Τρίτη, 23 Απριλίου 2024, 7:42:27 μμ
Κυριακή, 09 Μαϊος 2021 20:04

Αγνωστες Μάχες της Επανάστασης του 1821: Οι Μάχες των Βρυσακίων και του Σταυρού

Του Νίκου Κουζίνη.

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΒΡΥΣΑΚΙΩΝ.
Ο Ομέρ Βρυώνης, θέλοντας να εξουδετερώσει την επανάσταση στην Εύβοια, για να έχει τα χέρια του ελεύθερα προς εύκολη καθυπόταξη της Ανατ. Στερεάς και κατόπιν της Πελοποννήσου, έφθασε στη Χαλκίδα από τη Θήβα με 2.000 στρατιώτες τον Ιούλιο του 1821.


Οι Χαλκιδαίοι τούρκοι είπαν στο Βρυώνη ότι οι Έλληνες είναι επαναστάτες χωριάτες και ανίκανοι για πόλεμο. Ο Αγγελής Γοβιός, προβλέποντας έξοδο των τούρκων και επικείμενη μεγάλη μάχη, τοποθέτησε τους στρατιώτες του ως ακολούθως: Αυτός με 300 εκλεκτούς κατέλαβε το οχύρωμα των Βρυσακίων. Τους υπολοίπους στρατιώτες, περίπου χίλιους, τους διεμοίρασε· ένα μέρος με οπλαρχηγούς τον Κώτσο και τον Αγγελή Νικολάου τοποθέτησε ανατολικά και τους άλλους με αρχηγό τον Μπαλαλά νότια. Από τη θάλασσα παρακάλεσε το πλοίο του Κριεζή και τα πλοία της Λίμνης να πλησιάσουν στην ξηρά και να υποστηρίξουν το οχύρωμα και να βγάλουν από τα πλοία τέσσερα κανόνια στην ξηρά υπό τον άξιο ναυτικό Θεόδωρο Μπούφη.
Ο Αγγελής τρέχει στα χαρακώματα και εμψυχώνει τους άνδρες του με αυτά τα λόγια:
«Αδέρφια μου, μην τους φοβάσθε τους χαλιτούπηδες, τους ρεζίληδες τουρκοχαλκιδαίους. Όσοι και νάναι, με τη δύναμη του Θεού, εύκολα θα τους χαλάσουμε. Αδέρφια, σήμερα θα δοξάσουμε τα ευβοϊκά όπλα».
Οι Έλληνες, έχοντας εμπιστοσύνη στον αρχηγό τους και στη βοήθεια των πλοίων, ανέκτησαν μεγάλο θάρρος κι έγιναν ατρόμητοι.
Στις 15 Ιουλίου 1821, ο Ομέρ Βρυώνης βγήκε από το Φρούριο της Χαλκίδας με τους Αρβανίτες του, με τους Χαλκιδαίους τούρκους και με ιππικό και πυροβολικό και πήρε θέση απέναντι από το Ελληνικό στρατόπεδο.
Ο Αγγελής, γνωρίζοντας ότι αρχηγός των τούρκων ήταν ο Βρυώνης, εκμυστηρεύτηκε την αλήθεια μόνο στον Κώτσο και τον Μπαλαλά δίνοντάς τους θάρρος, ενώ στους άλλους είπε ότι είναι τούρκοι Χαλκιδαίοι, χαύνοι και δειλοί, τους οποίους με τη βοήθεια του Θεού εύκολα θα καταστρέψει.
Ο Βρυώνης άρχισε τον κανονιοβολισμό για να καταστρέψει το οχύρωμα των Ελλήνων. Οι Έλληνες επέμεναν καρτερικά και άρχισαν να πυροβολούν όταν πλησίασαν οι τούρκοι κι ύστερα από διαταγή του Αγγελή. Η μάχη άρχισε και από τα δυο μέρη με πείσμα. Οι Έλληνες ιερείς, ντυμένοι με τα ιερά τους άμφια, περιφέρονταν στο στρατόπεδο των Ελλήνων ψάλλοντας: «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου και ευλόγησαν την κληρονομίαν Σου…». Ανέπεμπαν δε δεήσεις στο Θεό για τη συντριβή του εχθρού και έδιναν μεγάλο θάρρος στους αγωνιστές.

