Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024, 4:46:10 πμ
Τετάρτη, 01 Δεκεμβρίου 2021 21:58

Αγνωστες Μάχες της Επανάστασης του 1821: Η Μάχη των Μύλων

Του Νίκου Κουζίνη.

Η εισβολή του Ιμπραήμ το 1825 έθεσε σε κίνδυνο την ελληνική Επανάσταση και επέβαλε τον τρόμο με τις πολυάριθμες στρατιές του στο Μοριά.
Οι ήττες ήταν πολυάριθμες και, ουσιαστικά, η πρώτη επιτυχία σημειώθηκε στους Μύλους Αργολίδος, σε απόσταση αναπνοής από το «κέντρο» της Επανάστασης και μετέπειτα πρωτεύουσας της Ελλάδας, το Ναύπλιο.


Στις 11 Ιουνίου ο Μακρυγιάννης με 150 άνδρες είχε φτάσει στους Μύλους, ερχόμενος από αποτυχημένες περιπέτειες στην Μεσηνία και Αρκαδία.
Το πρωί της 12ης Ιουνίου εμφανίστηκε ο Αιγυπτιακός στρατός στην Αργολική πεδιάδα. Στο Ναύπλιο είχαν συγκεντρωθεί περίπου 20.000 γυναικόπαιδα, ασθενείς και άμαχος πληθυσμός. Υπήρχε και ελάχιστος στρατός. Ο Ιμπραήμ δεν είχε σκοπό να επιτεθεί, αλλά μόνο να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση.
Οι Έλληνες μην γνωρίζοντας τις προθέσεις του βιάστηκαν να συγκεντρώσουν μεγάλο μέρος του ελληνικού στρατού στους Μύλους, κατά των οποίων κινήθηκε ισχυρή φάλαγγα από πεζούς και ιππείς. Έφτασε ο Χατζημιχάλης με το σώμα του, ο Δημήτριος Υψηλάντης μαζί 15 Φιλέλληνες του Ναυπλίου, μερικούς Έλληνες αγωνιστές, και με έναν λόχο ευζώνων οι οποίοι δεν είχαν αρχηγό και ο Κ. Μαυρομιχάλης με λίγους. Την ίδια μέρα έφτασε ο Χατζηγιώργης και ο Χατζηστεφάνης. Η δύναμη των Ελλήνων δεν ξεπερνούσε τους 480 άνδρες.
Στην ακτή τοποθετήθηκαν και τρία μικρά πολεμικά βρίκια με πυροβόλα. Παρευρέθηκαν δε και οι δύο μοίραρχοι του Αγγλικού και του Γαλλικού στόλου, Άμιλτον (Gawen William Hamilton, 1748 - 1838) και υποναύαρχος Δεριγνύ (ιππότης De Rigny), οι οποίοι αγκυροβόλησαν μπροστά στο Ναύπλιο και τους Μύλους αντίστοιχα.
Ο Ιμπραήμ έφτασε στους Μύλους την αυγή της 13ης. Οι προφυλακές των Αιγυπτίων προχώρησαν αθέατες ως τις γραμμές των Ελλήνων διότι οι φρουροί είχαν πάει να κοιμηθούν. Τότε τους έσωσε ο Μακρυγιάννης που είδε δύο φορές στον ύπνο του έναν άνθρωπο που τον πρόσταζε να σηκωθεί και με λίγους συντρόφους απέκρουσε τους εχθρούς. Την ίδια στιγμή αποβιβάστηκαν κάμποσοι Κρητικοί. Οι Αιγύπτιοι ξαναεπιτέθηκαν το μεσημέρι. Τρεις επιθέσεις του εχθρικού πεζικού και μία του ιππικού αποκρούστηκαν γενναία. Τότε το εχθρικό πυροβολικό γκρέμισε με εύστοχες βολές το πρόχειρο οχύρωμα του Μακρυγιάννη, και ένας λόχος Αιγυπτίων επιτέθηκε ορμητικά υπερπηδώντας τα ερείπια. Η αντεπίθεση του Μακρυγιάννη ήταν ηρωική. Μαζί με πέντε φιλέλληνες και δέκα εκλεκτούς Έλληνες όρμησαν με το σπαθί τους μόνο και κατέσφαξαν τους πρώτους εισβολείς, ενώ έτρεψαν τους υπόλοιπους σε φυγή. Οι Αιγύπτιοι μετά τις αποτυχημένες απόπειρες έπαψαν τις επιθέσεις, και επειδή είχε αρχίσει να βραδιάζει, υποχώρησαν και έφυγαν για το Άργος. Στο πεδίο της μάχης εγκατέλειψαν περίπου 50 νεκρούς και αποκόμισαν άλλους τόσους τραυματίες.
