Ο Ρωμύλος, όπως είπαμε, είναι ένα αγόρι που πήγαινε πρώτη τάξη. Του αρέσει το ποδόσφαιρο, μισεί τα φασολάκια και τις μπάμιες όπως όλα τα παιδία της ηλικίας του, του αρέσει το σχολείο γιατί όπως λέει και ο ίδιος μαθαίνει πολλά πράγματα. Αυτό όμως που σιχαίνεται ο Ρωμύλος είναι το μπάνιο σκαρφίζεται ένα σωρό δικαιολογίες όταν η μαμά του, του λέει να κάνει μπάνιο, δεν πλένει τα χέρια του, ούτε τα δόντια του, του αρέσει μόνο να τρώει πολλά γλυκά.
Η μητέρα του προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον πείσει ότι για να είναι κάποιος υγιείς πρέπει να είναι καθαρός. Έτσι, του έλεγε συνήθως - κάθε μας κίνηση καραδοκούν κάτι μικρά πλασματάκια που σε όλους είναι γνωστά ως μικρόβια αυτά τα πλασματάκια θέλουν εμείς οι άνθρωποι να είμαστε βρομιάρηδες για να μπορούν να μας κάνουν κακό.
Ο Ρωμύλος αδιαφορούσε και απαντούσε στη μητέρα του λέγοντας
- Εγώ είμαι δυνατός σιγά μη με κάνουν κακό τα μικρόβια αφού το λέει και η λέξη μαμά μι-κρό-βι-α ,δηλαδή είναι μικρά εγώ είμαι μεγάλος δεν μπορούν να μου κάνουν κακό.
- Δεν είσαι μεγάλος Ρωμυλάκο μου, εγώ είμαι μεγάλη.
- Καλά εσύ δεν μου είπες τη μέρα των γενεθλίων μου ότι τώρα που πάω σχολείο είμαι πια μεγάλο παιδί;
Η μητέρα του τα έχασε δεν μπορούσε να του απάντηση πειστικά γιατί πράγματι την ημέρα των γενέθλιων του για να τον κάνει να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι θα πάει στο σχολείο του δήλωσε ότι τώρα πια είναι ένα μεγάλο αγόρι .
Ο πατέρας του Ρωμύλου ήταν πιλότος και έλειπε συνέχεια για δουλειές. Του είχε τόση αδυναμία που σε κάθε ταξίδι του έφερνε και ένα καινούριο παιχνίδι. Είχε πάρα πολλά παιχνίδια, όπλα αεροπλανάκια, αυτοκίνητα, μηχανάκια, μπάλες, επιτραπέζια και τα πιο σύγχρονα ρομπότ που διέθεταν λέιζερ εξόντωσης εχθρού.
Τώρα που μαθαίνει να διαβάζει αρχίζει να ζητάει από τον πατέρα του βιβλία. Και αφού ήταν μοναχοπαίδι δεν του χαλούσαν κανένα χατίρι. Όλοι οι συμμαθητές του τον ζήλευαν γιατί το δωμάτιο του ήταν γεμάτο παιχνίδια. Ο πατέρας του τον είχε καλομάθει ή μάλλον για να το πούμε πιο σωστά τον είχε κακομάθει.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Ενώ όλα τα παιδιά ήταν χαρούμενα που είχαν κλείσει τα σχολεία και περίμεναν τον Άγιο Βασίλη να τους φέρει τα δώρα, ο Ρωμύλος ήταν σε μια γωνία του σπιτιού και έκλεγε με μαύρο μακρύ κυριολεκτικά από τη βρώμα, γιατί πλενόταν σπάνια όταν πήγαινε σχολείο, πόσο μάλλον τώρα που είχαν κλείσει τα σχολεία και δεν είχε πια κανένα λόγο να πλυθεί.
Ρωμυλάκο σταμάτα να κλαις και σήκω από το πάτωμα θα κρυώσεις.
Δεν θέλω, άσε με, της απαντά ο Ρωμύλος κλαίγοντας με μαύρο δάκρυ, αυτή τη φορά εκτός από κλαμένα μάτια είχε και κλαμένη μύτη. Η μητέρα του λόγω δουλειάς έπρεπε να φύγει για 2 μέρες και ο Ρωμύλος είχε στεναχωρηθεί πολύ που θα έκανε Χριστούγεννα μόνος.
Έλα μη κανείς έτσι μεγάλο παλικάρι είσαι, τώρα που θα έρθει η γιαγιά σου θες να σε δει να μυξοκλαίς σαν κάποιο νήπιο;
Ο Ρωμύλος δεν ήθελε να τον θεωρούν μικρό έτσι σταμάτησε να κλαίει πήρε ένα επιβλητικό ύψος και είπε στη μητέρα του.
- Εντάξει, πήγαινε στη δουλειά σου, αλλά να μου υποσχεθείς ότι θα πεις στη γιαγιά να μην με βάλει να κάνω μπάνιο, να μην με αναγκάσει να της πω τα κάλαντα, να με αφήσει να φάω όσα μελομακάρονα θέλω και να με αφήσει να δω όση ώρα θέλω τηλεόραση, όχι μόνο τρεις ώρες, γιατί χαλάνε τα μάτια μου.
- Εντάξει, μικρή γλωσσοκοπάνα, θα πω τη γιαγιά να σε αφήσει να κανείς ό,τι θες και να φας όσο θες. Η μητέρα του Ρωμύλου του έδωσε ένα γλυκό φιλί και μόλις έφτασε η γιαγιά έφυγε.
Η γιαγιά του Ρωμύλου ήταν μια συμπαθητική γριούλα με γκρίζα μαλλιά που φανέρωναν τη σοφία της ηλικίας της, συνήθιζε να φοράει γυαλιά και να διηγείται ιστορίες .Οι ιστορίες της γιαγιάς δεν άρεσαν στο Ρωμύλο γιατί όλες είχαν ως πρωταγωνιστή ένα αγόρι καθαρό που λάτρευε να κάνει μπάνιο και δεν έτρωγε γλυκά, ένα αγόρι τελείως διαφορετικό από τον Ρωμύλο.
Ο Ρωμύλος ήξερε ότι το αγόρι της ιστορίας της γιαγιάς του δεν υπήρχε και ότι ήταν δημιούργημα της φαντασίας της για να μπορέσει να δώσει ένα ηθικό δίδαγμα στον Ρωμύλο για να μάθει να είναι ΚΑΘΑΡΟΣ. Ο Ρωμύλος τις βαριόταν τις ιστορίες της γιαγιάς του εξάλλου ήταν τόσο προβλέψιμες.
Η γιαγιά του Ρωμύλου λόγω Χριστουγέννων του έφερε ένα μεγάλο δώρο. Ο Ρωμύλος δεν το άνοιξε γιατί ήταν ακόμα στεναχωρημένος έτσι είπε να πνίξει τον πόνο του βλέποντας κινούμενα σχέδια στη τηλεόραση και τρώγοντας μελομακάρονα, πολλά μελομακάρονα τόσα που δεν μπορεί ένας άνθρωπος να φανταστεί ότι μπορεί να φάει ένα εξάχρονο παιδί. Η γιαγιά του, του είπε
Ρωμύλο σταμάτα να τρως θα πονέσει η κοιλιά σου.
Δεν θα μου πονέσει. Απάντησε με γεμάτο το στόμα και τα χέρια γεμάτα σιρόπι. Εξάλλου η μαμά είπε να με αφήσεις να φάω όσο θέλω.
Εντάξει, κακομαθημένο αγόρι φάε αλλά μην έρθεις να μου πεις το βράδυ ότι πονάει η κοιλιά σου.
Η ώρα κόντευε 10, ο Ρωμύλος από το πολύ φαΐ και τη τηλεόραση εξαντλήθηκε και πήγε στο δωμάτιο του να κοιμηθεί. Ανοίγοντας τη πόρτα του δωματίου του είδε τη μεγάλη σακούλα με το δώρο της γιαγιάς αλλά δεν μπήκε στη περιέργεια να το ανοίξει γιατί ήξερε ότι δεν τον ενδιαφέρει το περιεχόμενο της σακούλας ήξερε ότι ήταν κάποιο παιχνίδι και εφόσον είχε όλων των ειδών τα παιχνίδια δεν ενδιαφερόταν να αποκτήσει ακόμα ένα.
Έτσι, κουρασμένος ξάπλωσε να κοιμηθεί. Όμως μέσα σε μια ώρα ξύπνησε ανήσυχος, του πονούσε η κοιλιά και εκτός από τη κοιλιά του πονούσαν και τα δόντια. Σηκώθηκε από το κρεβάτι για να πάει να το πει στη γιαγιά του που κοιμόταν στο σαλόνι για να του φτιάξει ένα χαμομήλι η να του δώσει κανένα φάρμακο. Εκεί που πήγε να ανοίξει την πόρτα του δωματίου του θυμήθηκε τη φράση που του είχε πει η γιαγιά του νωρίτερα –ΜΗΝ ΕΡΘΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΟΤΙ ΠΟΝΑΕΙ Η ΚΟΙΛΙΑ ΣΟΥ. Τότε ο Ρωμύλος το μετάνιωσε έκλεισε τη πόρτα και αποφάσισε να μην πάει στη γιαγιά του γιατί ήξερε ότι η γιαγιά του θα του έλεγε -Στα έλεγα εγώ αγόρι μου να μην τρως αλλά εσύ δεν με άκουσες. Ο εγωισμός του Ρωμύλου ήταν μεγαλύτερος από το κοιλόπονο του έτσι διάλεξε να υποστεί τον πόνο.
Καθώς είχε κουρνιάσει στο κρεβάτι του άκουσε μια φωνή να του φωνάζει-ΡΩΜΥΛΟ ΡΩΜΥΛΟ ΡΩΜΥΛΟ ΒΡΩΜΥΛΟ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΣΑΙ; Ο Ρωμύλος ταράχτηκε δεν τρόμαξε όμως σηκώθηκε και προσπαθούσε να καταλάβει από πού ερχόταν η φωνή που άκουγε, τότε κατάλαβε ότι η φωνή αυτή ερχόταν από το δώρο της γιαγιάς του που δεν το είχε ανοίξει. Πλησίασε το πακέτο και ξετύλιξε το δώρο όταν πια έβγαλε όλα τα χαρτιά και όλες τις κορδέλες που στόλιζαν το κουτί αντίκρισε το δώρο του, ήταν ένας μεγάλος νιπτήρας μπάνιου πλαστικός, είχε βρύση, σαπούνια, οδοντόκρεμες, χτένα και καθρέφτη. Ενώ ακόμα συνέχιζε να πονάει η κοιλιά του και τα δόντια του σκέφτηκε.
Τι χαζό δώρο μόνο τα μωρά παίζουν με πλαστικούς νιπτήρες -Τότε ο νιπτήρας του αποκρίθηκε με ανθρώπινη φωνή: -Επιτέλους ΡΩΜΥΛΕ ΒΡΩΜΥΛΕ ΚΑΤΑΔΕΧΤΗΚΕΣ ΝΑ ΜΕ ΒΓΑΛΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΑΚΟΥΛΑ. -Ποιος είσαι εσύ και γιατί με φωνάζεις ΒΡΩΜΥΛΟ; ΔΕΝ ΜΕ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΣ; ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΝΙΠΤΗΡΑΣ ΑΛΛΑ ΒΕΒΑΙΑ ΤΟΣΟ ΚΑΙΡΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙΣ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΣΕΙΣ ΝΙΠΤΗΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΛΥΘΕΙΣ ΘΑ ΞΕΧΑΣΕΣ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ. ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΟ ΒΡΩΜΥΛΟΣ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ; ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΑΚΟΥΣΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ ΝΑ ΣΕ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΕΤΣΙ. -Δεν με λένε έτσι, το όνομα μου είναι Ρωμύλος Πεντακαθαρίδης - ΠΕΝΤΑΚΑΘΑΡΙΔΗΣ; ΑΣ ΓΕΛΑΣΩ ,ΚΟΙΤΑΞΟΥ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΚΑΙ ΠΕΣ ΜΟΥ ΣΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ, του αποκρίθηκε ο νιπτήρας.
