρόσωπό του, όπως καταγραφόταν, όσες φορές γινόταν αναφορά στην ζωή μας στο Ζαχαράτο τα χρόνια εκείνα.
Αξίζει να πω εδώ, και το κάνω πάντα, πως στο Ζαχαράτο πήγα το πρώτον στο σχολείο και έμαθα τα πρώτα γράμματα στην κανονική ηλικία των έξη χρόνων το 1948, με δάσκαλο τον αείμνηστο Νικόλαο Βοϊτσίδη, Στενημαχίτη από το Κιλκίς. (Εδώ ισχύει το ‘’ουδέν κακόν – και ήταν πολύ το κακό - αμιγές καλού’’, διότι στο Παρόχθιο δεν λειτουργούσε σχολείο από το 1941!)
Ως ανταπόδοση μου άφησε ο μακαρίτης πατέρας παρακαταθήκη τη δωρεάν παροχή των όποιων ιατρικών υπηρεσιών περνούσαν από το χέρι μου στον συγχωρεμένο, (τώρα πλέον), αγροφύλακα Μωϋσή… Μπορεί ο ανθρωπιστής, πρώην, για λίγο καιρό αγροφύλακας, να μην αποδεχότανε από υπερηφάνεια την προσφορά, έδειχνε όμως ότι την εκτιμούσε, αν σκεφθεί κανείς ότι απ’ αρχής με περιέβαλλε με εμπιστοσύνη.
Έσπευσα χωρίς καθυστέρηση. Το Δίβουνο είναι χωριό ορεινό, το λέει άλλωστε και το όνομά του, στραμμένο ανατολικά, με ένα αρκετά βαθύ ρέμα (ορμίν), που το χωρίζει στα δύο, στο κυρίως Δίβουνο και το απέναντι ανατολικά, το μικρό, όπου και το σπίτι του γέρου – Μωϋσή. Μεταξύ τους επικοινωνούν με ένα στενό χωμάτινο μονοπάτι πάνω από πεντακόσια μέτρα διαδρομή, από εδώ και καρσί, ανήφορο - κατήφορο και αντίστροφα.
Άφησα το αυτοκίνητο στην από εδώ πλευρά, την προσβάσιμη στα οχήματα και με εφόδιο την ιατρική τσάντα, κίνησα με τα πόδια, κατέβα, ανέβα το στενό ζικ – ζακ δολιχόδρομο και μετά δεξιά, πάντα ένα μονοπάτι ανάμεσα σε θάμνους, παλιούρια και πουρνάρια, (καφούλια στα ποντιακά), κάπου πεντακόσια μέτρα, για να φθάσω το σπίτι του επειγόμενου ασθενή.
Διέκρινα από την αρχή της πεζή διαδρομής την σιλουέτα παπά να κρατά με τα δύο χέρια δισκοπότηρο κατάλληλα καλυμμένο και ψάλλοντας ακατάληπτα, να δρασκελίζει το έρημο μονοπάτι, με κατεύθυνση προς εμέ.
Γρήγορα αναγνώρισα στο πρόσωπο του παπά, τον πρώην συμμαθητή μου μέχρι την δευτέρα γυμνασίου 1955 – 1956 στο γυμνάσιο Κιλκίς, Ηλία Αθανασιάδη, από τους Μέσους Αποστόλους, νομίζω. Ο Ηλίας, μέτριος μαθητής, στα πέτρινα εκείνα χρόνια, διέκοψε τη φοίτηση και μετανάστευσε στη Γερμανία, όπου μετά από αρκετά χρόνια σκληρής εργασίας, αποφάσισε, αφού πρώτα παντρεύτηκε, να φορέσει το ράσο και να γίνει λειτουργός του υψίστου. Ο Δεσπότης μας ο Αμβρόσιος εκτίμησε εκτός από την καλωσύνη του, υποθέτω, τα λίγα και παρεφθαρμένα τούρκικα που ήξερε παιδιόθεν από τα Αποστολάρια, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και τον τοποθέτησε στο καθαρά τουρκοφώνικο Μπαφραλίδικο Δίβουνο.
- Πάτερ ντο (γ)ίνεται, του απηύθυνα στα συνήθη ποντιακά μου, πριν διασταυρωθούμε, αλλά απάντηση δεν πήρα! Φαίνεται πως δεν με άκουσε, υπέθεσα και επανέλαβα πιο δυνατά:
- Την ευχή σου παπά – Ηλία, με αρκετή δόση χαμόγελου…
- Πίσω μου σ’ έχω σατανά… έφτασε στα αυτιά μου, εν μέσω των ακατάληπτων ψαλμωδιών του άκαμπτου παπά και γύρισα να δω μήπως με ακολουθεί κάποιος από πίσω.
- Τα σέβη μου πάτερ,… επανέλαβα ξανά, απτόητος και ανυποψίαστος εγώ, την στιγμή που διασταυρωνόμασταν στο στενό μονοπάτι και με προσπερνούσε κρατώντας σφιχτά με τα δύο το δισκοπότηρο, χωρίς να διασταυρωθεί το βλέμμα του με το δικό μου!
- Πίσω μου σ’ έχω σατανά!... επανέλαβε πεισματικά και αγέρωχα ο παπάς.
- Με προσπέρασε ήδη. Χωρίς να μιλήσει, ούτε καν να χαιρετίσει τον συμμαθητή του, τον γιατρό του και το γιατρό των παιδιών του, στο τυχαίο συναπάντημα στο έρημο μονοπάτι του Δίβουνου!
Έχουμε απομακρυνθεί αλλήλων αρκετά και εγώ πλησίαζα στο σπίτι του ασθενή και ο παπά – Ηλίας ανηφόριζε σταθερά και απαρέγκλιτα προς την εκκλησία του χωριού των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.
Είδα τον πονεμένο ασθενή γέρο – Μωϋσή. Η κατάστασή του ήταν όντως άξια ιδιαίτερης ιατρικής φροντίδας και όχι κατ’ αρχήν κατ’ οίκον νοσηλείας. Άλλωστε γενική είναι η άποψη των ιατρών, ότι επώδυνα κοιλιακά επεισόδια και σύνδρομα, καλόν είναι να νοσηλεύονται στο νοσοκομείο, για το απρόβλεπτο των εξελίξεων, πράγμα που συνέστησα και έγινε αποδεκτό από το πολυμελές οικογενειακό του περιβάλλον.
Το υπερβολικό ενδιαφέρον που έδειχναν οι κόρες, ο γιος, ο ένας ο γαμπρός, που βρέθηκαν εκείνη την ημέρα στο σπίτι στο χωριό, κοντά στον ασθενή, δεν μου άφησαν περιθώρια να αναφερθώ στην, προ ολίγου, ανεξήγητη συμπεριφορά του παπά – Ηλία. Δεν ήταν άλλωστε του παρόντος. Ίσως να έφταιγα σε κάτι και εγώ και εν πάση περιπτώσει η υπόθεση αφορούσε εμένα και τον παπά – Ηλία, ενώ αυτοί είχαν τον καϊλέ του υποφέροντα πατέρα τους.
Και τι καϊλές και ενδιαφέρον! Οι αδερφές και οι αδερφοί, αλλά και ο γαμπρός, πλειοδοτούσαν σε διάθεση εξυπηρέτησης του γέροντα ασθενή πατέρα! Το άδολο, απονήρευτο και ανυστερόβουλο ενδιαφέρον των παιδιών του Μωϋσή μου γέμισε ‘εθνικά’ την ποντιακή μου υπερηφάνεια για τις ακατάλυτες αξίες και αρετές της φυλής που εξακολουθούν να ισχύουν και να κληροδοτούνται από γενεά σε γενεά, όπως αυτά που έβλεπα να εκτυλίσσονται μπροστά μου από τα παιδιά του υπέργηρου ασθενή.
Αφέθηκα να παρακολουθώ την πλειοδοσία του ενδιαφέροντος, ενώ οι εντυπώσεις μου κορυφώθηκαν, όταν έμαθα ότι ο ‘’ευτυχής’’ κατ’ εμέ ασθενής, απολάμβανε των φροντίδων δέκα παιδιών, αγόρια και κορίτσια, μεγάλα πλέον και παντρεμένα. Πόση ψυχική πατρική καλωσύνη πρέπει να διέθετε αυτό ο γεράκος, με την οποία πρέπει να τα περιέβαλε, για να τον αγαπούν αδιάκριτα μεταξύ τους. Αυτόματα ήρθαν στο νου μου οι κρίσεις του πατέρα Τήμου για τον ανθρωπισμό του ‘εθνικόφρονα’ Μωϋσή! Το μάλαμα της καρδιάς του παρέμεινε αναλλοίωτο!
