Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 3:29:22 μμ
Δευτέρα, 02 Ιανουαρίου 2023 19:57

Τα “casino” μιας άλλης εποχής στο ανατολικό Κιλκίς

Γράφει ο Τάσος Γιοβανούδης.

Νεαρός υπενωμοτάρχης το φθινόπωρο του  1969 βρέθηκα αστυνόμος στο Σταθμό Χωροφυλακής Αντιγονείας. Είχε έδρα το Μυλοχώρι και στεγαζόταν στο καινούργιο κτήριο που κτίσθηκε με τη συνδρομή και τη βοήθεια των κατοίκων της περιοχής, αλλά κυρίως των κατοίκων του Μυλοχωρίου.

 

Ήταν μια περίοδος που μου άφησε μεγάλες εμπειρίες  και αξέχαστες αναμνήσεις. Αρνητική και πρωτόγνωρη εντύπωση μου προκαλούσε η ασύδοτη επί χρήμασι χαρτοπαιξία σε όλα τα καφενεία, ακόμη και σε σπίτια,  σε όλα τα χωριά, μικρά και μεγάλα.

Ήταν τόση η αγανάκτηση των γυναικών-συζύγων που πολλές φορές τηλεφωνούσαν εξαναγκάζοντας την αστυνομία να επέμβει.  

Μέσα Δεκεμβρίου ήρθε στα γραφεία να θεωρήσει το γνήσιο της υπογραφής σε μια υπεύθυνη δήλωση ο Ανδρέας, ο καφετζής του Παλατιανού, γνωστός από κάποια προηγούμενη επίσκεψή μας στο χωριό του.

Αφού έγινε η θεώρηση ρωτήσαμε πώς περνούν στο χωριό, τονίζοντας στο τέλος:

-Δεν πιστεύουμε κύριε Ανδρέα να επιτρέπετε να παίζουνε χαρτιά στο καφενείο σας, επί χρήμασι;

-Τί να κάνω κύριε αστυνόμε, από το «ζντούκ» σε κάθε παιχνίδι μένει και σε μένα μεροκάματο, να μη τους επιτρέψω; Μαζεύονται μια δυο καλές παρέες, χωριανοί και από τα διπλανά χωριά και παίζουν μέχρι το πρωί.

Παίρνουμε όμως τα μέτρα μας, έχουμε τσιλιαδόρο, είναι φουσκωμένο και το  ποτάμι, ποιός θα μας πιάσει;

Πονηρός ο βλάχος, είπε την «αμαρτία» του, ελπίζοντας και πιστεύοντας στην συγχώρεση.

Τον παρακαλέσαμε να μην αφήνει τη χαρτοπαιξία ανεξέλεγκτη και να προσέχει. Χαμογέλασε, κοίταξε κάτω προβληματισμένος, δεν υποσχέθηκε τίποτε και έφυγε για το χωριό.

Λίγες ημέρες πριν την πρωτοχρονιά του 1970, με τρακτέρ, στις δέκα το βράδυ, φθάσαμε έξω από το χωριό, όπου σταθμεύσαμε. Ο τσιλιαδόρος έβγαινε τακτικά από την πόρτα και από τα ψηλά σκαλοπάτια του καφενείου παρατηρούσε και ξανάμπαινε στη ζεστασιά.

Στο μεσοδιάστημα αυτό, φθάσαμε και ανοίξαμε την πόρτα του καφενείου. Έμειναν σύξυλοι, εμβρόντητοι, κόκαλο από την ταραχή τους και το φόβο.

Πήραμε όσα αποδεικτικά στοιχεία ήταν απαραίτητα και φύγαμε για το Μυλοχώρι, λέγοντας:

-Εμείς φεύγουμε, σας περιμένουμε στην αστυνομία. Θα έλθετε με τα πόδια, ο  καθένας θα κουβαλά την καρέκλα που καθόταν και ο καφετζής το τραπέζι.

Πιστεύαμε και θέλαμε να μην υπακούσουν, αφού δεν τους συνόδευε αστυνομικός, για να λήξει το θέμα μέχρι εκεί. Κάποιοι το πρότειναν, αλλά επικράτησε η γνώμη να έλθουν, να παρακαλέσουν και να ζητήσουν συγνώμη.

Σε μια ώρα περίπου κατέφθασαν ποδαράτοι όπως είπαμε, με μουσκεμένα τα παπούτσια από το φουσκωμένο ποτάμι.

