Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 12:20:59 μμ
Κυριακή, 12 Μαρτίου 2023 12:40

Βαφειάδης: Όψεις της γυναικείας εργασίας στο Κιλκίς μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα – Αγρότισσες και Καπνεργάτριες

Γράφει ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΦΕΙΑΔΗΣ, τοπογράφος, συγγραφέας.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ: ΑΓΡΟΤΙΣΣΕΣ.

Οι εργάσιμες μέρες του έτους για τους προπολεμικούς αγρότες ήταν 180 περίπου. Ημέρες αργίας ήταν οι Κυριακές και οι εορτές, οι μέρες κακοκαιρίας και ψύχους και οι μέρες ασθενείας. Κατά μέσο όρο οι αγρότες του Κιλκίς, σύμφωνα με τον Κοσμά Παρασκευόπουλο, δεν εργάζονταν περισσότερο από 100 μέρες το χρόνο κυρίως λόγω του μικρού μεγέθους του κλήρου τους.

Για τους εργάτες γης στην περιοχή μας το ημερομίσθιο στα μέσα της δεκαετίας του 1930 ήταν γύρω στις 50 δρχ για τους άνδρες και 30-40 δρχ για τις γυναίκες.

Οι εργάσιμες μέρες μπορεί να φαίνονται λίγες, η δουλειά του αγρότη όμως ήταν ιδιαίτερα σκληρή και ακόμη πιο σκληρή για τις αγρότισσες, που κάποιες φορές ακόμη και ετοιμόγεννες πήγαιναν στα χωράφια ή ξεγεννούσαν πάνω στις θημωνιές όταν τις έπιαναν οι ωδίνες του τοκετού. Άλλες αναγκάζονταν τα παίρνουν τα βρέφη τους στη δουλειά και τα κουβαλούσαν δεμένα με ένα ζωνάρι στη μέση τους, τα έβαζαν σε πρόχειρες κούνιες από κομμένους κορμούς ή τα απίθωναν κάτω από τη σκιά ενός δέντρου.

Η γεωργική απασχόληση που και για τις γυναίκες ξεκινούσε από την παιδική ηλικία καθόριζε ακόμη και τις συνθήκες του γάμου τους. Την προπολεμική περίοδο τα όρια ηλικίας γάμου των γυναικών ήταν από το 17ο έως το 24ο έτος. Εποχή γάμων ήταν κυρίως το Φθινόπωρο, αμέσως μετά το τέλος της συγκομιδής μέχρι την Πρωτοχρονιά. Οι γονείς εφόσον «ξεχειμώνιαζαν» το κορίτσι τους, είχαν επιβαρυνθεί δηλαδή με τα έξοδα της χειμερινής διαβίωσης, ήθελαν να εργαστεί κοντά τους όλη τη θερινή περίοδο και έτσι την παρέδιδαν στο γαμπρό μετά τη συγκομιδή.

Αύξηση των γάμων είχαμε μετά την οριστική διανομή του αγροκτήματος Κιλκίς το 1929, γιατί ο χορηγούμενος γεωργικός κλήρος ήταν ανάλογος με τη σύνθεση της οικογένειας και οι άγαμοι δεν δικαιούνταν ξεχωριστό κλήρο. Έτσι παρουσιάστηκε το φαινόμενο της αθρόας τέλεσης γάμων πριν τη διανομή και στη συζυγική κλίνη οδηγήθηκαν αμούστακοι νεανίες και κοπέλες στα όρια της ενηλικίωσης. Από τους 17 γάμους που τελέστηκαν στο Κιλκίς το 1925 φθάσαμε στους 67 το 1928 και στους 87 το 1929. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙ στις 17-11-1930 και σχολίαζε με καυστικό τρόπο το φαινόμενο αυτό: «Από την ΕΑΠ και το υπουργείο Προνοίας είχε ορισθή η πεδιάς του Κιλκίς ως ένα από τα καλύτερα κέντρα της αγροτικής προσφυγικής εγκαταστάσεως. Αφού επί χρόνια εβασάνιζε τον πληθυσμό σε καλύβες και τσαντήρια, τους έκτισε τα σπιτάκια και τους μοίρασε πρόχειρα – πρόχειρα κομμάτια καλλιεργησίμου γης. Τριάντα ως σαράντα στρέμματα σε κάθε οικογένεια. Δεν ενδιεφέρθησαν οι αρμόδιοι περί του ποιός είναι ο αριθμός των μελών κάθε οικογενείας, ούτε υπελόγισαν αν με τα 30 ή 40 στρέμματα της γης αυτής ημπορούσαν να συντηρηθούν πολυμελείς οικογένειες. Τους μέτρησαν, με άλλα λόγια, τις μπουκιές του ψωμιού τους. Ετήρησαν ακόμη ένα μέτρο φαιδρό. Εις τα ανύπανδρα ενήλικα μέλη κάθε οικογενείας δεν έκριναν ότι έπρεπε να δοθή κλήρος γης, αλλά τους είπαν: Πανδρευθήτε και σας αποκαθιστούμε!