Ο Ομέρ Βρυώνης, για να παρακολουθήσει την εύκολη μάχη, όπως τη φανταζόταν, καθόταν στη θέση «Τρύπιο Λιθάρι» και από εκεί παρακολουθούσε τον αγώνα. Όταν είδε την εξέλιξη της μάχης, που ήταν ντροπή γι” αυτόν, αναφώνησε σαν άλλος Ξέρξης: «Μωρ’ αυτά δεν είναι ρεντίφικα τουφέκια, όπως μου είπαν, παρά είναι κλέφτικα και Σουλιώτικα».
Οι τούρκοι, επί επτά ώρες συνεχώς πολεμούσαν πεισματικά τους Έλληνες και τρεις φορές επιτέθηκαν κατά των οχυρωμάτων τους, αλλά και τις τρεις φορές αποκρούστηκαν αποδεκατισμένοι από το εύστοχο βόλι των Ελλήνων και των τηλεβολημάτων των πλοίων.
Ο Βρυώνης, βλέποντας το μάταιο και ανώφελο του αγώνα, απελπίστηκε και οπισθοχώρησε ντροπιασμένος για τη Χαλκίδα. Στην οπισθοχώρηση τους οι Τούρκοι έπεσαν στα βαλτώδη νερά του Κωλοβρέχτη και βούλιαξαν πολλοί. Στην άτακτη φυγή τους εγκατέλειψαν στο δρόμο και δυο κανόνια.
Στη μάχη οι τούρκοι είχαν 70 νεκρούς και 150 τραυματίες. Από τους Έλληνες δεν φονεύθηκε κανένας. Οι τούρκοι είχαν τη γνώμη πως ήταν ακόμη αρχηγός ο ανίκανος Βερούσης, γι” αυτό την έπαθαν και την πλήρωσαν ακριβά.
Στη μάχη πολέμησε για πρώτη φορά υπό τον αρχηγό Σούτα και διακρίθηκε για το απαράμιλλο θάρρος και τον ηρωισμό του, ο μελλοντικός οπλαρχηγός της Ευβοίας Καρύστιος Νικολ. Κριεζώτης. Έδειξε τέτοια ανδρεία, που προκάλεσε την προσοχή του Γωβιού και του Κώτσου και έδειξε σε αυτούς τι μπορεί να προσφέρει μελλοντικά στην πατρίδα του.

 

