Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024, 5:54:57 πμ
Σάββατο, 24 Οκτωβρίου 2020 21:06

Γιατί νίκησαν οι Έλληνες το 1940;

Γράφει ο Παναγιώτης Αδάμος.

Η ελληνική νίκη επί των Ιταλών το 1940, που χαρακτηρίστηκε ‘’θαύμα’’ από τον παγκόσμιο τύπο της εποχής, δεν ήταν σε καμία περίπτωση θαύμα.

 

Ήταν το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, ο κυριότερος από τους οποίους ήταν η πολύ σοβαρή προετοιμασία που είχε προηγηθεί εκ μέρους της ελληνικής πλευράς. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος της νίκης, όχι όμως ο μόνος. Συγκεκριμένα:

1. Κρίσιμο ρόλο, φυσικά, έπαιξε το φρόνημα της ελληνικής κοινωνίας και των επιστρατευμένων. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες που δείχνουν ότι στο μυαλό και την ψυχή των ανδρών που βάδιζαν προς το μέτωπο κυριαρχούσε μια πρωτοφανής αυταπάρνηση. Ένα πνεύμα θυσίας. Οι στρατιώτες ‘’το ΄χαν πάρει απόφαση’’ ότι δεν θα γύριζαν πίσω, είχαν κόψει δηλαδή μέσα τους τις γέφυρες της επιστροφής και κοιτούσαν μόνο μπροστά, στον εχθρό. Τέτοιοι αντίπαλοι, που έχουν αποφασίσει να δώσουν τη ζωή τους, δεν αντιμετωπίζονται εύκολα.
 
2. Για λόγους διατήρησης του υψηλού ηθικού της κοινωνίας εκείνους τους πολεμικούς μήνες, έγινε μια προσπάθεια, μέσω των θεατρικών επιθεωρήσεων, των τραγουδιών και των γελοιογραφιών, να παρουσιαστούν οι Ιταλοί ως δειλοί που τάχα δεν πολεμούσαν σκληρά και το ‘βαζαν στα πόδια εύκολα. Αυτή η εικόνα όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο ιταλός στρατιώτης πολέμησε γενναία στις περισσότερες μάχες της Αλβανίας. Απλά, όταν η σύγκρουση στο πεδίο της μάχης έφθανε ‘’στο αμήν’’, όποτε δηλαδή γινόταν συμπλοκή σώμα με σώμα, με την ξιφολόγχη, εκεί, πράγματι, οι Ιταλοί, τις περισσότερες φορές, ‘’έσπαζαν’’ πρώτοι. Γιατί; Διότι όσο γενναίοι και να ήταν – και ήταν – δεν είχαν το φρόνημα των Ελλήνων που αναφέραμε πιο πάνω. Δεν είχαν την αυταπάρνηση, το πνεύμα της θυσίας. Γιατί τους έλειπε το κίνητρο που κινητοποιούσε τους Έλληνες, ο αγώνας ‘’υπέρ βωμών και εστιών’’.
 
3. Καίριο ρόλο στην ελληνική νίκη έπαιξε το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν αιφνιδιάστηκε το πρωί της 28ης Οκτωβρίου. Όχι μόνο οι ιταλικές προθέσεις ήταν γνωστές τουλάχιστον από τον τορπιλισμό της Έλλης τον Δεκαπενταύγουστο, αλλά, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στο προσωπικό του ημερολόγιο, ο Μεταξάς ήταν ενήμερος από την ελληνική κατασκοπεία ότι η ιταλική επίθεση θα εκδηλωθεί το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου. Μιλάμε για μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ελληνικής κατασκοπείας σε όλον τον 20ο αιώνα. Συνεπώς δεν υπήρξε αιφνιδιασμός.
 
4. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στο καθεστώς Μεταξά ότι στον τομέα της στρατιωτικής προετοιμασίας έκανε σοβαρή και συστηματική δουλειά. Όχι, δεν αληθεύουν διάφορα που γράφουν κάποιοι υμνητές του Μεταξά, ότι την 28η Οκτωβρίου είχαμε τον τέλειο και άριστα οργανωμένο στρατό. Δεν αληθεύουν όμως ούτε κάποιοι άλλοι ισχυρισμοί, ότι ο ελληνικός στρατός ήταν ‘’ξυπόλητος’’, ‘’άοπλος’’ κτλ και ότι η νίκη οφείλεται μόνο στην ‘’ελληνική ψυχή’’. Οι δύο παραπάνω ισχυρισμοί πηγάζουν από πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες.  Η αλήθεια είναι ότι το καθεστώς Μεταξά πέτυχε, όσον αφορά την πολεμική προετοιμασία, τα εξής:
α) Εξασφάλισε επάρκεια σε πυρομαχικά. Αγόρασε μεγάλες ποσότητες όλμων και πολυβόλων. Επίσης, σ’ αυτόν τον πόλεμο ο ελληνικός στρατός διέθετε ένα από τα καλύτερα ορεινά πυροβολικά της Ευρώπης. Τέλος, οι συνεχείς στρατιωτικές ασκήσεις των ετών 1938-1940 έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην εμπειρία και την αποτελεσματικότητα που απέκτησαν αυτοί που κλήθηκαν στα όπλα όταν ο πόλεμος ξεκίνησε.
β) Το σημαντικότερο: το καθεστώς Μεταξά εξασφάλισε τους οικονομικούς πόρους που ήταν απαραίτητοι προκειμένου να επιστρατεύσει, να ντύσει, να εξοπλίσει και να τρέφει καθημερινά για μήνες έναν τεράστιο αριθμό ανδρών: 550.000 ήταν αυτοί που συμμετείχαν στον πόλεμο του 1940-1941, είτε στην πρώτη γραμμή είτε ως βοηθητικοί. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο αριθμητικά ελληνικό στρατό της Ιστορίας! Χωρίς αυτόν τον – πρωτοφανή για την ελληνική ιστορία – αριθμό, οι νίκες της Αλβανίας θα ήταν αδιανόητες. Τα εύσημα, λοιπόν, ανήκουν σε όσους κατόρθωσαν να κινητοποιήσουν, να οργανώσουν και να συντηρήσουν αυτό το τεράστιο για τα ελληνικά δεδομένα στράτευμα επί έξι μήνες σε νικηφόρο πόλεμο. Για να γίνει περισσότερο αντιληπτό το επίτευγμα, αρκεί να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τις στρατιωτικές εκθέσεις έως το 1936, η Ελλάδα διέθετε τους πόρους για να επιστρατεύσει και να συντηρήσει μόνο 200.000 άνδρες και μόνο για δύο μήνες! Οι αριθμοί δείχνουν, χωρίς ανάγκη περαιτέρω σχολιασμών, το μέγεθος της προσπάθειας που καταβλήθηκε από το 1936 και μετά.
 
5. Ολοκληρώνοντας τους λόγους της ελληνικής νίκης, θα αναφερθούμε τώρα σε στοιχεία που ίσως ενοχλήσουν κάπως κάποιους από τους αναγνώστες, κατά τη γνώμη μου αδικαιολόγητα. Πρόκειται, κατά την άποψή μου, για την κύρια αιτία της ελληνικής νίκης: ο βαθμός στον οποίο μας υποτίμησαν οι Ιταλοί. Εξηγούμαι: τόσο ο Μουσολίνι όσο και οι περισσότεροι στρατηγοί του – πλην του Μπαντόλιο – πίστευαν ότι η εκστρατεία τους εναντίον της Ελλάδας θα ήταν ένας στρατιωτικός περίπατος. Η εκτίμησή τους αυτή πήγαζε από τη βαθύτατη περιφρόνηση και υποτίμηση που ένιωθαν για τις ελληνικές οικονομικές και στρατιωτικές δυνατότητες. Πήγαζε επίσης από την αλαζονεία και την προχειρότητα με τις οποίες αντιμετώπιζαν κάθε αντίπαλο οι ιταλοί φασίστες. Ούτε που φαντάζονταν τους αριθμούς που η Ελλάδα μπορούσε να παρατάξει απέναντί τους.
Αποτέλεσμα: ενώ μπορούσαν να επιτεθούν εναντίον της Ελλάδας με 20 έως 30 μεραρχίες, επιτέθηκαν τελικά με 8! Ως εκ τούτου, ήδη από τις 10 Νοεμβρίου 1940, ο ελληνικός στρατός είχε αποκτήσει αριθμητική υπεροχή έναντι των Ιταλών! Είναι χαρακτηριστικό ότι το Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1940, τους μήνες δηλαδή της μεγάλης ελληνικής προέλασης εντός της Αλβανίας, οι ελληνικές δυνάμεις υπερείχαν αριθμητικά σε αναλογία 2 προς 1! Μπορεί κάποιοι να αισθάνονται ότι αυτά τα στοιχεία μειώνουν την αξία και το μέγεθος της ελληνικής νίκης, όμως κάτι τέτοιο, κατά τη γνώμη μου, δεν ισχύει. Και η απόδειξη είναι η εξής: τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1941 οι Ιταλοί κατάφεραν, με συνεχείς ενισχύσεις που μετέφεραν από τη χώρα τους, να αποκαταστήσουν τους αριθμούς και μάλιστα να αποκτήσουν αριθμητική υπεροχή στο κέντρο του μετώπου (Τεπελένι-Κλεισούρα). Σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο εξαπέλυσαν τη λεγόμενη ‘’Εαρινή Επίθεση’’ τον Μάρτιο του 1941. Και πάλι όμως απέτυχαν παταγωδώς.