Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 2:07:53 μμ
Κυριακή, 08 Ιανουαρίου 2023 15:41

«Ο χρόνος και ο κόσμος της φθοράς»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Βαστάκης, Θεολόγος, πρώην Λυκειάρχης.
Ο Φώτης Κόντογλου, εκτός από μεγάλος ζωγράφος και αγιογράφος, ήταν αξιόλογος λογοτέχνης. Λόγω του μηχανοποιημένου πολέμου του 1914 – 1918 έχασε την εμπιστοσύνη στο δυτικό πολιτισμό. Κατά τον Λίνο Πολίτη (1906 – 1982) ο Φώτης Κοντόγλου «έμεινε σφιχτά προσκολλημένος στο ίδιο ύφος, χωρίς καμία εσωτερική ανανέωση και τα πολλαπλά δημοσιεύματά του επαναλαμβάνουν τα ίδια μοτίβα ενώ η γλώσσα και το ύφος – που είχαν αναβρύσει τόσον αυθόρμητα και γνήσια στην αρχή- στέγνωσαν αργότερα σε κάποια μανιέρα (= τυποποιημένος τρόπος καλλιτεχνικής έκφρασης) κάποτε και με μια δυσάρεστη αναβίωση αρχαϊσμών και καθαρεύουσας».

 

Ο Φώτης Κόντογλου συνδυάζει στοιχεία από τον κόσμο του έργου του Εντγκαρ Άλλαν Πόε (και τον κόσμο των βίων των αγίων, την αφηγηματική απλότητα του Ντάνιελ Νατφόε (1660 – 1731) και τις ακολουθίες της ορθόδοξης εκκλησίας, πράγματα που συνθέτουν ένα απλοϊκό ύφος με καθαρά προσωπικό περιεχόμενο. Οι ήρωες του ομοιάζουν με τους απλούς βιβλικούς ανθρώπους της Ανατολής. Η λογοτεχνία του συνιστά μια «ποιητική ουτοπία» συνιστά μια «εκτός τόπου και χρόνου λειτουργία της νοσταλγίας». Η γλώσσα του είναι λαϊκίζουσα ιδιόλεκτος με πολλά ιδιώματα της ιδιαίτερης πατρίδας του (Αϊβαλί) στο τυπικό και στο λεξιλόγιο. Το ύφος του είναι ιδιότυπο, απλοϊκό και αφελές. Είναι σαν ένα ύφος ενός ανατολίτη παραμυθά».

 

Το μυστήριο του χρόνου:
«Η πιο φοβερή και η πιο ανεξιχνίαστη δύναμη στον κόσμο, λέγει ο Φ. Κόντογλου, είναι ο χρόνος, ο καιρός. Καλά – καλά τι είναι αυτή η δύναμη δεν το ξέρει κανένας, κι όσοι θελήσανε να την προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Το μυστήριο του χρόνου απόμεινε ακατανόητο κι ας μας φαίνεται τόσο φυσικός αυτός ο χρόνος. Τον ίδιο το χρόνο δε μπορούμε να τον καταλάβουμε τι είναι, αλλά τον νοιώθουμε μοναχά από την ενέργεια που κάνει, από τα σημάδια που αφήνει πάνω στην πλάση. Η μυστηριώδης πνοή του όλα τ’ αλλάζει. Δεν απομένει τίποτα σταθερό, ακόμα κι όσα φαίνονται σταθερά κι αιώνια. Μια αδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει όλα, τα πάντα, μέρα – νύχτα κι αυτήν την άπιαστη και κρυφή κίνηση δεν μπορεί να τη σταματήσει καμία δύναμη.
Τούτο το πράγμα που το λένε χρόνο, το έχουμε συνηθίσει, είμαστε εξοικειωμένοι μαζί του, αλλιώς θα μας έπιανε τρόμος, αν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε καλά τι είναι και τι κάνει. Όπως είπαμε δουλεύει μέρα νύχτα, αιώνες αιώνων, αδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι όλα τα αλλάζει με μια καταχθόνια δύναμη, άπιαστος, αόρατος ανυπάκουος, τόσο, που να τον ξεχνά κανένας και να θαρρεί πως δεν υπάρχει και που δεν μπορεί η διάνοιά μας, με κανένα τρόπο να καταλάβει πως κάποτε δεν θα υπάρχει, πως θα καταστραφεί, πως θα λείψει. Πως αυτό το «κάποτε» είναι ο ίδιος ο χρόνος. Πως μπορεί να φανταστεί κανένας πως κάποτε θα πάψει να υπάρχει αυτό το ίδιο το «κάποτε;».

