Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 12:39:59 πμ
Σάββατο, 18 Δεκεμβρίου 2021 17:58

Τα κάλαντα των Χριστουγέννων στο προπολεμικό Κιλκίς

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης, τοπογράφος, συγγραφέας.

Στο προπολεμικό Κιλκίς τα κάλαντα ήταν το έθιμο που με ανυπομονησία περίμεναν τα παιδιά αλλά συμμετείχαν σε αυτό και οι μεγάλοι. Οι μικροί τραγουδιστές, συγκεντρωμένοι σε ομάδες, έψελναν τα κάλαντα κρατώντας στο χέρι ένα φαναράκι, του οποίου το περίβλημα από χαρτόνι είχε τέτοιο άνοιγμα ώστε το φως να δίνει την εντύπωση αστεριού. Τα φανάρια, που είχαν μέσα ένα σπερματσέτο, τα αγόραζαν από τους λευκοσιδηρουργούς, τους τενεκετζήδες όπως τους έλεγαν.

Άλλοι κρατούσαν ραβδιά, με τα οποία χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών, ενώ οι Στενημαχίτες είχαν κλαδιά που τα έλεγαν «σουρβιές». Δεν έλλειπαν τα ομοιώματα πλοίου, σπιτιού, φάτνης ή εκκλησίας.

Οι καλανταριστές περιέρχονταν τα σπίτια της γειτονιάς τους και σπανίως τα καταστήματα της αγοράς και τραγουδούσαν συνοδεία διαφόρων μουσικών οργάνων ή απλώς τύμπανου, φυσαρμόνικας ακόμη και μόνο του γνωστού σιδερένιου τριγώνου. Ο Σταύρος Λίβας περιέγραψε αυτή τη μουσική ατμόσφαιρα: «Περνούσε και η μπάντα του δήμου καθώς και άλλες μικρές με αυτοσχέδιους οργανοπαίκτες που με ξεκουρντισμένα βιολιά, ακορντεόν και κεμεντζέδες δημιουργούσαν μια όμορφη γιορταστική ατμόσφαιρα. Περνούσε και ο μπάρμπα Σωκράτης κρατώντας το χρωματιστό χάρτινο φαναράκι του, κι «έψελνε» τα δικά του κάλαντα. Και το σκηνικό της βραδιάς έκλεινε ο Βαρύτιμος με τη γκάιντα του». Δεν έλειπε και ο τυφλός επαίτης Ισαάκ με το βιολί του και ο Σωκράτης Κάκαρης με το ακορντεόν του. Υπήρχαν και αντρικές χορωδίες με μέλη ποδοσφαιρικών συλλόγων, του «Άρη», του «Εθνικού», του «Αχιλλέα», που προσπαθούσαν να ενισχύσουν με τα έσοδα από τα κάλαντα το ισχνό ταμείο των συλλόγων τους.

Η «επιχείρηση» κάλαντα ξεκινούσε από νωρίς το πρωί με τα παιδιά να παίρνουν σβάρνα τους ελέω χειμώνα λασπόδρομους, έχοντας επισημάνει εκ των προτέρων τα σπίτια των πιο ανοιχτοχέρηδων. Διότι καλό το έθιμο αλλά ακόμη καλύτερη η αμοιβή και δη σε χρήμα παρά σε είδος. Εκ των ων ουκ άνευ η επίσκεψη στο Επισκοπείο όπου ο μητροπολίτης Κύριλλος Αφεντουλίδης, όπως γράφει ο Λύσανδρος Φάσσος, έδινε μέχρι και δίδραχμο, ποσό αστρονομικό για την εποχή. Πήγαιναν και στο σπίτι του Παύλου Μοσκώφ, που ήταν ο πιο πλούσιος του Κιλκίς, ο οποίος περίμενε στην είσοδο του σπιτιού του στη Μητροπόλεως έχοντας τη χούφτα του γεμάτη φράγκα και δίφραγκα. Μερικοί «πονηροί» επιχειρούσαν να πουν τα κάλαντα στον πλούσιο καπνέμπορο και δεύτερη φορά, γιατί το δέλεαρ ήταν μεγάλο.

