Σάββατο, 20 Απριλίου 2024, 9:27:09 πμ
Πέμπτη, 26 Μαρτίου 2020 19:51

Στα χρόνια της Ισπανικής γρίπης

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Μάνου: ΧΡΟΝΟΙ ΔΙΣΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ / Απρίλιος 1918 - Προποντίδα.

Στους Επιβάτες, σ’ ένα γιαλοχώρι του Μαρμαρά, ζούσε μια καλοστεκούμενη φαμίλια. Η φαμίλια του Γιώργη του Φράγκου. Άρχοντας αληθινός ο Γιώργης, με βιος τρανό, τον αγάπαγαν ούλοι στο χωριό και τον έβγαζαν, χρόνια πολλά, στη δημογεροντία.

 

Τα αμπέλια του μέτραγαν πενήντα χιλιάδες κούρβουλα* και τα φλουριά περίσσευαν τον καιρό του τρύγου. Μα οι παράδες δεν τόνε φούσκωσαν τα μυαλά. Ποτές δε μεγαλοπιάστηκε. Η πόρτα του σπιτιού του ήτανε πάντοτες ανοιχτή, για το νηστικό και τον ανήμπορο. Χαίρουνταν, για τα καλά που τόνε χάρισε ο Θεός και για την υπόληψη που τον είχε ο κόσμος, μα έλεγε πως μεγάλο μερτικό σ’ αυτά είχε και η κυρά του, η Γιώργαινα.
Αφέντρα του σπιτιού του, η κυρα Φωτεινή, τον έκαμε πέντε παιδιά, τρία παλικάρια και δυο θυγατέρες, και τα ανάθρεψε καταπώς έπρεπε. Να σέβουνται το Θεό, να αγαπάνε το δίκιο και να λογαριάζουνε πιότερο την καλοσύνη απ’ τους παράδες. Κι εκείνος, όντας η κουβέντα το έφερνε, πάντοτες είχε τον καλό το λόγο για τη «κερά» του.
Σαν καλός πατέρας, που δεν ήθελε ν’ αδικέψει κανένα απ’τα παιδιά του, τα έταξε, από νωρίς, το μερτικό τους. Πέντε αδερφομεράδια. Δέκα χιλιάδες κούρβουλα στο καθένα, με το που θα άνοιγαν δικό τους σπιτικό. «Άμα τα παιδιά τα υπολογίζεις και δεν τα αδικεύεις, σε τιμάνε και στα γεροντάματα» αποκρίνονταν σ’ όσους τον ορμήνευαν να μη μοιράζει το βιος του τόσο νωρίς, να βαστήξει και του λόγου του ένα μερτικό, για τα υστερνά του. Εκείνος δεν τους άκουγε και καμάρωνε για τα φυντάνια του.
Έλα, όμως, που μοίρα φθονερή ζούλεψε τα καλά του και αρχίνησε να στέλνει τ’ αστροπελέκια καταποδιαστά! Στα 1910, δυο παλικάρια του, ο Χαράλαμπος κι ο Νικολάκης, πήγανε στον τούρκικο στρατό, μα απ’ την ώρα που έφυγαν, είδηση καμιά. Κανείς δεν τους είδε, κανείς δεν τους απάντησε.
«Χάθηκαν τα παλικάρια μας, Γιώργη, στην Κόκκινη Μηλιά! Τους έφαγαν τα αμελέ ταμπουρού» τον είπε μιαν ημέρα, ούλος στεναχώρια, ο χωριανός του ο Πολύβιος, που είχε κι αυτός χαμένο γιο.
«Εγώ, Πολύβιε, δεν ακούω τέτοια χαμένα. Τα παιδιά θα γυρίσουνε. Κι άλλη βολά, τέτοια κουβέντα να μη με πεις, γιατί θα κόψουμε και τις καλημέρες!» αποκρίθηκε θυμωμένα και καρτερούσε, μέρα με την ημέρα, το γυρισμό τους.
Οι μέρες διάβηκαν, γίνηκαν χρόνια, μα το χαρούμενο μαντάτο δεν ήρχουνταν. Στην αρχή, κράταγε την ελπίδα ζωντανή και για πέντε χρόνια βάστηξε. Από κει κι ύστερις, τόνε πήρε ο κατήφορος. Σιγά σιγά, αποτραβήχτηκε από τον κόσμο και σφαλίστηκε στο κονάκι του. Ο καημός, για τα παλικάρια του, γίνηκε σαράκι και τον έτρωγε, αργά αργά, τα σωθικά. Ώσπου, την άνοιξη του ’16, τόνε βρήκε η κακιά η αρρώστια στο στομάχι, και το Μάη του ’17 σχωρέθηκε.