 

Ο χρόνος όλα τα γεννά και όλα τα αλλοιώνει:
«Αν λείψει ο χρόνος, θα λείψουν όλα, τα πάντα. Αυτός τα γεννά κι αυτός πάλι τα αλλοιώνει, τα κάνει θρύψαλα και τα εξαφανίζει. Γι’ αυτό αρχαίοι Έλληνες λέγανε στη Μυθολογία τους πως ο Κρόνος, δηλαδή ο χρόνος, έτρωγε τα παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορά και θάνατος είναι τα ακατάπαυστα έργα του.
Ενώ βρίσκεται γύρω μας, απάνω μας, μέσα μας, δεν τον νοιώθουμε ολότελα αυτόν τον ακατανίκητο άρχοντά μας, αυτόν που είναι φίλος και εχθρός μας, γιατί αυτός μας φέρνει όλα τα καλά που μας χαροποιούνε, κι όλα τα κακά που μας πικραίνουνε.
Μας δίνει τη γέννηση, τη γλυκιά λέξη της ζωής, τη χαρά της νιότης, τη δύναμη της αντρείας, μας δωρίζει παιδιά, εγγόνια, έργα λαμπρά, που μας ξεγελούνε, κάθε λογής ευχαρίστηση κι ανάπαψη του κορμιού μας και των έργων, που κοπιάσαμε να τα κάνουμε και στο τέλος μας ποτίζει το φαρμάκι από το ίδιο ποτήρι, που μας πότισε το γλυκό κρασί της χαράς, δίνοντάς μας το θάνατο σ’ εμάς και στους δικούς μας.

 

Ο χρόνος είναι παντού και άπιαστος:
«Ω!, ποιος θα πιάσει αυτόν τον κλέφτη, που μέρα νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, την ώρα που κοιμόμαστε και την ώρα που είμαστε ξυπνητοί, αδιάκοπα χωρίς να σταματήσει μήτε όσο ανοιγοκλείνει τα μάτια μας, τριγυρίζει παντού, ολόγυρα μας, μέσα μας, στο φως και στο σκοτάδι, μπαίνει σε κάθε μέρος, στον ουρανό που γυρίζουνε τ’ άστρα και στα καταχθόνια κι όλα τα παλαιώνει, τα τρίβει σαν μυλόπετρα, τα κάνει σκόνη και πάλι από την άλλη μεριά ο ίδιος φτιάνει κάθε λογής κτίσμα και κάθε πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τι, που υπάρχει σε τούτον τον κόσμο!».

 

Οι άνθρωποι ως παίγνια του χρόνου:
«Όπως, λοιπόν, όλα, τα πάντα, έτσι κι εμείς οι άνθρωποι είμαστε παίγνια στα χέρια αυτού του ακαταμάχητου γίγαντα, που είναι μαζί ευεργέτης μας και τύραννος μας. Και δεχόμαστε το ποτήρι που μας κερνά με το ένα χέρι του και που ναι γεμάτο γλυκό κρασί και πίνουμε και τ’ άλλο ποτήρι που κρατά στ’ άλλο χέρι του και που έχει μέσα το πικρό φαρμάκι. Τι είναι, λοιπόν αυτό το σκληρό παιχνίδι που παίζει σε εμάς αυτό το τέρας που δεν έχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα απ’ ότι έχουνε όσα πλάσματα γεννά και σκοτώνει και που το παίζει δίχως να γελά, μήτε να κλαίει, αδιάφορος κι ανέκφραστος, κρύος σα φάντασμα, αυτός ο ίδιος, που ανάβει τη φλόγα της ζωής».

