Άλλωστε η πρακτική της κερδοσκοπίας επί των εισαγομένων σιτηρών είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων και δεν χρειάζεται παρά να θυμηθούμε τον δικανικό λόγο «κατά σιτοπωλών» του Λυσία που εκφωνήθηκε ενώπιον της Ηλιαίας το 386π.Χ με αφορμή τη λαθραία εισαγωγή σίτου και την εξ αυτής αισχροκέρδεια. Η ιστορία, βέβαια, μας έχει δείξει και την άλλη πλευρά των σιτεμπόρων: Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας πριν κατέβει στην επαναστατημένη Ελλάδα πούλησε τα έπιπλα του και τα 50 χιλιάδες ρούβλια που εισέπραξε τα έστειλε στους σιτέμπορους της Οδησσού για να μεταφέρουν σιτάρι στους λιμοκτονούντες συμπατριώτες του. Οι ομογενείς έμποροι όχι μόνο ανταποκρίθηκαν αλλά διπλασίασαν το ποσό και έστειλαν πέντε καράβια γεμάτα με το πολύτιμο φορτίο.
Η σημερινή ανάρτηση, λοιπόν, αφορά τους σιτέμπορους, τους «σιτώνηδες», που δραστηριοποιούνταν είτε στο διεθνές εμπόριο, διακινώντας μεγάλες ποσότητες σιτηρών από χώρες που διέθεταν πλεόνασμα, είτε εμπορευόταν μικρές ποσότητες που κατέληγαν σε τοπικές αγορές. Στη πρώτη περίπτωση θησαύριζαν στη δεύτερη έχοντας μικρά περιθώρια κέρδους, τα έφερναν βόλτα με δυσκολία, όπως μαρτυρεί με μια δόση υπερβολής η ρήση «οι εν τω σίτω εμπορευόμενοι εν πενία αποθνήσκουσι».
Το επάγγελμά του σιτεμπόρου περιοριζόταν από τα ασφυκτικά πλαίσια που σε όλες τις εποχές επέβαλαν οι κυβερνώντες για να διασφαλίσουν τη σιτάρκεια και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τις κατανάλωσης. Στο εμπόριο του σιταριού υπεισέρχονταν αστάθμητοι παράγοντες όπως μια κακή παραγωγική χρονιά ή η κήρυξη ενός πολέμου, που ήταν ένα πολύ συνηθισμένο γεγονός στο παρελθόν. Για παράδειγμα μέσος όρος ετήσιας τιμής του σιταριού στη δεκαετία του 1840 -1850 κυμαινόταν από 5,5 – 8 φράγκα. Στις παραμονές του Κριμαϊκού πολέμου, το 1853, έφθασε στα 4 φράγκα και κατά τη διάρκεια της κρίσης σημείωσε απότομη άνοδο και σταθεροποιήθηκε στα 20-25 φράγκα. Το ίδιο συνέβαινε και κατά την περίοδο των βαλκανικών πολέμων και του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου όταν η αποδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων και οι επισιτιστικές ανάγκες των στρατευμάτων, οδήγησαν στην αύξηση των τιμών των δημητριακών. Το 1920-22 οι τιμές εκτινάχτηκαν στα ύψη και στη συνέχεια άρχισαν να πέφτουν σταθερά, ενώ στην περίοδο της κρίσης του 1928 -34 έπεσαν στο χαμηλότερο επίπεδο της περιόδου του Μεσοπολέμου. Έτσι η διακύμανση των τιμών παρουσίαζε σημαντικές εναλλαγές που μπορούσαν να οδηγήσουν στην μέγιστη κερδοφορία ή την οικονομική καταστροφή του σιτεμπόρου. Μέσα σε αυτό το κλίμα συνεχούς διακύμανσης των τιμών οι μεγαλέμποροι σιτηρών βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους παραγωγούς γιατί είχαν έγκαιρη γνώση των τιμών και της ζήτησης, είχαν τη δυνατότητα αναμονής και διαπραγμάτευσης, διέθεταν αποθηκευτικούς χώρους και οικονομική άνεση.
Για την προστασία των σιτοπαραγωγών από τις κερδοσκοπικές διαθέσεις των σιτεμπόρων δημιουργήθηκε το 1926 ένας ιδιαίτερος οργανισμός υποστήριξης του ελληνικού σιταριού που ονομάστηκε Κεντρική Επιτροπή Προστασίας Ελληνικής Σιτοπαραγωγής (ΚΕΠΕΣ). Η ΚΕΠΕΣ ορίζοντας τις τιμές συγκέντρωσης ανά ποιότητα πρόσφερε τη δυνατότητα στους παραγωγούς να εξασφαλίζουν σχετικά ικανοποιητικές τιμές για το προϊόν τους. Για τα αποτελέσματα της λειτουργίας αυτού του οργανισμού στη περιοχή μας ο Κοσμάς Παρασκευόπουλος το 1937 γράφει: «Ο περισσότερος σίτος παραδίδεται εις το συνεργείον συγκεντρώσεως σίτου Κιλκίς, ελάχιστος δε διαφεύγει εις το ελεύθερον εμπόριον. Η συγκέντρωσις του σίτου επέδρασεν ώστε η σιτοκαλλιέργεια να λάβη την έκτασιν την οποίαν κατέχει. Τούτο είναι φυσικόν διότι η διάθεσις κανονίζει εις πάντα παραγωγικόν κλάδον την κατεύθυνσιν της παραγωγικής διαδικασίας. Η συγκέντρωσις απήλαξεν τον γεωργόν από τον μεσάζοντα, από τον παντοπώλην και από τους τοκογλύφους και έδωσε την ώθησιν ώστε να παρατηρηθεί μια βελτίωσις των μεθόδων καλλιεργείας».
Το σιτεμπόριο διεξαγόταν κυρίως στο διάστημα Ιουνίου – Οκτωβρίου. Το σιτάρι διακρίνονταν σε σκληρό που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή σιμιγδαλίων και μαλακό για την παραγωγή αλεύρων αρτοποιίας.
Στην πόλη μας οι χωρικοί με τα κάρα τους έφερναν το σιτάρι στις αποθήκες των σιτεμπόρων και των παντοπωλών ή στο χώρο μπροστά από το σημερινό Δημαρχείο. Στη δεύτερη περίπτωση το σιτάρι αγοραζόταν από μικρέμπορους και μεταπωλούνταν σε μεγαλέμπορους. Οι ποσότητες που έφεραν οι παραγωγοί ήταν διαφορετικές, συνήθως από 1-10 σακιά. Αλλά και το μέγεθος των σακιών διέφερε. Τα συνηθισμένα ζύγιζαν από 80-100 οκάδες, ενώ τα «τσαρκαλίδικα» ξεπερνούσαν σε βάρος τις 150 οκάδες. Στις αποθήκες ζυγίζονταν σε ζυγαριές με δυνατότητα μέτρησης βάρους μέχρι 200 οκάδων και σακιάζονταν από τους εργάτες της αποθήκης. Για να παίρνουν δείγματα οι έμποροι τρυπούσαν τα σακιά χρησιμοποιώντας σουβλιά, που ήταν κούφια και το σιτάρι της δειγματοληψίας έβγαινε από το πίσω μέρος της ξύλινης λαβής.
Οι παραγωγοί πληρώνονταν τοις μετρητοίς ενώ στα παντοπωλεία ένα μέρος της αμοιβής καταβαλλόταν σε είδος. Μετά τον πόλεμο οι σιτέμποροι διέθεταν φορτηγά αυτοκίνητα χωρητικότητας 7.000 οκάδων και παραλάμβαναν οι ίδιοι τα σιτάρια πηγαίνοντας στα χωριά. Το ποσοστό κέρδους του μεγαλεμπόρου κυμαίνονταν από 10-20% και αυξανόταν ανάλογα με τις αποθηκευτικές δυνατότητες του. Τα σιτάρια προωθούνταν στη συνέχεια σε μύλους, κυρίως της Θεσσαλονίκης αλλά και των Αθηνών.
Κλείνω με τον κατάλογο των σιτεμπόρων του Κιλκίς, όπως καταγράφονται σε διάφορες αρχειακές πηγές:
ΕΜΠΟΡΙΚΟΙ ΟΔΗΓΟΙ 1937-38
Αγάπης Ευθύμιος, Μανάβης Ιωάννης, Παναγιώτου Νικόλαος, Παπαδοπούλου Αφροδίτη, Ξανθόπουλος Ιωάννης, Σακαρίδης Κωνσταντίνος, Σαμαράς Δημήτριος, Σαμολαδάς Χρήστος, Τσαϊρτζής Γεώργιος & Σπύρος, Ψαλλίδα Αφοι
Αρχείο ΤΕΒΕ
Κατρανίδης Χρήστος, Κορωνίδης Κωνσταντίνος, Αμπατζής Επαμεινώνδας, Δημητριάδης Ιωάννης, Ναλμπάντης Νικόλαος, Ξανθόπουλος Κωνσταντίνος, Σαμαράς Αλέξανδρος, Φιλιππίδης Μαυρουδής
Μητρώο μελών εμποροεπαγγελματικού συλλόγου Κιλκίς
Παπαθεοφίλου Δημήτριος (Γ. Καπέτα 15), Τουμανίδης Θεόφιλος (Τσιρογιάννη 4), Αποστολίδης Χρήστος (Τσιρογιάννη 6), Σακαρίδης Στέργιος (Παπαθεοφίλου), Δημητριάδης Γεώργιος (Τσιρογιάννη).
Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες από το νομό Κιλκίς θα βρείτε στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου k4s tation.