Την άλλη χρονιά, τον Απρίλη (1918), καινούργιο αστροπελέκι βαρεί τη φαμίλια του. Η Κατίνα, η μεγάλη του η κόρη, όσο ζύγωνε το χρονίσιο μνημόσυνο του πατέρα της, έπεσε σε βαθιά στεναχώρια και δεν ήθελε να βγει όξω απ’ το σπίτι. Η κυρά Φωτεινή θώρειε την κόρη της να λιώνει και την έπιασε τρόμος. Για να αλλάξει κομμάτι ο νους της, την έστειλε για καμπόσες ημέρες σε μια φιλινάδα της στο διπλανό χωριό, το Κονομειό. Δεν πρόφταξε καλά καλά να πατήσει εκεί το πόδι της και, την πρώτη κιόλας ημέρα, αρρώστησε βαριά. Τη χτύπησε, είπανε, η ισπανική γρίπη, που εκείνον τον καιρό θέριζε χωριά και πολιτείες και ξεκλήριζε φαμίλιες ολάκερες. Αναγκαστικά, γύρισε οπίσω στο σπίτι της. Μόλις γύρισε, άλλο κακό. Ο αδερφός της, ο Δημοσθένης, παντρεμένος, με δικό του σπιτικό, πήγε να τήνε διει και κόλλησε κι αυτός.
Μιαν εβδομάδα χαροπάλεψε η Κατίνα, μα στο τέλος νικητής βγήκε ο χάρος. Τήνε πήρε στα εικοσπέντε της, ημέρα Τρίτη. Δε λυπήθηκε μήτε τα νιάτα της μήτε της φαμίλιας της το μαυροφόρεμα. Την Τετράδη* τήνε σήκωσαν, τήνε κήδεψαν και στο Δημοσθένη, που πλάγιαζε, δεν είπανε κουβέντα. Γυρνώντας απ’ τα μνήματα, η κυρά Φωτεινή πέρασε να τόνε διεί. Εκείνος, παραδομένος στη ζάλη του, δεν πήρε χαμπάρι τη φωτιά που έκαιγε το πατρικό του. Σ’ ένα ξαστέρωμα του νου, ρώτηξε τη μάνα του πώς είναι η Κατίνα, που τήνε θάρρευε ακόμα ζωντανή.
«Γύρισε στο καλό, γιόκα μ’» αποκρίθηκε, κάμνοντας πέτρα την καρδιά της, η κυρά Φωτεινή.
«Μάνα, να τήνε πεις να μη χολοσκάει. Μόλις γενώ καλά, θα ζέψω τη σούστα και θα τήνε πάω εγώ στο Κονομειό. Αντάμα θα πάμε» απλογήθηκε.
Εσύ είσαι που το λες; Την ίδιαν ημέρα, Τετράδη βράδυ, πεθαίνει στα τριανταδυό του κι ο Δημοσθένης. Μέσα σε δυο ημέρες, πάνε αντάμα δυο αδέρφια. Δυο κηδείες απανωτές. Πάει κι η φαμίλια. Από εφτά νοματαίους, απόμεικαν μονάχα δυο. Η κυρα Φωτεινή με την κόρη της, τη Χρυσή. Δυο χάθηκαν στο στρατό και τρεις απόθαναν σ’ ένα χρόνο.
Οι δυο γυναίκες, μόνες κατάμονες, δεν ήξευραν ποιόνα να κλάψουνε και ποιόνα να μοιριολογήσουνε. Κι εκεί, που άλλοτες ακούγονταν μονάχα χαρές και τραγούδια, έπεσε πόνος βαρύς κι ασήκωτος για τις λιγνές τους πλάτες. Οι συγγενείς, ας είναι καλά, κόσεψαν*, τις παραστάθηκαν και μοναχές δεν τις άφησαν. Ούλη την ημέρα ήτανε πλάι τους. Μα όντας έπεφτε η νύχτα, κι ο καθένας αποτραβιούνταν στο γιατάκι του, το μαρτύριο για τις δυο γυναίκες μεγάλωνε. Πίσω απ’ τη μανταλωμένη οξώπορτα, με τη μαύρη κορδέλλα καρφωμένη στο πανωκάσι*, οι ώρες διάβαιναν πεισματικά αργά, και μονάχα το λάλημα του πετεινού μαλάκωνε τις καρδιές τους.