Κυριακή, 10 Νοεμβρίου 2024, 12:31:52 μμ
Τρίτη, 04 Οκτωβρίου 2022 20:10

Γανωτές

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης, τοπογράφος, συγγραφέας.

Ο γανωτής ή γανωματής ή κασσιτερωτής ή καλαϊτζής ή καλατζής ήταν ο τεχνίτης που κάλυπτε με καλάι την εσωτερική και σπανίως την εξωτερική επιφάνεια των χάλκινων σκευών και η εργασία αυτή λεγόταν γάνωμα ή καλάισμα.

Οι ονομασίες προέρχονται από το αρχαιοελληνικό ρήμα γανόω–ω, που σημαίνει λαμπρύνω, γυαλίζω και από το καλάι που είναι κράμα κασσίτερου με μολύβι σε αναλογία 70 με 30%. Το γάνωμα γινόταν στα χάλκινα σκεύη διατροφής για να ξεπεραστεί το μειονέκτημα της δηλητηριώδους οξείδωσης του χαλκού που συμβαίνει όταν το μέταλλο αυτό έρχεται σε επαφή με οποιοδήποτε υγρό.

Οι γανωτές χρησιμοποιούσαν συνήθως σαν επαγγελματική στέγη το σπίτι τους ή ήταν πλανόδιοι. Οι πλανόδιοι γανωτές εξασκούσαν το επάγγελμα τους σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Έπρεπε να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις κουβαλώντας στον ώμο τους το «μαχαλοσάκι» και κρατώντας στα χέρια τα σύνεργα της δουλειάς τους. Το μαχαλοσάκι ήταν ένας κανάβινος σάκος στον οποίο έβαζαν τα γανωμένα και ξεγάνωτα σκεύη και όταν αυτός γέμιζε τους έκανε να αγκομαχούν από το μεγάλο βάρος, ειδικά όταν περπατούσαν σε ανηφόρες. Αν δούλευαν σε απομακρυσμένα χωριά έπρεπε να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις πολλές φορές σε δύσβατους δρόμους και εκτεθειμένοι στο έλεος των καιρικών συνθηκών. Επιπλέον σε κάθε χωριό που έφταναν έπρεπε να αναζητήσουν στέγη, τροφή και χώρο για να στήσουν το πρόχειρο εργαστήριο τους. Ο τρόπος αυτός εργασίας με την προσωρινή αποδημία τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες ήταν συνηθισμένος στα χωριά της Ηπείρου, από τα οποία προέρχονταν και οι περισσότεροι καλαντζήδες. Στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς γράφει σχετικά: «Το επάγγελμα του γανωτή μετέρχονται εις την Ελλάδα συνήθως οι άρρενες κάτοικοι των χωρίων Τσαμαντά, Μπαμπούρι, Λια, Αχούρια, Γλούστα της περιφερείας Φιλιατών Ηπείρου και οι κάτοικοι Γορτυνίας της Πελοποννήσου. Από του 1922 και εντεύθεν το επάγγελμα τούτο εξασκούν και πλείστοι εκ Πόντου Έλληνες και Αρμένιοι πρόσφυγες. Η τέχνη του γανωτή θεωρείται γενικώς ως ταπεινή και εξευτελιστική, ουδενός σχεδόν προθυμοποιουμένου εκ των κατοίκων των πλείστων μερών όπως εκμάθη ταύτην». Πολλές φορές η αποδημία τους κρατούσε αρκετά χρόνια και σε αυτήν την περίπτωση γινόταν οργανωμένα με τη μορφή μπουλουκιών. Κάθε μπουλούκι είχε τον «μάστορα», τον «μαχαλατζή», τον «γιαλακτζή» και τα «καλατζόπουλα», που ήταν μικροί μαθητευόμενοι. Τα μέλη αυτών των μπουλουκιών για να μην τους καταλαβαίνουν οι ξένοι χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους μια συνθηματική γλώσσα, τα «αλειφιάτικα».

Πολλές φορές οι πελάτες του γανωτή ήταν γνωστοί του, που είχε ξαναγανώσει τα σκεύη τους αλλά με την πολλή χρήση το καλάι είχε απομακρυνθεί. Άλλωστε στην παραδοσιακή κοινωνία τα σκεύη δεν πετιόταν ποτέ, γανώνονταν και ξαναγανώνονταν και μεταβιβάζονταν, έστω και μεταχειρισμένα, στην επόμενη γενιά. Αφού, ύστερα από το καθιερωμένο παζάρεμα, έκλεινε τη συμφωνία για την αμοιβή του, φόρτωνε στο μουτζουρωμένο σακί του τα χάλκινα σκεύη και τα μετέφερε στο εργαστήριο του.