Χαρακτηριστικός είναι και ο διαλόγος του Μακρυγιάννη με τον υποναύαρχο Δεριγνύ λίγο πριν τη Μάχη, όπως τον περιγράφει ο ίδιος:
«Ἐκεῖ ὀποὔφκιανα τίς θέσες εἰς τούς Μύλους, ἦρθε ὁ Ντερνύς νά μέ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: «Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτές οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες· τί πόλεμο θά κάνετε μέ τόν Μπραΐμη αὐτοῦ;». Τοῦ λέγω: «Εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες καί ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατός ὁ Θεός ὁποῦ μᾶς προστατεύει· καί θά δείξωμεν τήν τύχη μας σ’ αὐτές τίς θέσες τίς ἀδύνατες· κι’ ἄν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τό πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τούς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ὥς τώρα, ὅλα τά θερία πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέν μποροῦνε· τρῶνε ἀπό μᾶς καί μένει καί μαγιά. Καί οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νά πεθάνουν· καί ὅταν κάνουν αὐτείνη τήν ἀπόφασιν, λίγες φορές χάνουν καί πολλές κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁποῦ εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη· καί θά ἰδοῦμεν τήν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μέ τούς δυνατούς». –«Τρέ μπιέν», λέγει κι’ ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος».

 

Η Μάχη των Τρικόρφων
Ο Ιμπραήμ  μετά τή μάχη τών Μύλων τού Ναυπλίου επέστρεψε μέσω τού Αχλαδόκαμπου, τόν οποίο έκαψε, στήν Τριπολιτσά γιά νά ξεκουράσει τά στρατεύματά του. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μέ τή σειρά του άρχισε νά οργανώνει νέα στρατόπεδα γύρω από τήν πόλη. Οι Έλληνες γνώριζαν ότι ο Ιμπραήμ ήταν παράτολμος καί πολλές φορές βρισκόταν στήν εμπροσθοφυλακή τού στρατού του, ενώ δέν δίσταζε νά πολεμά σάν απλός στρατιώτης. Ο Κολοκοτρώνης, γνωρίζοντας αυτή τή συνήθεια, έστελνε αποσπάσματα ανιχνευτών μέ τήν ελπίδα νά ανακαλύψουν τόν παράτολμο πασά καί νά τόν σκοτώσουν ή νά τόν αιχμαλωτίσουν.
 Όσο ο Ιμπραήμ πασάς βρισκόταν στήν Τριπολιτσά, οι Έλληνες οχύρωναν τίς θέσεις, πού είχε ο ορίσει ο αρχηγός τους. Τό Λεβίδι, βόρεια τής πόλης, τό έπιασαν οι Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Λόντος, Παναγιώτης Νοταράς, Γεώργιος Λεχουρίτης, Σολιώτης καί Βασίλης Πετμεζάς καί τά Βέρβαινα στά νοτιοανατολικά οι Γεωργάκης Μιχαλάκης, Πέτρος Αναγνωστόπουλος, Θεόδωρος Ζαχαρόπουλος καί Δημήτριος Υψηλάντης. Στή δύναμη τών τελευταίων βρίσκονταν στρατιώτες από τόν Άγιο Πέτρο, τόν Πραστό καί τόν Μυστρά ενώ ήρθαν νά προστεθούν οι ιππείς τού Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη καί οι Μανιάτες τού Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη. Στήν Πιάνα καί τό Χρυσοβίτσι, στά δυτικά, βρίσκονταν στρατεύματα από τήν Καρύταινα, τήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία) καί τό Φανάρι (Ολυμπία). Αρχηγούς είχαν τούς Ιωάννη Κολοκοτρώνη (Γενναίο), Δημήτρη Παπατσώνη, Κανέλλο Δεληγιάννη καί Δημήτρη Πλαπούτα (Κολιόπουλο). Ο Τσόκρης είχε πάρει εντολή νά καταλάβει τά Τσιπιανά (Νεστάνη Αρκαδίας). Ο Κολοκοτρώνης είχε ζώσει από όλα τά μέρη τόν Ιμπραήμ, στόν οποίο όμως συνέχιζαν νά καταφθάνουν ενισχύσεις από τή Μεθώνη καί ο στρατός του τώρα είχε φθάσει τούς 20000 άνδρες.
