Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024, 9:14:45 πμ
Πέμπτη, 02 Ιουλίου 2020 18:08

Δημοσκόπηση Κάπα Research: Μεταξύ των πρώτων υφυπουργών ο Γιώργος Γεωργαντάς

Μία έκπληξη έκρυβε για τον υφυπουργό και βουλευτή Κιλκίς Γιώργο Γεωργαντά η τελευταία δημοσκόπηση της Κάπα Research, αφού η διαφορά 17 μονάδων μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί πλέον είδηση.

Αν λοιπόν εστιάσουμε στο πολιτικό ενδιαφέρον που είχε το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης όσον αφορά το βουλευτή του νομού Κιλκίς, προκύπτει η ευχάριστη έκπληξη που προαναφέραμε για τον κ. Γεωργαντά.

 

Η δημοσκόπηση είχε και την καταμέτρηση των θετικών και αρνητικών απόψεων των ψηφοφόρων όσον αφορά και τους υπουργούς, αλλά και τους αναπληρωτές και υφυπουργούς.

Στο επίπεδο λοιπόν των 33 αναπληρωτών υπουργών και υφυπουργών, τις πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν οι πρωταγωνιστές των κρίσεων του Έβρου και του κορωνοϊού: πρώτος ο Υφυπ. Προστασίας του Πολίτη, Νίκος Χαρδαλιάς και δεύτερος ο Υφυπ. Εθνική Άμυνας και συντονιστής στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, Αλκιβιάδης Στεφανής. Τους δύο ακολουθεί ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας ενώ την πεντάδα συμπληρώνουν οι δύο υφυπουργοί του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Γιώργος Γεωργαντάς και Γρηγόρης Ζαριφόπουλος, εισπράττοντας από τη γενικότερη αποδοχή που απολαμβάνει το συγκεκριμένο υπουργείο.  

Τέταρτος σε θετικές αξιολογήσεις και στην αποδοχή της κοινωνίας λοιπόν ανήλθε ο κ. Γεωργαντάς και πρώτος στο πρώτος στο εκτός Αθηνών πολιτικό προσωπικό της Νέας Δημοκρατίας!

Όσον αφορά τους ψηφοφόρους της ΝΔ ο κ. Γεωργαντάς βρίσκεται στην 6η θέση, ιδιαίτερα τιμητική θέση, μιας και τον προσπερνούν η υφυπουργός Παιδείας Σοφία Ζαχαράκη και ο υφ. Παρά τω πρωθυπουργώ Άκης Σκέρτσος.

 

Κεντρικά πολιτικά μηνύματα

Η κυβέρνηση εξέρχεται της πρώτης φάσης της κρίσης του κορωνοϊού με το παράσημο της ορθής διαχείρισης και την κοινωνία σχεδόν σε απόλυτη ταύτιση, όπως δείχνει πανελλαδική έρευνα της Κάπα Research που διεξήχθη τον Ιούνιο του 2020.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η πλειοψηφία των πολιτών (54%) δηλώνει ότι σήμερα η χώρα μας κινείται προς τη σωστή (ή μάλλον προς τη σωστή) κατεύθυνση ενώ, παράλληλα, οι θετικές κρίσεις για το έργο της κυβέρνησης παραμένουν πλειοψηφικές (52% - με 90% στους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας και 70% στους ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ).

Πιο ειδικά, η αποδοχή του κυβερνητικού έργου καταγράφεται δυναμικότερα στους τομείς που ενεργοποιήθηκαν κατά την κρίση της πανδημίας: στην ψηφιακή διακυβέρνηση (67%) και τη δημόσια υγεία (55%). Την πρώτη τετράδα συμπληρώνουν οι τομείς της εξυπηρέτησης του πολίτη (51%) και της εξωτερικής πολιτικής (47%). Και εδώ γίνεται ευδιάκριτο πως οι προμετωπίδες της νίκης της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές και της πολιτικής της κυριαρχίας κατά την πρώτη περίοδο -  δηλαδή η οικονομία, η ανάπτυξη και η ασφάλεια του πολίτη - απουσιάζουν από τις πρώτες θέσεις αποδοχής. Η φύση της ικανοποίησης από την κυβέρνηση μεταβάλλεται και εντοπίζεται σε πιο άυλους (intangible) τομείς.