Το μέτρον αυτό είχε μια κωμικοτέρα γενική συνέπεια: κοπελλίτσες άγουρες παρεδόθησαν από ηλικίας 14 ετών στη σφαγή του γάμου σε χοντρομπαλάδες ενηλίκους και αμούστακα παιδιά που επήραν όποια κι όποια για να «κληρίσουν»! Έτσι αφ’ ενός έγιναν γάμοι με ζευγάρια ανίσου ηλικίας και αφ’ ετέρου άρχισε ένα άγριο γεννοβόλημα παιδιών. Και αντί καλού χίλια κακά εδημιουργήθηκαν. Όλοι τώρα είναι παντρεμένοι εδώ πάνω, αλλά και οι οικογενειακές ανάγκες που εδημιουργήθησαν είναι τόσο πολλές, ώστε η μικτή αυτή προσφυγική αγροτιά μόλις κατορθώνει να ζη».

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και ο Εμφύλιος που ακολούθησε μετά την Κατοχή ανάγκασε πολλές από γυναίκες που οι άντρες τους είχαν σκοτωθεί ή βρίσκονταν στην εξορία να αναλάβουν μόνες τους το βάρος των αγροτικών εργασιών ή να συμμετέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό σε αυτές, καθώς η βοήθεια των συγγενικών προσώπων ή η αλληλοβοήθεια δεν αρκούσε για την ολοκλήρωσή τους. Το ίδιο συνέβαινε και με τις γυναίκες των μεταναστών, που συνηθιζόταν αρχικά να φεύγουν μόνοι τους και στη συνέχεια να μεταναστεύει και η γυναίκα παίρνοντας μαζί της τα παιδιά ή αφήνοντας τα πίσω να μεγαλώνουν με τους παππούδες και τις γιαγιάδες.

Η μεγάλη αλλαγή στη ζωή της αγρότισσας μετά τον πόλεμο ήταν ότι τεκνοποιούσε λιγότερο σε σχέση με την προπολεμική περίοδο που οι αγροτικές οικογένειες ήταν πολυμελείς και έτσι είχε μικρότερο αριθμό ατόμων για να φροντίζει. Γιατί η φροντίδα της οικογένειας απαιτούσε και την ολοκλήρωση μιας σειράς εργασιών, εξίσου κουραστικών και χρονοβόρων με αυτές στο χωράφι ή στο στάβλο, όπως το μαγείρεμα με ξύλα αντί θερμαντικής εστίας, το πλύσιμο των ρούχων στη σκάφη ή στο ποτάμι με άμμο και στάχτη, ή ύφανση των ρούχων και των εσωρούχων, η καθαριότητα των εσωτερικών χώρων του σπιτιού και της αυλής. Κι όλα αυτά δεν της άφηναν ούτε ελάχιστα λεπτά για ξεκούραση, διασκέδαση ή συναναστροφές, ενώ οι άντρες τουλάχιστον είχαν και ένα καφενείο για να πηγαίνουν στο τέλος της μέρας.