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (ΜΠΕΚΗΣ)
Στις αρχές του Απρίλη του 1821 η επανάσταση είχε φουντώσει για καλά στη Ρούμελη και στο Μοριά. Οι Τούρκοι θορυβήθηκαν. Για την καταστολή της εξέγερσης καταστρώνουν το εξής σχέδιο. Δυο στρατιές συγκεντρώνονται η μια στην Ήπειρο κι άλλη στη Θεσσαλία. Θα κατέβουν αντίστοιχα από τη Δυτική και από την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Αφού -σύμφωνα με το τουρκικό σχέδιο-κατέπνιγαν την επανάσταση στη Ρούμελη, οι δυο στρατιές θα περνούσαν στην Πελοπόννησο. Εκεί με συντονισμένες ενέργειες θα έκαναν το ίδιο κι η επανάσταση θα είχε σβήσει…
Το σχέδιο των επαναστατημένων Ελλήνων προέβλεπε τα εξής: Κατάληψη των τουρκικών κάστρων σε Ρούμελη και σε Μοριά και στη συνέχεια απόκρουση της καθόδου των τουρκικών στρατιών.
Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί Διάκος, Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης συσκέπτονται στις Κομποτάδες. Θέλουν να είναι κοντά στα δυο ισχυρά-άπαρτα ακόμα-κάστρα της Λαμίας και της Υπάτης. Θέλουν να τα κυριέψουν το συντομότερο δυνατόν, για να μην έχουν στα νώτα τους τουρκικές φρουρές απείραχτες, για να μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τη στρατιά που θα κατέβει από τη Θεσσαλία.
Έχουν καλέσει και τον οπλαρχηγό της Υπάτης Μήτσο Κοντογιάννη, ο οποίος διστάζει να μετάσχει στον αγώνα.Θέλοντας να εξακριβώσουν τι δυνάμεις διαθέτουν οι Τούρκοι στη Λαμία, στέλνουν τον Κομνά Τράκα, υφοπλαρχηγό του Πανουργιά, επικεφαλής ενός μικρού σώματος επαναστατών, για να χτυπήσεις δήθεν το Ζητούνι από την πλευρά των Καλυβίων.
Όμως οι Τούρκοι κινήθηκαν εναντίον τους με πολύ στρατό, πεζούρα και καβαλαρία, κι ο Τράκας υποχώρησε προς τα υψώματα της Μπεκής. Εκεί οχυρώθηκε στην εκκλησία του χωριού και “εμάχετο γενναίος”.
Απ’ τις Κομποτάδες παρακολουθούσαν με αγωνία τα τεκταινόμενα. Έβλεπαν την αψιμαχία των Καλυβίων να εξελίσσεται σε κανονική μάχη γύρω από τον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου της Μπεκής . Διαπίστωσαν τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει ο Τράκας και τα παλικάρια του περικυκλωμένοι από υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις και έκαναν την εξής παραπλανητική κίνηση αντιπερισπασμού. Συγκέντρωσαν όσο περισσότερα υποζύγια μπορούσαν απ’ τις Κομποτάδες και τα γύρω χωριά, τα καβαλίκεψαν τα παλικάρια τους και μερικοί χωρικοί και κινήθηκαν δήθεν προς τη Λαμία από τα νότια-νοτιοανατολικά. Φοβούμενοι οι Τούρκοι επίθεση κατά της Λαμίας, έλυσαν την πολιορκία του Αϊ-Θανάση της Μπεκής κι επέστρεψαν στη βάση τους, για να ενισχύσουν τη φρουρά του Κάστρου. Ελεύθεροι τώρα ο Τράκας και τα παλικάρια του επέστρεψαν στις Κομποτάδες. “Επανέκαμψεν ο Τράκας όλως αβλαβής, φονεύσας πρότερον ουκ ολίγους Τούρκους” γράφει ο Γούδας.
Αυτή ήταν η μάχη της Μπεκής, μια απ’ τις πρώτες μάχες του 1821, προάγγελος της μάχης της Αλαμάνας. Τα αποτελέσματά της:
1) Πολλά παλικάρια πήραν το “βάπτισμα του πυρός” στη μάχη αυτή, κοντά σε έμπειρους κλέφτες.
2) Ο Κομνάς Τράκας αναδείχτηκε σε ηγετική φυσιογνωμία. Έκτοτε ονομάζεται και “ήρωας της Μπεκής”.
3) Η αναγνωριστική αυτή επιχείρηση πέτυχε το σκοπό της. Διαπιστώθηκε ότι το Ζητούνι φρουρούνταν από ισχυρές δυνάμεις κι επομένως μια επίθεση εναντίον του τη συγκεκριμένη στιγμή δεν είχε καμμιά τύχη.
4) Η συμμετοχή των Μπεκιωτών στη μάχη δεν μπορεί ούτε να υποστηριχτεί ούτε να απορριφτεί. Μπορεί όμως να πιθανολογηθεί. Πάντως η Μπεκή και οι κάτοικοί της έγιναν αποδέκτες της εκδικητικής μανίας και των αντιποίνων των Τούρκων. Το χωριό κάηκε και οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν “τήδε κακείσε” και μόλις το 1828 άρχισαν να συγκεντρώνονται ξανά στις εστίες τους.