Το βιβλίο μιλά για τέσσερα ορφανά αδέρφια, δύο αγόρια και δυο κορίτσια, από τη ματωμένη γη της Παλαιστίνης, που χάνονται μεταξύ τους στους προσφυγικούς δρόμους της Ευρώπης, δίνοντας τη δική τους μάχη επιβίωσης… Μικρά παιδιά, ορφανεμένα και από όνειρα, με τη λάμψη της αθωότητας στα μάτια τους και το δάκρυ να αυλακώνει τα σκονισμένα μάγουλά τους, βγαλμένα μέσα από ερείπια του πολέμου, μπαίνουν στη στράτα της προσφυγιάς. Γέροι, απόμαχοι της ζωής, με τα σημάδια του χρόνου, χαρακωμένα στα πρόσωπά τους, μένουν πίσω αποζητώντας τη θαλπωρή του τάφου. Και παραδίπλα τους μάνες να σκεπάζουν με το σώμα τους τα μικρά παιδιά τους, για να τα προστατέψουν από τους βομβαρδισμούς…
Η φωτιά του πολέμου νίκησε τη φλόγα της ειρήνης, που παντέρμη και ανέστια, ηττημένη και ταπεινωμένη, παίρνει τον δρόμο της φυγής, κατά την οποία εξελίσσεται το δράμα των τεσσάρων αδερφών, σε όλο του το μέγεθος, με μια και μόνη ελπίδα να ανταμωθούν ξανά. Από το σημείο αυτό ξεκινά ο ακανθώδης δρόμος της προσφυγιάς τους, διανθισμένος με απροσδόκητα γεγονότα, που ξεπερνούν και την πλέον προχωρημένη φαντασία…