Ο αρχιστράτηγος, βλέποντας τίς ενισχύσεις τού εχθρού, έδωσε εντολή στούς οπλαρχηγούς νά πλησιάσουν ακόμα περισσότερο στήν πόλη. Οι Ζαΐμης, Λόντος καί Νοταράς οχυρώθηκαν στήν Επάνω Χρέπα, οι Γενναίος Κολοκοτρώνης, Κανέλλος Δεληγιάννης καί Δημήτρης Παπατσώνης οχύρωσαν τά Τρίκορφα καί οι Πλαπούτας, Γκρίτσαλης τό Βαλτέτσι.
Ο Ιμπραήμ ήταν αυτός πού πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίθεση, ανατρέποντας τά σχέδια τών Ελλήνων. Κατέλαβε ξαφνικά μέ δυνάμεις καί πυροβολικό τή Σιλίμνα, αποκόβοντας τίς δυνάμεις τού Γενναίου καί τού Παπατσώνη, οι οποίοι μή μπορώντας νά λάβουν επικουρίες από τά υπόλοιπα στρατόπεδα πολέμησαν πεισματικά καί μόνο μέ τίς λιγοστές δυνάμεις πού διέθεταν. Τά νώτα τού Γενναίου τά φύλαγαν οι Πετμεζαίοι, ο Λεχουρίτης, ο Παναγιώτης Νοταράς, ο Ιωάννης Νοταράς καί ο Σολιώτης, αλλά μόλις δέχτηκαν επίθεση από τό αιγυπτιακό ιππικό υποχώρησαν ατάκτως, αφήνοντας ακόμα σέ πιό δύσκολη θέση τά στρατεύματα τού Γενναίου καί τού Παπατσώνη.
Τό πυροβολικό τών Αιγυπτίων έριχνε βροχή τίς βόμβες καί οι άνδρες τού Γενναίου αποδεκατίστηκαν. Ο γιός τού αρχηγού μόλις πού σώθηκε καί αυτό χάρη στήν ταχύτητά του, αλλά καί μέ τή βοήθεια ενός αλόγου πού βρήκε τυχαία στόν δρόμο του. Οι Αιγύπτιοι είχαν 1000 νεκρούς καί οι Έλληνες 500 μέ σημαντικότερους τόν Δημήτριο Παπατσώνη από τήν Ανδρούσα, τόν Γεώργιο Δημητρακόπουλο από τήν Αλωνίσταινα, τόν Νικόλαο Ταμπακόπουλο από τή Βυτίνα, τόν Κώστα Μπούρα από τούς Κωνσταντίνους, τόν Παπασταθόπουλο από τή Μικρομάνη, τόν Θεοδωράκη Ραζή από τή Βυτίνα, τόν ιερέα Παπασταθούλη από τά Λαγκάδια, τόν Χριστόδουλο Μέντη από τήν Αλωνίσταινα, τόν Τσόκο Μαριολόπουλο από τά Μαγούλιανα, τόν Τσολακόπουλο από τήν Κόρινθο καί τόν Χρήστο Παναγούλια από τό Βαλτέτσι. Ο Παπατσώνης ήταν μόλις 27 ετών καί τό πτώμα του τό σκύλευσαν οι αράπηδες παίρνοντας τό τουφέκι, τίς πιστόλες, τό σπαθί καί τίς ασημοχρυσωμένες παλάσκες του. Στή συνέχεια τόν ξεγύμνωσαν αφαιρώντας τήν χρυσοκέντητη φορεσιά του.
