Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 7:27:46 μμ
Σάββατο, 14 Ιανουαρίου 2023 07:49

Θ. Βαφειάδης: Η λίμνη της Δοϊράνης στα τέλη του 19ου - αρχές 20ου αιώνα

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης, τοπογράφος, συγγραφέας.

Η λίμνη της Δοϊράνης ταυτίζεται με την «Πρασιάδα» λίμνη των αρχαίων, η οποία όφειλε το όνομα της στο βαθύ πράσινο χρώμα που έδινε στην επιφάνειά της ο αντικατοπτρισμός της καταπράσινης φύσης που την περιέβαλλε. Ο Ηρόδοτος στο πέμπτο βιβλίο του αναφερόμενος στους κατοίκους της λίμνης και τις καλύβες τους έγραφε ότι στη μέση της λίμνης έστηναν ψηλούς σταυρούς και πάνω σε αυτούς τοποθετούσαν σανίδες, φτιάχνοντας καλύβες με στενή είσοδο που συνδέονταν με τη στεριά μέσω γέφυρας.

Αυτούς τους σταυρούς στην αρχή είχαν δικαίωμα να τους τοποθετήσουν όλοι οι πολίτες αργότερα όμως, σύμφωνα με κάποιον νόμο, το δικαίωμα αυτό είχαν μόνο οι παντρεμένοι. Κάθε φορά που νυμφευόταν κάποιος, που σημειωτέον μπορούσε να πάρει πολλές γυναίκες, έφερνε από το όρος Όρβηλος τρεις σταυρούς και πάνω τους κατασκεύαζε την καλύβα, που είχε καταπακτή από την οποία κατέβαινε στη λίμνη. Τα μικρά παιδιά τα έδεναν με σκοινί από το πόδι, φοβούμενοι μη κατρακυλήσουν και πέσουν στο νερό. Αντί για χόρτο στα άλογα και τα άλλα υποζύγια έδιναν ψάρια που υπήρχαν σε μεγάλη αφθονία. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλο το πλήθος των ψαριών ώστε αρκούσε να σηκώσει κάποιος την καταπακτή, να αφήσει με το σκοινί ένα άδειο κοφίνι και μετά από λίγο να το ανασύρει γεμάτο με ψάρια, τα οποία ονόμαζαν «πάπρακας» και «τίλωνας».

Οι περιηγητές που επισκέφθηκαν την περιοχή της λίμνης τον 19ο αι. εντυπωσιάστηκαν από την ομορφιά και τον πλούτο της πανίδας της και δεν παρέλειψαν να τη μνημονεύσουν στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις τους. Ανάμεσά τους ο Νικόλαος Σχινάς που στις «Οδοιπορικές σημειώσεις» του (1881-1885) περιγράφει τη λίμνη ως εξής: «Προς βορράν της Θεσσαλονίκης και ανατολικώς του ποταμού Αξιού κείται η κυκλοτερής λίμνη της Δοϊράνης (Δοβήρου) έχουσα μήκος 4.000 μέτρων και πλάτος 1.000, όχθας δε αβαθείς και καλυπτομένας υπό λεπτής άμμου, ύδωρ δε διαυγές και πόσιμον. Το βάθος αυτής κατά το μέσον φθάνει εις 8 μέτρα, παρέχει δε και 7 είδη ιχθύων, ων έν υπερβαίνει και τας 110 οκάδας».

Στην καθαρότητα των νερών και την αφθονία των ψαριών της λίμνης αναφέρεται και ο Μιχαήλ Χρυσοχόου σε άρθρο του στον «Παρνασσό» το 1893 στο οποίο γράφει πως η καταπράσινη λίμνη με τα διαυγή και αρυτίδωτα νερά «έχει απειρίαν ιχθύων, όσον ουδεμία άλλη λίμνη του αυτού ή και μεγαλειτέρου μεγέθους, η δε ποιότης αυτών είναι αρίστη και προτιμώνται των άλλων λιμνών. Είδη ιχθύων η Πρασιάς έχει πολλά, αριθμούμενα εις εννέα περίπου. Τα μεγαλείτερα είνε δύο: Οι Γουλιανοί (Σόμ, εκεί καλούμενοι, ½ οκ. μέχρι 40) και τα Γρεβάδια (Κράπ ½ - 12 οκ.). Ταύτα είνε πολύ ολίγα και μόλις ευρίσκονται 10% επί της όλης αλιείας. Τα πολυπληθέστερα όμως και τα καλύτερα είνε τα Πρακιά ή Περκιά και αι Πλατίτσες, Πλατάνια ή Λευκόψαρα, αλλού καλούμενα». Σύμφωνα με το επίσημο έντυπο του Μουσείου της λίμνης Δοϊράνης τα ψάρια που παλιότερα ζούσαν στη λίμνη άγγιζαν τα 18 είδη με κυριότερα το γριβάδι, το γουλιανό, την πλατίτσα και το περκί που, μαζί με την τούρνα, την κοκκινοφτέρα, το γλήνι και το σίρκο αφθονούσαν στα νερά της και ήταν εμπορεύσιμα. Άλλα είδη ήταν το χέλι, το τυλινάρι, η μουρμουρίτσα, η βιριάνα, η πεταλούδα, πολλά από τα οποία είναι σήμερα σπάνια και προστατευόμενα.