Η επίδραση της τεχνολογίας τη μεταπολεμική περίοδο με τη χρήση των μηχανών στην καλλιέργεια, τη συγκομιδή, την αποθήκευση και την επεξεργασία των αγροτικών προϊόντων περιόρισε τα απαιτούμενα γυναικεία χέρια στις αγροτικές εργασίες. Στη σιτοκαλλιέργεια η συμμετοχή τους στο θερισμό ήταν μόνο στο άνοιγμα των διαδρόμων με δρεπάνια για να περάσουν οι αλωνιστικές μηχανές. Στην καπνοκαλλιέργεια, κυρίαρχη στα βουνοχώρια των Κρουσίων, η γυναικεία συμμετοχή ήταν καθοριστική σε όλες τις φάσεις, από την μεταφύτευση, την περιποίηση του αγρού, τη συγκομιδή, την αποξήρανση και τη χωρική συσκευασία. Η δουλειά της αγρότισσας δεν είχε ηλικιακούς περιορισμούς, καθώς δίπλα στις κοπελίτσες εργάζονταν συχνά συμπαθητικές γριούλες με τα γυαλάκια τους, όπως στο «μπούρλιασμα» του καπνού. Έτσι τα καλοκαίρια έβλεπε κανείς γυναίκες κάθε ηλικίας να παίρνουν από τα μεγάλα κοφίνια τα πράσινα καπνόφυλλα, να τα περνούν με μεγάλες βελόνες σε στέρεους σπάγκους και να τα κάνουν «σαντάλια» με μέθοδο και υπομονή. Στα χωριά του κάμπου πολλές γυναίκες δούλευαν στη συλλογή του βαμβακιού και εντυπωμένη στη μνήμη των παλαιότερων είναι η εικόνα τους να ταξιδεύουν στη συρόμενη πλατφόρμα ενός τρακτέρ προς τα χωριά της Παιονίας όπου ήταν πιο εκτεταμένη η βαμβακοκαλλιέργεια.

Υπήρχαν και πρωτοπόρες αγρότισσες, όπως η Χρύσα Κυπραίου, κόρη του Μακεδονομάχου Αργυρίου Κυπραίου, που ήταν η πρώτη γυναίκα στο Κιλκίς με δίπλωμα οδήγησης τρακτέρ. Η φωτογραφία της με το κομψό καπέλο, το παντελόνι και τα γυαλιά ηλίου πάνω στο τρακτέρ που οδηγεί είναι ανάμεσα σε αυτές που επισυνάπτω. Ακόμη πιο εντυπωσιακή η φωτογραφία της από το μάθημα μηχανολογίας στην Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή το 1957, όπου ξεχωρίζει γιατί είναι η μοναδική γυναίκα ανάμεσα σε άνδρες εκπαιδευόμενους, οι οποίοι προθυμοποιούνται να της δείξουν πώς να κάνει τη συνδεσμολογία των εξαρτημάτων της μηχανής. Είναι ίσως από τις καλύτερες φωτογραφίες που αποτυπώνουν τη θριαμβευτική είσοδο της γυναίκας στους ανδροκρατούμενες εργασιακούς χώρους.

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ: ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΡΙΕΣ

Μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και λίγα χρόνια μετά από αυτόν, στην εμπορική επεξεργασία των ανατολικών καπνών επικρατούσε η λεγόμενη «κλασική επεξεργασία». Η μέθοδος αυτή απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην καλαίσθητη διάταξη των φύλλων και στην κατασκευή δεμάτων με τέτοια συμμετρία διαστάσεων, ώστε να δίνουν όψη καλλιτεχνήματος. Η μέθοδος αυτή απαιτούσε μεγάλη αναλογία ανδρών στο σύνολο του χρησιμοποιούμενου εργατοτεχνικού προσωπικού. Από το 1925-27 η κλασική εμπορική επεξεργασία άρχισε να αντικαθίσταται από μια απλούστερη και οικονομικότερη, την «τόγκα», κατά την οποία τα φύλλα χωρίζονταν μεν ποιοτικά, όμως δεν δεματοποιούνταν αμέσως αλλά τσαλακώνονταν στα πατητήρια για να δεματοποιηθούν στο τέλος. Η τόγκα, που από το 1935 έγινε κυρίαρχη μέθοδος, εκτός από τη χρησιμοποίηση μηχανικών μέσων απαιτούσε εργασία που στο μεγαλύτερο μέρος της ταίριαζε με τη γυναικεία επιδεξιότητα. Η μεταβολή αυτή είχε σαν συνέπεια τη χρησιμοποίηση των γυναικών σε ευρεία κλίμακα όχι μόνο γιατί οι γυναίκες αποδείχθηκαν αποδοτικότερες στο ξεφύλλισμα των καπνών αλλά και γιατί η διαφορά του ημερομισθίου σε σχέση με τους άνδρες ήταν σημαντική.

