Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 5:33:53 μμ
Παρασκευή, 21 Μαρτίου 2008 08:38

Η Θεσσαλονίκη είναι ένα κάτασπρο λιμάνι

ΑΦΗΓΗΣΗ
Του Ανταλλάξιμου Τούρκου πρόσφυγα Εσερ (Ramazan Ser) από το χωριό Σεβιντικλί (Επτάλοφο)

Χιλιάδες τσαντήρια, χιλιάδες ανταλλάξιμοι. Και όχι μόνο στα ταντήρια αλλά στα χάνια και τα σπίτια. Χιλιάδες πρόσφυγες.
Η Θεσσαλονίκη ήταν κάτασπρη από τις σκηνές που είχαν στηθεί για τους πρόσφυγες, οι οποίοι αποκομμένοι με το ζόρι από τα χώματα που γεννήθηκαν στέλνονταν τώρα, σε άλλη χώρα. Η Θεσσαλονίκη τους φιλοξενούσε, αλλά η καρδιά των φιλοξενουμένων ήταν κατάμαυρη από τον πόνο. Και τον πόνο αυτό δεν τον ζούσαν οι πρόσφυγες μόνο στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στις επαρχίες της Κρήτης της Λίμνης, της Χίου και της Μυτιλήνης.
Αυτή η συνέντευξη οδηγεί το πικρό δρομολόγιο του Ραμαζάν Εσέρ ο οποίος γεννήθηκε το 1918 στο Σεβιντικλή (Επτάλοφο). Το δρομολόγιο αυτό, όπως άλλωστε και των άλλων προσφύγων, ξεκινάει από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, και καταλήγει στην Τούζλα.
Ο Ραμαζάν Εσέρ ήτανε εξ (6) χρόνων όταν πήρε το δρόμο για την Τουρκιά εγκαταλείποντας τις κερασιές του μπαξέ τους, τις οποίες, αλίμονο, δεν επρόκειτο να ξαναδεί.
Να λοιπόν τι λέει ο Εσέρ για τη ζωή του από το Σεβιντικλί και τη Θεσσαλονίκη.
- «Το χωριό μας ήταν ένα όμορφο χωριό. Οι ρίζες μας ήταν από το Ικόνιο. Στην περιοχή γύρω από το Σεβιντικλί ήταν η Ισνεφτσέ (Σινέφτσε - Κεντρικό) το Κιολεμενλί (Λιθωτό) και το Σαριντόζαν (Πετράδες).
Η οικογένειά μας ήταν τετραμελής. Ο πατέρας μου, η μάνα μου, η αδελφή μου κι εγώ. Και το όνομα του πατέρα μου ήτανε Ραμαζάν κι έκανε γενικό εμπόριο.
Την δημόσια τάξη, τη διασφάλιζε η ελληνική χωροφυλακή.
Με τους Έλληνες στην αρχή περνούσαμε καλά, αλλά όταν απελευθερώθηκε (από τους Τούρκους) η Σμύρνη τα πράγματα λίγο άλλαξαν. Οι Έλληνες προσέφυγαν στη βία. Μάλιστα μία φορά δείρανε τον πατέρα μου. Σάπισαν τα πλευρά του ανθρωπάκου. Σφάξαμε ένα πρόβατο, και τυλίγοντας τα τραύματα με το δέρμα του, θεραπεύσαμε τις πληγές.
Πέντε χρόνων άρχισαν να πηγαίνω στο σχολείο που ήταν το τζαμί.
Λόγω της ανταλλαγής δεν μπόρεσα να συνεχίζω
Την πληροφορία ότι φεύγουμε για την Τουρκία, μας την είπε ο πατέρας μου. Ήρθε γράμμα στο χωριό, θα ρθούν οι Έλληνες από την Τουρκία κι εμείς θα πάμε στην Τουρκία, μας είπε.
Πριν βγούμε στο δρόμο της Ανταλλαγής, είχαν έρθει στο χωριό Έλληνες πρόσφυγες από την Χαϋράμπολη της επαρχίας Ραιδεστού. Στο μισό σπίτι μας, είχανε εγκαταστήσει απ’ αυτούς. Μιλούσανε Τούρκικα, καλύτερα από εμάς. Μα έλεγαν - «Να πάτε στην Χαϋράμπολη είναι ωραίο μέρος, έχει ευλογημένα χώματα. Ήτανε πολύ στενοχωρημένοι που είχανε εγκαταλείψει τα μέρη που γεννήθηκαν.
- Στην Τουρκία ζήσαμε πολύ άνετα. Που μας έφεραν εδώ, δεν έκαναν καθόλου καλά, έλεγαν.
Στο Σεβιντικλί είχανε έρθει και πρόσφυγες από τον Εύξεινο Πόντο. - «Πως θα συμβιώσουμε μι’ αυτούς;» έλεγαν οι άλλοι πρόσφυγες από την Χαϋράμπολη και συνέχιζαν να μας ιστορούν πόσο καλά περνούσανε στην Τουρκία.

