Το 1652 η Ολλανδική εταιρεία της Ανατολικής Ινδίας ιδρύει στο Cape Town, για να έχει κύριο λιμάνι στην περιοχή. Το λιμάνι αυτό, μετά και την ανακάλυψη χρυσού στην περιοχή Τρανσβααλ, έγινε το πιο σημαντικό κέντρο εισόδου Ευρωπαίων, αλλά και Ελλήνων μεταναστών. Το πολύτιμο μέταλλο είχε πρωτοβρεθεί το 1886 κοντά στη σημερινή πόλη του Γιοχάνεσπουργκ και προκάλεσε τη μαζική εισβολή χιλιάδων μεταναστών. Οι πρώτοι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στη Νότια Αφρική στη δεκαετία 1870-1880 ήταν κυρίως νησιώτες ναυτικοί. Αρκετοί Έλληνες έλαβαν μέρος στο πλευρό των Μποέρς (κυρίως Ολλανδοί) στη διάρκεια του πολέμου εναντίον των Βρετανών (1899-1902) οι οποίοι ήθελαν να προσαρτήσουν τις πλούσιες νοτιοαφρικανικές περιοχές στην αυτοκρατορία τους.Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα ήρθαν πολλοί Έλληνες για εργασία στα ορυχεία και τον σιδηρόδρομο. Οι δε Κύπριοι, ως υπήκοοι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, είχαν ελεύθερη έισοδο στη Νότια Αφρική. Από το 1946 ο αριθμός των ομογενών άρχισε να αυξάνεται σημαντικά, καθώς και ο ρόλος τους στον οικονομικό τομέα. Ομογενείς διείσδυσαν στην ελαφρά βιομηχανία, στα ελεύθερα επαγγέλματα και στις δημόσιες υπηρεσίες. Η εφαρμογή όμως μιας πολιτικής αφομοίωσης των ευρωπαϊκών στοιχείων στη νοτιοαφρικανική κοινωνία, το κλείσιμο όλων των ξενόγλωσσων σχολείων (ημερήσια) και οι αφομοιωτικές τάσεις και πιέσεις από τους «αρχιτέκτονες» του απαρτχάιντ, προκειμένου να εξαλειφθεί εντελώς το πολιτιστικό παρελθόν των νεαρών μεταναστών, οδήγησε το 65% των Ελλήνων στην απόκτηση της νοτιοαφρικανικής υπηκοότητας. Όσοι ζούσαν στη χώρα πέντε χρόνια και ήταν κάτω των 24 ετών, γινόταν αυτόματα Νοτιοαφρικανοί υπήκοοι και σε περίπτωση άρνησης τους έχαναν το δικαίωμα παραμονής. Όλα αυτά εκτός από την αφομοίωση, οδήγησαν τους νέους ομογενείς και στην ολοκληρωτική αποδοχή της ρατσιστικής ιδεολογίας και της πολιτικής του απαρτχάιτ, δηλαδή τις πολιτικές και κοινωνικές στάσεις των φυλετικών διαχωρισμών. Οι Έλληνες με ελάχιστες εξαιρέσεις είχαν ταυτιστεί με το καθεστώς, προσφέροντας μάλιστα υλικά και ηθικά στηρίγματα. Λαμπρή εξαίρεση, ο επί χρόνια δικηγόρος του μαύρου ηγέτη και στη συνέχεια προέδρου της χώρας Νέλσον Μαντέλα, Γιώργος Μπίζος. Ίσως ο πιο γνωστός Έλληνας της Νοτίου Αφρικής, σήμερα ένας από τους επιφανέστερους δικηγόρους της χώρας, και σύμβουλος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου. Γενικά στην κοινωνική ιεραρχία της Νοτίου Αφρικής οι Έλληνες βρίσκονταν σε πολύ χαμηλή θέση, έχοντας ενστερνισθεί τη ρατσιστική νοοτροπία των υπολοίπων λευκών ευρωπαίων, από τη μια αισθάνονταν κατώτεροι και από την άλλη ανώτεροι απέναντι στους μαύρους παράλληλα είχαν την ψευδαίσθηση ότι ο καταπιεσμένος νοτιοαφρικανικος λαός τους είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Αυτό το σκηνικό παρέμεινε για δεκαετίες το ίδιο, και δεν επεδίωξαν ιδιαίτερα να το αλλάξουν, παρά μονάχα τις τελευταίες δεκαετίες, όπου και γίνεται πλέον μια ορατή κοινωνική κινητικότητα από την πλευρά τους.
Ο αριθμός των Ελλήνων μέχρι το 1963 δεν ξεπερνούσε τα 22.000 άτομα, από το 1963 και μετά, η τότε λευκή κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής, θέλοντας να ενισχύσει τη λευκή μειονόητα, καθιέρωσε μια νέα μεταναστευτική πολιτική με πολλές διευκολύνσεις. Αυτό είχε ως συνέπεια την αύξηση της ελληνικής παροικίας, η οποία πλέον είναι η μεγαλύτερη στην Αφρική. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι ομογενείς της Νοτίου Αφρικής υπολογίζονταν σε 170.000 περίπου, οι οποίοι μειώθηκαν στις 120.000 το 1996.
Από αυτούς οι μισοί σχεδόν κατοικούν στις περιοχές του Γιοχάνεσμπουργκ και της Πρετόριας και ένα σημαντικό μέρος των υπολοίπων στις βιομηχανικές ζώνες, το βόρειο τμήμα της Νότιας Αφρικής. Το εμπόριο παραμένει η κύρια απασχόληση των σημερινών ομογενών, αξιοσημείωτο γεγονός είναι η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου στις νεότερες γενιές, κάτι που έχει αυξήσει και το κοινωνικό γόητρο της ελληνικής παροικίας.
Συνεχίζεται
Βιβλιογραφία: «Άτλας της Ελληνικής Δασποράς»
Εκδόσεις: «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ»