Στον αντίποδα, η αξιολόγηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης κινείται σε αρνητικά επίπεδα (71% των πολιτών αντιδρούν απορριπτικά), με την κατάσταση να βελτιώνεται μόνο ανάμεσα στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ όπου οι 2 στους 3 επιδοκιμάζουν την έως τώρα πολιτική του. Οι νέοι όροι του παιχνιδιού (κρίση στον Έβρο και εξάπλωση της Covid-19) έχουν υποβαθμίσει την ατζέντα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ δεν βοηθά και η περιορισμένη διείσδυση του κόμματος στα κεντρικά ΜΜΕ.

Η εικόνα αυτή κωδικοποιείται στα νούμερα της πρόθεσης ψήφου και της παράστασης νίκης: η καταγραφή του κυβερνώντος κόμματος στην εκλογική επιρροή αντέχει στα επίπεδα του 40%, με διαφορά της τάξης των 17 μονάδων από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας στην παράσταση νίκης ξεπερνά τις 50 ποσοστιαίες μονάδες.

Οι μεταβολές από τον Απρίλιο είναι περιορισμένες. Τα μικρότερα κόμματα, προς το παρόν, δεν έχουν τις απαιτούμενες δυνάμεις ώστε να επηρεάσουν το κεντρικό πολιτικό σκηνικό και διαβιούν ως "παρατηρητές", λίγο πιο κάτω από τα εκλογικά τους ποσοστά.

 

Η αξιολόγηση του κεντρικού πολιτικού προσωπικού

Ο πρωθυπουργός επικρατεί σε δημοφιλία όλων των κεντρικών πολιτικών προσώπων. Με θετικές γνώμες που αγγίζουν το 55%, είναι ο μοναδικός πολιτικός αρχηγός με θετικό ισοζύγιο θετικών και αρνητικών κρίσεων.

Στη δεύτερη θέση του σχετικού δείκτη αναδεικνύεται η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, με δημοτικότητα 47%, ενώ ακολουθούν στην τρίτη θέση ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, με 33% και στην τέταρτη ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος με 32%.

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης με θετικές γνώμες στο 30% έρχεται 5ος στη συνολική κατάταξη και 2ος ανάμεσα στους πολιτικούς αρχηγούς, ακολουθούμενος από τον Πρόεδρο της Βουλής, Κώστα Τασούλα, και τους υπόλοιπους επικεφαλής των κομμάτων του κοινοβουλίου.

Το ενδεχόμενο ενός ανασχηματισμού το επόμενο διάστημα γεννά και το παρακάτω ερώτημα: ποιοι υπουργοί θα πρέπει να αναβαθμιστούν στον ανασχηματισμό, ποιοι να παραμείνουν στις θέσεις τους, ποιοι να υποβαθμιστούν και ποιοι να απομακρυνθούν; Οι απαντήσεις φέρνουν τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκο Πιερρακάκη, στην πρώτη θέση με διαφορά, επιβεβαιώνοντας το στίγμα της κυβερνητικής πολιτικής κατά την τρέχουσα περίοδο. Την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν ο Υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, με την ελληνο-ιταλική ΑΟΖ στη φαρέτρα του, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και ο Υπουργός Εσωτερικών, Τάκης Θεοδωρικάκος. Ανάμεσα στους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας, η πεντάδα διαφοροποιείται με τον Υπουργό Υγείας Βασίλη Κικίλια και τον Υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα να καταλαμβάνουν την τρίτη και τέταρτη θέση αντίστοιχα, "εκτοπίζοντας" τους Νίκο Δένδια και Τάκη Θεοδωρικάκο.   