Τέσσερις (4) θάνατοι την ημέρα.
Οι Σεβιντικλιώτες μόλις πήραν την είδηση της Ανταλλαγής, χαρήκανε. Βεβαίως και η οικογένεια του Ραμαζάν Εσέρ. Με αλογόκαρο πήραν το δρόμο ευθεία για Θεσσαλονίκη.
Συνεχίζει ο Εσέρ να ιστορεί.
- «Η Θεσσαλονίκη έμοιαζε στην Σμύρνη. Στο λιμάνι ήταν ο Λευκός Πύργος. Πάνω από δέκα μέρες περιμέναμε τον ερχομό του πλοίου. Σ’ αυτό το διάστημα μείναμε στα χάνια με δικά μας χρήματα. Τον πατέρα μου στη Σαλονίκη τον λήστεψαν. Η μάννα μου, ό,τι χρήματα μπόρεσε έφερε στην Τουρκία. Το πλοίο που μας έφερε στην Τουρκία το λέγανε ΟΥΜΙΤ (Ελπίδα). Επειδή είχε μπερδευτεί σύρμα στον έλικα του καθυστέρησε την αναχώρηση. Το παρατσούκλι του Καπετάνιου Μουσταφά Μπέη ήτανε «κουτσός». Με το πλοίο ήρθαμε ο ένας πάνω στον άλλο. Μαζί μας ήρθαν οι θείος και η θεία μου. Βαριά, βαριά ξεκίνησε το πλοίο. Ήτανε ένα πολύ δύσκολο ταξίδι. Μόλις κατεβήκαμε στην Τούζλα, μας έβαλαν σε καραντίνα.
Εκεί που είναι σήμερα οι στρατιωτικές κατοικίες στη Σχολή Πεζικού, υπήρχαν κάτι σπίτια υποδοχής προσφύγων. Εκεί μας βάλανε στην αρχή. Η αδελφή μου Βαχριέ, πέθανε σ’ εκείνα τα σπίτια. Εδώ πέθανε πολύς κόσμος. Θυμάμαι καθημερινά σήκωναν τέσσερις (4) νεκρούς.
Εμάς θα μας έστελναν στη Ραιδεστό. Τα χαρτιά μας είχανε ετοιμαστεί για Ραιδεστό. Περιμένοντας να ξεκινήσουμε, ήρθε μια διαταγή από τον Ατατούρκ «να μείνουν εκεί» έλεγε. Ο Ατατούρκ είναι συμπατριώτης μας. Γλύτωσε και εμάς και την Τουρκιά. Μακάρι νάρθει σήμερα ένας Ατατούρκ. Τον Ατατούρκ τον είδα μια φορά στο Σταθμό της Τούζλας».
Όταν οι Σεβιντικλιώτες πήραν απόφαση να εγκατασταθούν στην Τούζλα όπως έγινε και με τους άλλους πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί σε άλλα μέρη, προέκυψε ζήτημα εναρμόνισης. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Ραμαζάν Εσέρ λέει. -«Οι ντόπιοι δεν μας συμπεριφέρθηκαν καλά» και συνεχίζοντας ο Εσέρ τις εντυπώσεις του από τις πρώτες μέρες εγκατάστασης στην Τούζλα, λέει.
- «Δώσανε στην οικογένεια μου ένα διώροφο σπίτι με τρία δωμάτια. Όμως ήδη κατοικούσαν στο σπίτι άλλοι. Καταφέραμε και μπήκαμε στο σπίτι όταν φύγανε. Μια επιτροπή μας έδωσε σπίτια και οικόπεδα. Επί κεφαλής της Επιτροπής ήταν κάποιος με το παρατσούκλι «Κανταρζής». Μας έδωσαν έδαφος τρία στρέμματα ανά κεφάλι. Αυτά που μας έδωσαν δεν ισοστάθμιζαν την περιουσία που αφήσαμε στο Σεβιντικλί. Τα πρώτα χρόνια νοικιάσαμε χωράφια και κάναμε γεωργία.
Λίγα χρόνια μετά ο πατέρας μου πήρε παϋτόνι. Κουβαλούσε πελάτες στο Ιτσμέλερ. Δεν κράτησε όμως αυτό πολύ γιατί αρρώστησε και πέθανε.
Οι ντόπιοι Τουζλιώτες έμεναν γύρω από το τζαμί του Αχμέτ του Α’ Κάτω από το τζαμί, ευθεία μέχρι την παραλία ήταν ελληνικός μαχαλάς.
Όταν ήρθαμε εδώ, η Τούζλα ήταν εντελώς άδεια. Επειδή ένα τζαμί δεν μας κάλυπτε, τη μια εκκλησία την κάναμε τζαμί.
Η προσφυγιά είναι δύσκολη. Κι εκεί κι εδώ, περάσαμε δύσκολες μέρες. Στην Τούζλα ήρθαμε στα τέλη φθινοπώρου του 1924. Οι ελιές είχανε μαυρίσει.»
Ο Ραμαζάν Εσέρ τόσα χρόνια, δεν αποθύμησε καθόλου τα μέρη που γεννήθηκε. Τα τελευταία λόγια αυτά της συνέντευξης είναι σχετικά με την αποθυμιά άλλων. Μάρτυς α.. της αποθυμιάς είναι και πάλι ο Ραμαζάν Εσέρ - Έλληνες που φύγανε παλιά από την Τούζλα, ερχότανε πολύ συχνά εδώ. Έβλεπαν τα σπίτια που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και καταπολεμούσαν τη νοσταλγία τους.