Στα καπνομάγαζα η εργασιακή διαδικασία διαρθρωνόταν με ιεραρχικό τρόπο στον οποίο κυρίαρχο ρόλο είχαν οι εξειδικευμένοι τεχνίτες, οι «ντεκτσήδες», οι οποίοι συνεπικουρούνταν από τους «πασταλτζίδες» ή τις «πασταλτζούδες», καθήκον των οποίων ήταν το μάζεμα των άχρηστων και κατώτερης ποιότητας φύλλων καπνού. Ο καταμερισμός αυτός της εργασίας ήταν ανελαστικός και απόλυτος, εφ' όσον απαγορευόταν στις γυναίκες καπνεργάτριες να ανέλθουν στην κατηγορία των «ντενκτσήδων» όσο ικανές κι αν ήταν.

Η μαζική έλευση των προσφύγων μετά το 1922 αποτέλεσε σημείο τομής για την εξέλιξη και τη συγκρότηση του καπνεργατικού δυναμικού. Οι πρόσφυγες, άνδρες και κυρίως γυναίκες, απορροφήθηκαν αμέσως στα καπνομάγαζα γιατί η ζήτηση των ελληνικών επεξεργασμένων καπνών εξακολουθούσε να είναι μεγάλη στις διεθνείς αγορές.

Σε όλο αυτό το διάστημα απεργίες εκδηλώνονταν σε όλες τις μεγάλες καπνεργατικές πόλεις και αντιμετωπίζονταν με το λοκ – άουτ των καπνεμπόρων και τη βίαιη κρατική καταστολή. Το 1933 η αντίδραση των καπνεργατών στη χρησιμοποίηση των γυναικών πήρε την πιο έντονη μορφή της. Οι καπνεργάτες κλείστηκαν στις καπναποθήκες και αρνούνταν να βγουν αν δεν κατοχυρωνόταν σε ευρεία κλίμακα η συμμετοχή τους στην καπνεργασία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες εκδόθηκε ο Ν.5817/1933, δυνάμει του οποίου οι καπνέμποροι υποχρεώνονταν να χρησιμοποιούν στην επεξεργασία της «τόγκας» αριθμό ανδρών των διαφόρων ειδικοτήτων ίσο προς τον αριθμό των γυναικών, δηλ. 50% άνδρες και 50% γυναίκες.

Ο τερματισμός του καπνεργατικού ζητήματος επήλθε βίαια με το Ν.Δ 2358/1953. Ο νόμος αυτός κατάργησε την υφιστάμενη κατοχύρωση και αποκλειστική άσκηση του καπνεργατικού επαγγέλματος και εισήγαγε την απόλυτη ελευθερία στην καπνεργασία. Η μέθοδος κατεργασίας καπνού κατά το σύστημα της τόγκας, της υποχρεωτικής σύνθεσης των ομάδων επεξεργασίας κατά ποσοστό 50% ανδρών και 50% γυναικών τερματίστηκε. Το «Ταμείον Ασφαλίσεως Καπνεργατών» διαλύθηκε και τα βιβλιάρια εργασίας καπνεργατών και οι Επιτροπές Καπναποθηκών, που εκπροσωπούσαν τους καπνεργάτες, καταργήθηκαν. Τα μέτρα αυτά είχαν σαν συνέπεια ουσιαστική διάλυση της δυναμικής και του άριστα μέχρι τότε συνδικαλισμένου καπνεργατικού κλάδου, τον εκτοπισμό των παλαιών και ακριβότερα αμειβόμενων καπνεργατών και την αθρόα εισροή γυναικών εις το επάγγελμα.