Η πρώτη φάση της δουλειάς του ήταν το καθάρισμα, αφού για να πετύχει το γάνωμα έπρεπε η επιφάνεια που επρόκειτο να κασσιτερωθεί να είναι απόλυτα καθαρή.

Το καθάρισμα γινόταν με ψιλή άμμο και θρυμματισμένη στουρναρόπετρα στο «γιαλάκι», που ήταν ο τόπος πλυσίματος. Το γιαλάκι ήταν ένα στρογγυλό ή ορθογώνιο σκάμμα γεμάτο άμμο, που βρισκόταν πάντα δίπλα σε έναν τοίχο. Στον τοίχο αυτό ήταν στερεωμένη στο ύψος της μέσης του ανθρωπίνου σώματος μια ξύλινη μπάρα μήκους 1 μ. Ο γιαλατζής έβαζε στην επιφάνεια του σκεύους τριμμένο στουρνάρι, και τη σκέπαζε με το τομάρι ενός ζώου. Αφού έριχνε την απαιτούμενη ποσότητα νερού έβαζε το σκεύος στο σκάμμα και στηριζόμενος στη μπάρα το έτριβε περιστρέφοντας τα πόδια του αριστερά δεξιά, χορεύοντας κυριολεκτικά στο ταψί. Αν το σκεύος ήταν μικρό το τρίψιμο γινόταν με τα χέρια. Δίπλα του είχε ένα μεγάλο καζάνι γεμάτο νερό μέσα στο οποίο έριχνε τα τριμμένα σκεύη. Όταν τελείωνε ξανάπλενε όλα τα σκεύη και αφού τα στέγνωνε ήταν έτοιμα το γάνωμα.

Στη δεύτερη φάση ο γανωτής άναβε μια μεγάλη φωτιά ή χρησιμοποιούσε το καμίνι, αφού για να γίνει το κασσιτέρωμα έπρεπε να ζεσταθεί ο χαλκός και να φθάσει το καλάι στο σημείο τήξης. Στη συνέχεια καθισμένος σταυροπόδι στριφογύριζε πάνω από τη φωτιά τα σκεύη, των οποίων την εσωτερική επιφάνεια είχε αλείψει με καλάι. Για να «πιάσει» το καλάι προηγουμένως είχε απλώσει σε όλη την επιφάνεια τους νισαντήρι. Για να αλείψει το καλάι χρησιμοποιούσε είτε σιδερένιες βέργες τις άκρες των οποίων είχε καλύψει με βαμβάκι είτε ένα μικρό ξύλο από ρίζα αγριελιάς ή αγριοκερασιάς που το έλεγαν «κουμουκάσι». Οι κινήσεις του μέσα στους αναδυόμενους καπνούς έπρεπε να είναι γρήγορες και επιδέξιες ώστε να μην καεί.

Το επάγγελμα του γανωτή έχει εξαφανιστεί προ πολλού καθώς στην εποχή μας τα χάλκινα σκεύη δεν γανώνονται πλέον αλλά πετιούνται. Μένει, όμως, η ανάμνηση των τεχνιτών αυτών που δούλεψαν στην πόλη μας όπως ο Καμένος στην παλιά μου γειτονιά ή οι χαλκουργοί που ήταν και γανωτές όπως ο Γιώργος Καρυπίδης, ο Ανέστης Καρατζάς ή ο Αναστάσιος Χαλκιάς που διαφήμιση του χαλκουργείου – γανωτηρίου του βρίσκω σε Εμπορικό Οδηγό του 1938. Μένουν επίσης και φράσεις σχετικές με το επάγγελμά τους όπως το «τενεκές ξεγάνωτος», που αφορά άχρηστους επαγγελματίες ή πολιτικούς. Σε κάποιες περιπτώσεις, βέβαια, όπως αυτή του υπουργού – νεκροθάφτη που δήλωσε για τους οικονομικά ασθενέστερους ότι όσοι δεν προσαρμόζονται πεθαίνουν η σύγκριση αδικεί κατάφωρα τους τενεκέδες όχι μόνο τους ξεγάνωτους αλλά και αυτούς που έχουν σαπίσει από την πολυκαιρία.

 

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου K4station.