Στην αντίπερα όχθη, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που ξεχωρίζουν είναι με τη σειρά ο Ανδρέας Ξανθός, που κράτησε διαλλακτική στάση στην κρίση του κορωνοϊού, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και η Έφη Αχτσιόγλου, η οποία καταλαμβάνει την πρώτη θέση ανάμεσα στους ψηφοφόρους του κόμματος. Την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν ο εκπρόσωπος τύπου, Αλέξης Χαρίτσης και ο Γιάννης Δραγασάκης, ο οποίος, όμως, υποχωρεί εκτός πρώτης δεκάδας μέσα στην εκλογική βάση του κόμματος.   

 

Ο κοινωνικός αντίκτυπος της Covid-19

Η ανησυχία μόλυνσης από τον κορωνοϊό παραμένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα (56%) σημειώνοντας, ωστόσο, σημαντική κάμψη 12 ποσοστιαίων μονάδων από τον Απρίλιο και συνολική υποχώρηση 40 μονάδων από το υψηλό 86% του Μαρτίου.  

Αυτό όμως δεν συνιστά και αισιοδοξία για την αντιμετώπιση του κινδύνου: με τα αμφιλεγόμενα μηνύματα που φτάνουν από το εξωτερικό για την πορεία της πανδημίας, ο βαθμός αισιοδοξίας αντιμετώπισης του κινδύνου υποχωρεί κατά 16 μονάδες από τον Απρίλιο (28% έναντι 44%). Στο ίδιο πνεύμα, η μεγάλη πλειοψηφία (76%) διαφωνεί με την άποψη που θέλει τη χώρα μας να έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο του κορωνοϊού.

Την ίδια στιγμή, παρά το γεγονός ότι οι 7 στους 10 κρίνουν τα μέτρα της πολιτείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας αναγκαία και μάλλον αναγκαία, αυξάνεται το μέρος της κοινής γνώμης που κρίνει τα ίδια μέτρα υπερβολικά και μάλλον υπερβολικά (32%, +9 μονάδες από τον Απρίλιο και +30 μονάδες από τον Μάρτιο). Το ποσοστό είναι υψηλότερο όταν κρίνεται η αναγκαιότητα των μέτρων που αφορούσαν περισσότερο στην αγορά (πχ. κλείσιμο εμπορικών καταστημάτων και εστίασης), με το 39% να θεωρεί τα μέτρα αυτά υπερβολικά ή μάλλον υπερβολικά.   

Οικογενειακό εισόδημα και εργασία δέχονται το ισχυρότερο πλήγμα: το 54% βλέπει μείωση του εισοδήματός του (πολύ ή αρκετά) από την κρίση του κορωνοϊού, με το ποσοστό να διατηρείται στα επίπεδα άνω του 50% από τον Απρίλιο. Σχεδόν οι μισοί (47%) θεωρούν ότι η οικονομική τους κατάσταση θα είναι χειρότερη (ή μάλλον χειρότερη) σε έναν χρόνο από σήμερα, ενώ περισσότεροι (57%) πιστεύουν το ίδιο για την κατάσταση της εθνικής οικονομίας κατά την ίδια περίοδο.

Τη δύσκολη πραγματικότητα δεν φαίνεται να ανακουφίζουν τα μέτρα οικονομικής στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων: σχεδόν 2 στους 3 πολίτες (66%) κρίνουν τα μέτρα στήριξης των εργαζομένων ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή (με τον συγκεκριμένο δείκτη ενισχυμένο κατά 16 μονάδες από τον Απρίλιο) ενώ, αντίστοιχα ανεπαρκή κρίνονται από το 57% και τα μέτρα ανακούφισης των επιχειρήσεων. 

Τέλος, με δεδομένη την κόπωση της δεκαετούς κρίσης, είναι λογικό οι εργαζόμενοι να εμφανίζονται διστακτικοί απέναντι σε νέες θυσίες. Μόλις ένας στους τρεις (36%) θα δεχόταν να δουλέψει περισσότερο με τις ίδιες αποδοχές, το 17% θα δεχόταν μείωση αποδοχών με ταυτόχρονη μείωση ωραρίου εργασίας, το 11% θα έλεγε "ναι" σε μείωση μισθού και μόλις ένα 5% θα αποδεχόταν μια νέα αύξηση της φορολόγησης.