Ο Ρωμύλος τότε κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και για πρώτη φορά ντρεπόταν. Τα δόντια του ήταν κίτρινα, το στόμα του κολλούσε από το σιρόπι, τα μαλλιά του ήταν αχτένιστα και βρώμικα και τα χέρια του μύριζαν με μια όχι και τόσο ευχάριστη μυρωδιά. Αφού είσαι νιπτήρας γιατί μιλάς; Οι νιπτήρες δεν μιλάνε. -Είμαι ένας νιπτήρας που λόγω του πνεύματος των Χριστουγέννων μιλάει και προσπαθεί να κάνει τα παιδάκια να γίνουν καλά, να μην αντιμιλούν και μα υπακούνε τους γονείς τους.
Ε τότε κύριε πνεύμα σε εμένα δεν έπρεπε να έρθετε γιατί εγώ είμαι μεγάλος. -ΠΟΙΟΣ ΣΟΥ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ;
Η μαμά μου.
Έχεις δει ποτέ κάποιον μεγάλο να του πονάει η κοιλιά επειδή έφαγε πολλά γλυκά;
ΟΧΙ.
Έχεις δει ποτέ κάποιον μεγάλο να τον παρακαλάνε να κάνει μπάνιο;
Οχι.
Έχεις δει κανένα μεγάλο να μην πλένει τα δόντια του κάθε μέρα;
ΟΧΙ.
Είδες; Άρα δεν πρέπει να θεωρείσαι μεγάλος γιατί μεγάλος δεν πρέπει να είσαι μόνο στην θεωρία αλλά και στην πράξη.
ΚΑΙ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΚΥΡΙΕ ΠΝΕΥΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ Μεγάλος;
Να σέβεσαι τους μεγαλύτερούς σου, να μην βαριέσαι να κανείς μπάνιο και να πλένεσαι κάθε μέρα, να είσαι καθαρός για να μην αρρωσταίνεις και σου πονάνε τα δόντια και η κοιλιά. Έτσι θα σε θεωρούν όλοι μεγάλο γιατί πολύ απλά θα είσαι μεγάλος στα αλήθεια. Τώρα εγώ θα φύγω γιατί έχω να επισκεφτώ και άλλους. Εσύ όμως θα έχεις πάντα το δώρο της γιαγιάς σου και τις συμβουλές μου και μην ξεχνάς αυτό να μείνει μεταξύ μας.
Έτσι, το πρωί ο Ρωμύλος ξύπνησε νωρίς, έτρεξε στο μπάνιο έπλυνε τα δόντια του, έκανε μπάνιο, μετά χτένισε τα μαλλιά του, έβαλε καθαρά ρούχα και πήγε χαρούμενος να πει τα κάλαντα στη γιαγιά του. Εκείνη ενθουσιασμένη τον αγκάλιασε και του είπε και του χρόνου και ο Ρωμύλος της απάντησε
- Οχι γιαγιά, γιατί του χρόνου; Και αύριο θα κάνω μπάνιο.
Η γιαγιά του Ρωμύλου χαμογέλασε και κατάλαβε ότι ο εγγονός της πήρε πια το μάθημα του…the end…fine…τέλος.
Της Αλεξάνδρας Τσαταντζίδου
μαθήτριας της Β’ Λυκείου Ευρωπού