Τι γιορτάζουμε κάθε Πρωτοχρονιά;
«Αλλοίμονο! Αυτή την άσπλαχνη μυλόπετρα που αλέθει όλα στον κόσμο, τη γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά και τη φχαριστούμε για όσα μας έκανε πριν και για όσα θα μας κάνει ύστερα, για τα πολλά κακά, που θα πάθουμε απ’ αυτή, κοντά στα λίγα καλά, που θα μας φέρει και που θα μας πάρει βιαστικά. Εμείς είμαστε σαν τους δυστυχισμένους κατάδικους, που καλοπιάνουν το δήμιό τους, σαν τους μονομάχους της Ρώμης, που χαιρετούσαν τον Καίσαρα πριν να σφάξει ο ένας τον άλλον, κράζοντάς του: «χαίρε, ω Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούνε!». Έτσι, κι εμείς χαιρετάμε τον καινούριο χρόνο, που θα μας πάει πιο κοντά στο στόμα του, για να μας φάγει και χοροπηδάμε και τραγουδάμε οι δύστυχοι, σαν τα σαλιγκάρια του Αισώπου την ώρα που ψηνότανε. Τούτος ο υλικός κόσμος είναι το βασίλειο του χρόνου που τον κάνει ν’ ανθίζει και να μαραίνεται αδιάκοπα. Η φθορά είναι ο σκληρός νόμος, που έβαλε επάνω του τούτος ο τύραννος. Μ’ αυτή την άσπαστη αλυσίδα βαστά και τον άνθρωπο, σκλάβο, ανήμπορο κάτω από τα πόδια του».

 

Και όμως υπάρχει μια βέβαιη ελπίδα, ο Χριστός:
«Μόνο μια ελπίδα υπάρχει γι’ αυτόν (=τον άνθρωπο) να γλυτώσει από τη φθορά: ο Χριστός, ο λυτρωτή, ο καθαιρέτης της φθοράς. Εκείνος (= ο Χριστός) που πάτησε το θάνατο και που είπε: «ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνει ζήσεται. Εγώ είμι ο άρτος ο ζων, ο εκ του ουρανού καταβάς. Εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα!» Ο Απόστολος Παύλος, ο κλειδοκράτορας του μυστικού κόσμου, λέγει: «Η κτίσις, υποτάχθηκε στη ματαιότητα, άθελά της με την ελπίδα πως κι αυτή η κτίση θα λυτρωθεί από τη σκλαβιά της φθοράς, στην ελευθερία της δόξας των τέκνων του Θεού. Γιατί γνωρίζουμε πως όλη η κτίση αναστενάζει και πονά μαζί μας ως τώρα. Κι όχι μόνο η κτίση, αλλά κι εμείς οι ίδιοι που έχουμε το Άγιο Πνεύμα μέσα μας, αναστενάζουμε, περιμένοντας την υιοθεσία (δηλαδή να γίνουμε τέκνα του Θεού), ήγουν (= δηλαδή) να λυτρωθεί το σώμα μας, από τη φθορά. Κι αλλού λέγει: «Αν κατοικεί μέσα σας το πνεύμα Εκείνου που ανέστησε τον Ιησού, Αυτός που ανάστησε το Χριστό, από τους νεκρούς, θα ζωοποιήσει τα θνητά σώματά σας με το Άγιο Πνεύμα, που κατοικεί μέσα μας».

Ο Χριστός θα δώσει την αφθαρσία:
«Ναι μονάχα ο Χριστός που είναι ο Λόγος του Πατρός και που πήρε απ’ Αυτόν κάθε εξουσία, θα δώσει την αφθαρσία στους αγαπημένους του, καταργώντας και το χρόνο και τον τόπο της ύλης, από τον κόσμο της φθοράς.
Και στην Αποκάλυψη είναι γραμμένα τα παρακάτω λόγια για τον καινούριο κόσμο της παλιγγενεσίας: «Και νυξ ουκ εσταί εκεί, και χρείαν ουκ έχουσι λύχνου και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτίσει αυτούς και βασιλεύσουσι εις τους αιώνες των αιώνων».