Άμα τη απομακρύνσει από την αυλή του σπιτιού που είχαν επισκεφθεί ελεγχόταν το φιλοδώρημα, το οποίο είχε τοποθετήσει η νοικοκυρά στην παλάμη τους. Στο τέλος της ημέρας γινόταν καταμέτρηση και καταλογισμός στον καθένα των κερδών, χωρίς να λείπουν οι διαφωνίες και οι μικροκαυγάδες. Αυτό βέβαια δε συνέβαινε όταν το φιλοδώρημα ήταν στραγάλια, σταφίδες, αμύγδαλα, σύκα, γλυκίσματα και η συνηθισμένη για την περίσταση κουλούρα. Φρούτα και ξηροί καρποί τοποθετούνταν στις χειροποίητες πάνινες σχολικές σάκες, περασμένες χιαστί στο ώμο, ενώ οι πιο χειροδύναμοι της παρέας μετέφεραν το σακί με το σιτάρι, οι κόκκοι του οποίου συμπεριλαμβάνονταν και αυτοί στην κατηγορία του φιλοδωρήματος. Τα πιο συνηθισμένα ήταν τα μήλα φιρίκια και το πιο ασυνήθιστο που μου έχουν αναφέρει ήταν μια …πατάτα. Όσο για τα χρήματα που μπορούσε να μαζέψει ένα παιδί στα μέσα της δεκαετίας του 1930, κυμαίνονταν από 4-5 μέχρι 10 δραχμές το ανώτερο. Οι πιο «τζογαδόροι» με τα χρήματα που είχαν μαζέψει επιδίδονταν στον «κουρκουτζά», ένα παιχνίδι που παιζόταν μόνο τις μέρες των Χριστουγέννων και κέρδιζε όποιος έριχνε το κέρμα του, το «μαγκούρι», πιο κοντά σε μια γραμμή που είχαν χαράξει στο χώμα.

Για τα φιλοδωρήματα των καλάντων δε χρειάζεται να πούμε ποιοι από τους νοικοκύρηδες «είχαν καβούρια στη τσέπη τους», αφού είναι γνωστό σε όλους (καθ’ υπερβολήν βέβαια) ότι οι Σκωτσέζοι μπροστά σε μας τους Στρωμνιτσιώτες είναι γαλαντόμοι, σχεδόν σπάταλοι. Την παροιμιώδη τσιγκουνιά που μας διακρίνει διακωμωδεί ο Λύσανδρος Φάσσος: «Τα περισσότερα πάντως σπίτια φιλεύανε με φρούτα και ξηρούς καρπούς, υπήρχε φτώχεια και είναι γνωστό το περιστατικό με το φίλο που πήγε να ψάλλει στο γείτονα. Αυτός έδινε από ένα ξυλοκέρατο και όταν τον γνώρισε, φώναξε στην κυρά του, «φέρε και ένα κάστανο, είναι ο Τάκης, το γειτονόπουλο»!!

Και μιας και γίνεται αναφορά σε «σφιχτοχέρηδες» και «ανοιχτοχέρηδες» επιτρέψτε μου να κλείσω το κείμενό μου με ένα σύγχρονο περιστατικό με τον αξέχαστο φίλο μου τον Κώστα τον Κωνσταντινίδη. Κάποια παραμονή Χριστουγέννων ο Κώστας βρισκόταν στο καφενείο του χωριού του στο Μεταλλικό και μπαίνει ένας πιτσιρίκος για να πει τα κάλαντα. Απορροφημένοι στο χαρτοπαίγνιο, μέσα σε τολύπες καπνού, φωνές και λογομαχίες οι θαμώνες του καφενείου ούτε καν έδωσαν σημασία στο μικρό και ο Κώστας, όπως ήταν αναμενόμενο, «πήρε ανάποδες». Βγάζει λοιπόν ένα δεκαχίλιαρο και το δίνει στον πιτσιρίκο που μένει στήλη άλατος. Οι γονείς του παιδιού μόλις το έμαθαν έσπευσαν να το επιστρέψουν λέγοντας ότι το φιλοδώρημα ήταν απίστευτα μεγάλο. Ο Κώστας ανένδοτος. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Όταν ο πιτσιρίκος τραγουδούσε «καλήν εσπέραν άρχοντες» σε έναν πραγματικό άρχοντα είχε πει τα κάλαντα…

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες από το νομό Κιλκίς θα βρείτε στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου k4s tation.