Είχα απορροφηθεί από τις φροντίδες της οικογένειας προς τον άρρωστο πατέρα. Δεν μου έμεναν περιθώρια να σκεφθώ τον παπά. Ίσως γιατί δεν ένοιωθα ένοχος για κάτι, ούτε πολύ περισσότερο ότι ήμουν σατανάς! ( Εδώ μερικοί φτύνουν τον κόρφο τους ).
Ακούς εκεί, έλεγα πάλι από μέσα μου, να υπάρχουν άνθρωποι με καλοσύνη που ξεχειλίζει και από την άλλη να συναντάς παπάδες, παλιούς συμμαθητές, που να σε στέλνουν ‘αναίτια’ στο διάβολο!
Πίσω μου σ’ έχω σατανά!
Όμως η περιέργεια μ’ έτρωγε μέσα μου. Αποτόλμησα να εκμυστηρευθώ το απρόοπτο πάθημά μου με τον παπά – Ηλία και να βοηθηθώ να βρω εξηγήσεις για την ‘’ανοίκεια’’ συμπεριφορά του απέναντί μου.
Και ιδού λύθηκε το μυστήριο!
Πριν από εμένα, ή έως ότου φθάσω από το Κιλκίς εγώ, κλήθηκε και ο παπάς του χωριού, εν προκειμένω ο γνωστός μου παπά – Ηλίας, να διαβάσει καμιά ευχή και να κοινωνήσει τον ασθενή, όπως επιβάλλουν οι θρησκευτικοί κανόνες και οι πατροπαράδοτες παραδόσεις των Ποντίων και των Ελλήνων χριστιανών γενικά.
Πράγματι, ο ταπεινός λευΐτης πρόθυμα και με θρησκευτικό ζήλο εκτέλεσε το καθήκον του και αποχώρησε σεμνά χωρίς να ανταλλάξει λόγο κρατώντας σφιχτά με τα δύο χέρια το καλυμμένο με ασημοΰφαντο σταυρό δισκοπότηρο με την κοινωνία. Σύμφωνα με την παράδοση, μέχρις ότου επανατοποθετηθεί στην Αγία Τράπεζα της εκκλησίας το άχραντο σώμα και αίμα του Χριστού, ο ιερέας δεν πρέπει να μιλήσει με κανέναν που θα διασταυρωθεί, ούτε να ανταποδώσει χαιρετισμό ουδέ καν με νεύμα ή το βλέμμα. Κάθε παρεμβολή, όπως η δική μου, κατά την διαδρομή θεωρείται εξ ορισμού ( εδώ νομίζω ότι είναι η υπερβολή ) έργο ή συνέργεια του διαβόλου, του σατανά, που θεωρεί την δύναμη της θείας κοινωνίας τον μεγαλύτερο εχθρό του (ο σατανάς) και επιδιώκει παντί τρόπω την αποδυνάμωσή της.
Πήρα βαθειά ανάσα ανακούφισης και απάλλαξα τον συμμαθητή μου παπά πάσης κατηγορίας. Μέμφθηκα δε τον εαυτό μου, χωρίς να το ομολογήσω, για τα κενά γνώσεων σε θέματα εκκλησιαστικής παράδοσης.
Ο γέρο – Μωϋσής ξεπέρασε την δοκιμασία της υγείας του εκείνης της ημέρας, με την διακομιδή στο Νοσοκομείο, (βοήθησα και εγώ για την μεταφορά μέχρι το ταξί, - διότι δεν υπήρχαν ανδρικά χέρια - άλλα πεντακόσια μέτρα δασικού μονοπατιού, όπου αυτό ανέμενε στον επαρχιακό δρόμο)! Πιθανόν να έπιασαν τόπο και οι ευχές, που διάβασε πριν από εμένα ο άδολος παπά – Ηλίας. Είναι γνωστή η αντιμαχία, που με αρκετή δόση μαύρου χιούμορ θέλει τους δύο λειτουργούς, του Υψίστου και του Ασκληπιού, να διαγκωνίζονται και να ερίζουν, ποιος τελικά ‘’σήκωσε’’ ή θα ‘’σηκώσει’’ τον άρρωστο. Δική μου πάντως χαρά, το λέγω ειλικρινά, ήταν και φυσικά είναι, να σηκωθεί ο άρρωστος και από εκεί και πέρα ας καρπωθεί ο καθένας το μερίδιο με το οποίο συνέβαλε στην επαναφορά της υγείας του συνανθρώπου μας.