Τό σχέδιο τού αρχιστράτηγου απέτυχε πάλι, αφού τά γειτονικά στρατόπεδα δέν έσπευσαν νά βοηθήσουν τούς άνδρες τού Γενναίου πού είχαν περικυκλωθεί από τόν εχθρό. Τό στρατόπεδο τών Βερβαίνων, στό οποίο είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες ένοπλοι, παρέμεινε σέ αδράνεια, άν καί γνώριζαν οι αρχηγοί του Δημήτριος Υψηλάντης καί Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης ότι στά Τρίκορφα γινόταν σκληρός πόλεμος καί κινδύνευαν οι σύντροφοί τους. Μετά τή μάχη τών Τρικόρφων, οι Έλληνες σκόρπισαν διαλύοντας τά στρατόπεδά τους καί ο Κολοκοτρώνης μόλις έφθασε στή Δημητσάνα διαπίστωσε ότι είχε μόνο 1500 στρατιώτες μαζί του, μέ τούς περισσότερους νά έχουν τρέξει στά σπίτια τους γιά νά σώσουν τίς οικογένειές τους.
Ο Ιμπραήμ, μετά τή νίκη στά Τρίκορφα, εγκατέστησε φρουρές στή Σιλίμνα, τή Δαβιά, τήν Πιάνα καί τό Χρυσοβίτσι. Έκλεψε τό σιτάρι καί τά γιδοπρόβατα από τά χωριά καί συνέλαβε όσους κατοίκους δέν είχαν προλάβει νά κρυφτούν στά βουνά. Τούς μύλους τής Δαβιάς τούς οχύρωσε μέ τόν Γάλλο προδότη, γιά νά τούς χρησιμοποιήσει γία τήν παραγωγή αλευρίου, τού τόσο πολύτιμου γιά τό στράτευμά του. Κατά τό τέλος Ιουνίου, ο Κολοκοτρώνης οργάνωσε τήν άμυνα στό Διάσελο τής Αλωνίσταινας, συγκεντρώνοντας στρατιωτικά σώματα από τήν Καρύταινα, τήν Ηλεία, τά Καλάβρυτα καί τήν Αργολίδα. Οι Αιγύπτιοι έφθασαν στήν περιοχή τήν 1η Ιουλίου 1825 καί αμέσως ξεκίνησε η μάχη μέ πρώτο νά πυροβολεί τούς εχθρούς τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη, ακολουθούμενο στή συνέχεια από τούς Ανδρέα Λόντο, Δημήτρη Πλαπούτα (γιό τού γέρο Κόλια Πλαπούτα) καί Γεώργιο Λεχουρίτη. Στή μάχη αυτή συμμετείχε καί ο Ιωάννης Παπαλεξόπουλος από τό Άργος, ο οποίος διακρίθηκε γιά τήν τόλμη του.
Ο Ιμπραήμ επιχείρησε δεύτερη επίθεση μέ νέες δυνάμεις αλλά αποκρούστηκε καί αυτή από τίς ελληνικές ενισχύσεις πού έφθασαν μέ τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τόν Ανδρέα Ζαΐμη, τόν Κανέλλο Δεληγιάννη καί τόν Νικόλαο Πετμεζά. Οι Τουρκοαιγύπτιοι υποχώρησαν αφήνοντας στό πεδίο τής μάχης 200 νεκρούς καί τραυματίες, ενώ πολλά άλογα τά πήραν οι Έλληνες αφού οι περισσότεροι νεκροί ανήκαν στό αιγυπτιακό ιππικό. Τότε ο Ιμπραήμ πασάς, μέ τή βοήθεια ντόπιων Τούρκων, επιχείρησε κυκλωτική κίνηση μέσα από δύσβατα μονοπάτια, μέ τό σύνολο τού στρατού του, ώστε νά αποκλείσει τούς Έλληνες στό Διάσελο τής Αλωνίσταινας καί νά τούς αποδεκατίσει. Αλλά η κίνησή του αυτή έγινε αντιληπτή από τούς Έλληνες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τήν Αλωνίσταινα καί κινήθηκαν πρός τή Βυτίνα.
Τα ταμπούρια των Ελλήνων υπάρχουν ακόμα μέχρι σήμερα, στις παρυφές του ορεινού δρόμου που οδηγεί στο χωρίο Σιλύμνα βορειοδυτικά της Τρίπολης.