Τα ψάρια της Δοϊράνης πωλούνταν καθημερινά σε κατοίκους των κοντινών χωριών ή εμπόρους που τα μετέφεραν μέχρι τη Μητροβίτσα και τη Θεσσαλονίκη ή οποιαδήποτε πόλη βρισκόταν σε παρόμοια απόσταση. Την ιχθυαγορά αυτή εξυπηρετούσαν περισσότερα από 70 καΐκια, τα οποία κατέφθαναν το ένα μετά το άλλο, από το πρωί μέχρι το βράδυ, μεταφέροντας από τα ιχθυοτροφεία μεγάλες ποσότητες ψαριών, οι οποίες έφθαναν τις 3-5 χιλιάδες οκάδες ημερησίως. Τα ψάρια που είχαν αλιευθεί πωλούνταν με δημοπρασία, αφού προηγουμένως αφαιρούνταν το δικαίωμα του ενοικιαστή, που έφθανε το 20% και το οποίο λαμβάνονταν ή από τον αγοραστή σε χρήματα ή από τον πωλητή σε είδος.

Μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων οι Έλληνες κάτοικοι της παλιάς Δοϊράνης, την εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν αρχικά σε ένα μικρό χωριό, το Ακρολίμνι ή Μπρες. Ο κίνδυνος όμως της ελονοσίας τους ανάγκασε να αναζητήσουν πιο ασφαλή περιοχή εγκατάστασης και έτσι επέλεξαν την έκταση γύρω από τις εγκαταστάσεις και το κτήριο του σιδηροδρομικού σταθμού. Ο σταθμός αυτός της Ενωτικής Σιδηροδρομικής Γραμμής, όπως ονομαζόταν τότε η γραμμή Θεσσαλονίκης– Αλεξανδρούπολης, έδωσε δυναμική στο νεοδημιουργημένο ψαροχώρι, που μπορούσε μέσω του τραίνου να προωθήσει τα προϊόντα αλιείας στην αγορά Μοδιάνο της Θεσσαλονίκης και στην αγορά των Σερρών. Οι κάτοικοι της νέας Δοϊράνης στο μεγαλύτερο μέρος τους συνέχισαν να ασχολούνται με την αλιεία, η άσκηση της οποίας ήταν εξαιρετικά δύσκολη, τους εξασφάλιζε όμως ένα αξιοπρεπές μεροκάματο, ακόμη και στις δύσκολες οικονομικά εποχές.

Οι ψαράδες της λίμνης γνώριζαν σαν την παλάμη τους κάθε γωνιά της καθώς και τις συνήθειες των ψαριών που ζούσαν σε αυτήν. Η λίμνη, σύμφωνα με τις περιγραφές τους, αποτελούσε ένα σύστημα παράλληλων ζωνών με διαφορετική χλωρίδα και πανίδα. Ξεκινώντας από την ακτή υπήρχε η ζώνη των καλαμιών που λειτουργούσαν ως κρύπτη των ψαριών. Εκεί κατέφευγαν για να γεννήσουν, τα γριβάδια, τα πρικιά, τα μπουμπουτζάνια. Μετά τον καλαμώνα, το πλάτος του οποίου ήταν ανομοιόμορφο, ακολουθούσε μια αμμώδης περιοχή και στη συνέχεια υπήρχε η ζώνη με τα φύκια, το μέσο πλάτος της οποίας κυμαίνονταν γύρω στα 50μ. Εκεί βρίσκονταν τα γλιστρόψαρα (γλινάρια), οι καραβίδες και άλλα είδη. Ακολουθούσε η ζώνη όπου βρίσκονταν μεγάλες ποσότητες ψαριών όπως η παρλίδα, τα μύδια, τα χέλια. Στο βόρειο μέρος της λίμνης βρίσκονταν οι πηγές, όπου το νερό «κόχλαζε». Το χειμώνα η επιφάνεια της λίμνης πάγωνε και μπορούσε κάποιος να περπατήσει με ασφάλεια πάνω σ’ αυτήν.

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου K4station.

(Σημείωση: Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από το Λόφο με το Μνημείο της Μάχης της Δοϊράνης και το κεντρικό διώροφο κτήριο είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός)