Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 1:51:32 μμ
Τρίτη, 11 Ιανουαρίου 2022 19:43

Ο μεγάλος εχθρός της αλήθειας: Οι επίμονοι και ανθεκτικοί μύθοι

Του Παναγιώτη Αδάμου.

Υπάρχουν γεγονότα του παρελθόντος που ξεφεύγουν από τα στενά ιστορικά πλαίσια και εισέρχονται στον χώρο του μύθου, του θρύλου. Αυτό είναι φυσικό να συμβαίνει όταν αναφερόμαστε σε περιστάσεις που επηρέασαν και άλλαξαν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων.

Μια τέτοια περίπτωση είναι η ήττα του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο το 1922 και η προσφυγική τραγωδία που την ακολούθησε.
 
Λόγω του οδυνηρού βιώματος, ακόμη και τώρα, εκατό χρόνια μετά, είναι, σε πολλές περιπτώσεις, πολύ δύσκολη η αποστασιοποιημένη και νηφάλια προσπάθεια ιστορικής ερμηνείας της μικρασιατικής εκστρατείας, των επιλογών των τότε ελληνικών κυβερνήσεων καθώς και της τελικής ήττας. Έτσι, έχουν επικρατήσει σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας κάποιοι μύθοι που έχουν λάβει τη μορφή αξιωμάτων μη επιδεχόμενων αμφισβήτηση, ούτε καν συζήτηση.
 Άλλωστε, ο μεγαλύτερος εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέμα. Είναι ο επίμονος και ανθεκτικός μύθος.

Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθώ μόνο με έναν από αυτούς τους μύθους: την κοινώς αποδεκτή άποψη ότι η απόφαση για προέλαση του ελληνικού στρατού μέχρι την Άγκυρα ήταν απόφαση άφρων, αλαζονική, ‘’ιμπεριαλιστική’’, μη ρεαλιστική και ανεδαφική.
Να θυμηθούμε, καταρχάς, ότι, πράγματι, ο ελληνικός στρατός προέλασε πολύ πέραν των ορίων που η Συνθήκη των Σεβρών προόριζε για την Ελλάδα (Σμύρνη και ενδοχώρα της). Ας επισημάνουμε, σ’ αυτό το σημείο, ότι η απόφαση για προέλαση έξω από αυτά τα όρια πάρθηκε τόσο από τον Βενιζέλο όσο και από τους πολιτικούς του αντιπάλους που τον διαδέχθηκαν στην διακυβέρνηση: η πρώτη προέλαση έξω από τα όρια της Συνθήκης των Σεβρών έγινε από την κυβέρνηση Βενιζέλου το 1920 (καταλήφθηκαν τότε η Προύσα, η Φιλαδέλφεια και άλλες περιοχές) η δε δεύτερη από τους πολιτικούς του αντιπάλους το 1921 (προέλαση που κατέληξε στη μάχη του Σαγγάριου). Συνεπώς, δεν ισχύει ένας ακόμη μύθος, ότι ο Βενιζέλος εφάρμοσε δήθεν ‘’σώφρονα’’ και ‘’ρεαλιστική’’ πολιτική σ’ αυτόν τον τομέα, ενώ οι πολιτικοί του αντίπαλοι κυριεύτηκαν, τάχα, από παράλογες και ιμπεριαλιστικές προσδοκίες και διέταξαν τον στρατό να καταλάβει την Άγκυρα.  Ήταν, λοιπόν, σαφέστατα, επιλογή τόσο των βενιζελικών όσο και των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων η προέλαση στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Αλλά ας πάμε στο ουσιώδες ερώτημα: Γιατί έγινε αυτή η προέλαση; Αλλιώς:  τι επιλογές είχε η Ελλάδα μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη στα 1919; Το ερώτημα αυτό είναι ζωτικό από τη στιγμή που ο Κεμάλ, ως γνωστόν, ξεκίνησε ένοπλο αντάρτικο εναντίον του ελληνικού στρατού και, φυσικά, αρνήθηκε να υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών διακηρύσσοντας ότι θα την ανατρέψει διά των όπλων. Ας δούμε, λοιπόν, τις επιλογές:
Επιλογή 1η: να οχυρωθεί ο ελληνικός στρατός στην περιοχή της Σμύρνης, να οργανωθεί εκεί αμυντικά και να αντισταθεί σε τυχόν επιθέσεις του Κεμάλ. Αυτή η επιλογή αναμασάται μέχρι και σήμερα ως η πλέον ενδεδειγμένη από πολλούς άσχετους με τη στρατηγική, οι οποίοι μάλιστα απορούν πόσο ‘’ανόητες΄΄ ή ‘’αλαζονικές’’ φάνηκαν οι τότε ελληνικές ηγεσίες που δεν την ακολούθησαν. Κι όμως, όλοι οι σοβαροί στρατιωτικοί (και τότε και σήμερα) επισημαίνουν ότι αυτή η επιλογή ήταν άκρως επικίνδυνη. Διότι άφηνε την πρωτοβουλία στον Κεμάλ να επιλέξει τον χρόνο και τον τρόπο της σύγκρουσης. Και, το κυριότερο: έδινε στον Κεμάλ πολύτιμο χρόνο να συγκεντρώσει δυνάμεις αριθμητικά αξιόλογες, ενώ στα 1919 και 1920 ο ελληνικός στρατός υπερτερούσε σαφέστατα σε αριθμούς έναντι του κεμαλικού. Είχε, λοιπόν, οποιαδήποτε λογική το να αφήσουμε τον Κεμάλ να ισχυροποιηθεί σε αριθμό ανδρών και εφοδίων και εμείς απλά να αναμένουμε οχυρωμένοι στη Σμύρνη; Η απάντηση είναι απλή: όχι.
 
Επιλογή 2η: οι ελληνικές κυβερνήσεις έπρεπε να αντιληφθούν ότι, λόγω πολλών παραγόντων, δεν ήταν δυνατή η στρατιωτική νίκη στη Μικρά Ασία και, ως εκ τούτου, όφειλαν να διατάξουν την αποχώρηση του ελληνικού στρατού, την επιστροφή του στην Ελλάδα. Αυτή η επιλογή, έστω και αν, εκ των υστέρων, φαίνεται σωστή από στρατιωτική άποψη, ήταν, απλά, μη εφαρμόσιμη πολιτικά. Διότι μέχρι την κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο του 1922 οι ελληνικές δυνάμεις δεν είχαν γνωρίσει ήττα στη Μικρά Ασία. Ακόμη και στη μάχη του Σαγγάριου (1921) οι Έλληνες δεν είχαν ηττηθεί (δεν είχαν ούτε περικυκλωθεί ούτε καταδιωχθεί από τους Τούρκους), απλά δεν είχαν καταφέρει να νικήσουν και να διαλύσουν τον εχθρό. Πώς ήταν, λοιπόν, δυνατόν, η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση να διατάξει την αποχώρηση του στρατού χωρίς αυτός ο στρατός να έχει ηττηθεί; Πολιτικώς κάτι τέτοιο ήταν απλά αδύνατο και μη βιώσιμο.
Επιλογή 3η: να προελάσει ο ελληνικός στρατός στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας όσο ακόμη διατηρούσε την αριθμητική του υπεροχή. Με τον εξής στόχο: να αναγκάσει τους Τούρκους να δώσουν μάχη, να τους νικήσει και έτσι να αναγκαστεί ο Κεμάλ να υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών. Αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή ή, έστω, η λιγότερο κακή. Αυτό και επιχειρήθηκε.
Σκοπός, λοιπόν, της προέλασης μέχρι την Άγκυρα δεν ήταν η προσάρτηση όλων εκείνων των απέραντων εδαφών, αλλά η διάλυση του κεμαλικού στρατού και ο εξαναγκασμός της τουρκικής πλευράς να αποδεχθεί και να υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών, δηλαδή την προσάρτηση της Σμύρνης και της ενδοχώρας της στην Ελλάδα.
 
Απόδειξη του ότι η προέλαση μέχρι την Άγκυρα δεν ήταν στρατιωτικώς παράλογη είναι το γεγονός ότι η μάχη του Σαγγάριου παραλίγο να κερδηθεί. Είναι βεβαιωμένο-και μάλιστα από κεμαλικές μαρτυρίες-ότι στη μάχη αυτή ο τουρκικός στρατός έφτασε πολύ κοντά στη διάλυση και την υποχώρηση. Αυτό δείχνει ότι η ελληνική νίκη στο Σαγγάριο δεν ήταν κάτι ανέφικτο ή ακατόρθωτο, παρόλο που τελικά δεν επιτεύχθηκε. Όμως, ευτυχώς ή δυστυχώς, στην Ιστορία, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχει ούτε καταγράφεται το ‘’παραλίγο’’.
 
Οι κατακρίνοντες, λοιπόν, την απόφαση για προέλαση μέχρι την Άγκυρα μπορούν να το κάνουν εκ του ασφαλούς και με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης. Καλό είναι όμως να θυμόμαστε μια φράση του Ντε Γκολ: ‘’Πολιτική σημαίνει να πρέπει συνεχώς να αποφασίζεις μεταξύ κακών επιλογών’’.
Υπήρχε, βέβαια, θεωρητικά, και μια τέταρτη επιλογή: να μην είχε καν σταλεί ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία, να μην είχε γίνει η απόβαση στη Σμύρνη το 1919. Και πάλι, εκ των υστέρων, ίσως αυτό φαίνεται η καλύτερη επιλογή. Όμως οι ίδιοι που σήμερα κατακρίνουν τον Βενιζέλο για την αποστολή στρατού στη Σμύρνη το 1919, θα τον κατέκριναν αν δεν το έκανε! Θα έλεγαν με αγανάκτηση: ‘’Με διαλυμένη την οθωμανική αυτοκρατορία, με διαλυμένες τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις μετά την ήττα τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικού πληθυσμού στη Σμύρνη, με τις Μεγάλες Δυνάμεις στο πλευρό μας (όπως φαινόταν το 1919) ποια καταλληλότερη στιγμή περίμενε ο Βενιζέλος και δεν έστειλε τον ελληνικό στρατό να καταλάβει την πρωτεύουσα της Ιωνίας’’;
 
Φαίνεται πως ένας κύριος λόγος που αγαπάμε τις απλουστευτικές και επιφανειακές αναγνώσεις της Ιστορίας είναι μια βαθύτερη ψυχολογική μας ανάγκη να διαβάζουμε το παρελθόν με όρους ‘’καλών και κακών’’, ‘’πατριωτών και προδοτών’’, ‘’αγγέλων και δαιμόνων’’.
Καλή χρονιά σε όλους, με υγεία και τύχη!