Το σωματείο καπνεργατών Κιλκίς, τμήμα της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας, ιδρύθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1924. Ο αγωνιστικός χαρακτήρας και η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών επισημαίνονται στο καταστατικό του. Ιδρυτικά μέλη του σωματείου εκτός από τους άνδρες ήταν οι παρακάτω γυναίκες: Χ. Μαύρου, Ειρ. Ανθοπούλου, Π. Παρασκευά, Ανίτσα Σταύρου, Μαρία Δήμου, Πασχαλή Αγγελίδου, Μαρία Καραγιαννίδη.

Στον Τύπο της εποχής βρίσκουμε πληροφορίες για τους απεργιακούς αγώνες των καπνεργατών στην πόλη μας, όπως στο παρακάτω δημοσίευμα του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ στις 5-5-1934: «ΚΙΛΚΙΣ 1 του Μάη. Πριν από δυο μήνες άνοιξαν όλα τα καπνεργοστάσια Κιλκίς. Οι καπνέμποροι πλήρωναν το μεροκάματο των 30-35 δραχμών στους εργάτες και 14-22 στις εργάτριες. Από καιρό τώρα ένας μεγάλος αναβρασμός επικρατούσε για τις εξευτελιστικές αυτές απολαβές. Και σα να μην έφτανε αυτό οι καπνέμποροι κοινοποίησαν πριν τρεις βδομάδες απόφαση της Γενικής Διοίκησης να δουλεύουν 10 ώρες. Αυτό κορύφωσε την αγανάχτηση των καπνεργατών και καπνεργατριών που επανειλημμένα διαμαρτυρήθηκαν.

Προχτές παρουσιάστηκε στη διεύθυνση της «Αυστροελληνικής» και υπέβαλε τα αιτήματα των εργατών για 35 δρχ μεροκάματο στις εργάτριες και 65 δρχ στους εργάτες καθώς και πιστή εφαρμογή του 8ώρου. Επειδή τα αιτήματα δεν έγιναν δεχτά κηρύχτηκε απεργία στο καπνεργοστάσιο. Η απεργία επεχτάθηκε και στα καπνεργοστάσια Τσιτσίμη, Μοσκώφ και Χατζησταυρόπουλου.

Χτες γενικεύτηκε η απεργία στην οποία προσχώρησαν άλλες 150 καπνεργάτριες του Σιδηρόπουλου και 100 του Μπογιατζή. Έτσι στην απεργιακή πάλη βρίσκονται 650 καπνεργάτες και καπνεργάτριες. Η αστυνομία ξαπέλυσε εξαιρετική τρομοκρατία. Οι καπνέμποροι αμέσως ειδοποίησαν τις καπνεργάτριες ότι ανεβάζουν τα μεροκάματά τους κατά 5 δραχμές για να τις στρέψουν ενάντια στα συμφέροντα των καπνεργατών. Οι καπνεργάτριες όμως εμμένουν στον απεργιακό αγώνα ζητώντας την πλήρη αποδοχή των αιτημάτων τους».

Οι καπνεργάτριες μαζί με τις κλωστοϋφαντουργίνες υπήρξαν από τα δυναμικά τμήματα της εργατικής τάξης, πρωτοπόρες στους ταξικούς αγώνες, μαχήτριες για τα δικαιώματα της γυναίκας για αξιοπρεπή ζωή και δουλειά, θαρραλέες απέναντι στην τρομοκρατία της εργοδοσίας, περήφανες για την ταξική τους θέση με μια περηφάνια που αποτυπώνεται με υπέροχο τρόπο στους αγαπημένους στίχους του τραγουδιού του Βασίλη Τσιτσάνη «Φάμπρικες»:

«Βλέπεις κοπέλες στα υφαντουργεία

και άλλες δουλεύουν στα αργαλειά,

στα καπνομάγαζα στα συνεργεία,

γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά».

 

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου K4station.