Οι περισσότεροι παρακάλεσαν να φύγουν, οι «επαγγελματίες» κάθονταν ατάραχοι, είχαν πολύχρονη εμπειρία από αυτόφωρα δικαστήρια, ένας, από το Κεντρικό θυμούμαι, ήταν και νεοπαντρεμένος,  έκλεγε γιατί την επομένη το πρωί έπρεπε να φύγει για την Γερμανία.

Σύντομα τους αφήσαμε ελεύθερους, αλλά με την απειλή ότι το πρωί θα ειδοποιούσαμε τις γυναίκες τους. Αδιαφόρησαν με την απειλή, μόνο ένας ή δυο είπαν:

-Προτιμούμε το κρατητήριο και τον εισαγγελέα παρά την ενημέρωση της γυναίκας μας.

Ο πονηρός ο βλάχος, ο Ανδρέας, κούρνιασε στη φωλιά του και  δεν επέτρεψε να παίξουν ούτε το παραδοσιακό παιχνίδι της πρωτοχρονιάς 21 και 31.   

-Όχι, όχι κουμάρι έλεγε, τί θέλετε να μου κλείσουν το καφενείο, μας λυπήθηκαν μια φορά, τώρα πάλι τα ίδια;

Από τότε όσες φορές ανταμώναμε με τον Ανδρέα, πάντα έλεγε:  

-Αστυνόμε σε γέλασα εκείνο το βράδυ, δεν κουβάλησα το μεγάλο τραπέζι που έπαιζαν, πήρα ένα μικρότερο.

Τα χρόνια πέρασαν και όταν έγιναν επισκέψιμες οι αρχαιότητες του Παλατιανού, ένα φθινοπωρινό μεσημέρι, μετά την ξενάγηση, κάνοντας βόλτα στο χωριό ζητήσαμε την άδεια και πήραμε δυο τρία κυδώνια από την κυδωνιά που ήταν κοντά στο δρόμο. Λίγα μέτρα παρακάτω μας σταμάτησαν δυο γυναίκες προσφέροντας μας δυο σακούλες γεμάτες με ζουμερά κυδώνια και μας κάλεσαν για καφέ και γλυκό του κουταλιού, στο όμορφο στέκι τους, έξω από την αυλόπορτα.

Τότε πλησίασε ο γείτονας που μας επέτρεψε να πάρουμε τα κυδώνια, κοντοστάθηκε, κοίταξε, ξανακοίταξε και είπε χαμογελαστός:

-Α ρε αστυνόμε, αν ήξερα πως είσαι εσύ, ο παλιός αστυνόμος που μας κουβάλησε στο Μυλοχώρι πριν από σαράντα πέντε χρόνια, ούτε φύλλο δεν θα σου έδινα.

Έτσι καθίσαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά και προβληματιστήκαμε με την ερήμωση του χωριού, το κλειστό σχολείο, το εγκαταλειμμένο καφενείο του Ανδρέα.

-Τότε κύριε αστυνόμε είπε, είχαμε κόσμο, ανταμώναμε στο καφενείο, πίναμε καμιά ρετσίνα, παίζαμε μπουρλότ και ξερή, παίζαμε και «κουμάρι» όταν συμπλήρωνε το «καρέ», τώρα τίποτε, μόνο σκυλιά ακούγονται και συνέχισε:

-Την άλλη ημέρα, τότε που μας πιάσατε να χαρτοπαίζουμε, συνεννοηθήκαμε και δεν έμαθε ο κόσμος τα κατορθώματά μας. Μόνο ο φουκαράς ο τσοπάνης που ήταν στο μαντρί λίγο έξω από το χωριό, έλεγε και ξανάλεγε φοβισμένος  ότι το περασμένο βράδυ κατά τα μεσάνυχτα, καμιά δεκαριά γύφτοι έκλεψαν πράγματα από το Παλατιανό και έφευγαν κουβαλώντας τα στα χέρια και ξαναγύρισαν να κλέψουν και άλλα.

Εγώ φοβήθηκα έλεγε και ούτε κουνήθηκα, μη με κάνουν κακό.

Πού να φανταζόταν ο άνθρωπος ότι οι νοικοκυραίοι του χωριού μας ήταν οι «γύφτοι με τα κλεμμένα»

Καλή Χρονιά σε όλους.