Δευτέρα, 20 Μαΐου 2024, 3:11:35 πμ
Παρασκευή, 02 Νοεμβρίου 2012 23:45

Τιµή στη Νεολαία του Κιλκίς την 28η Οκτωβριου 2012 από τους εφέδρους Αξιωµατικούς Νοµό Κιλκίς

‘Ήµουν στο Ναυτικό το 1952 και βρισκόµουνα στη Πλατεία Κλαυθµώνος, η οποία δεν είναι όπως είναι σήµερα. Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν πάρα πολλά από τα παλιά και απορούν όταν ακούν ορισµένα γεγονότα του τότε. Εκείνη τη στιγµή έπεφτε ο ήλιος και θα γνωρίζετε ότι µε τη δύση του, γίνετε υποστολή της σηµαίας. Τότε το Υπουργείο Ναυτικού ήταν εκεί και η σηµαία κυµάτιζε ακόµα στο κτίριο. Σήµερα είναι άλλες υπηρεσίες του Ναυτικού. Τότε πάντα κάθε πρωί, θα θυµούνται οι παλιοί, γινόταν έπαρση σηµαίας και σταµατούσαν τα πάντα, όπως και στη δύση του ηλίου γινόταν υποστολή. Ήταν στιγµές ωραίες, απίθανες που ζούσαν τότε οι άνθρωποι.

Το άγηµα αποδόσεως τιµών στο χώρο του και ακούµε τον σαλπιγκτή να δίνει το σύνθηµα για την υποστολή της σηµαίας. Το άγηµα παρουσιάζει όπλα. Ο αξιωµατικός χαιρετά και παίζεται ο Ύµνος. Όλοι οι παριστάµενοι εκεί και οι περαστικοί, όπως και εγώ, σταθήκαµε σε στάση προσοχής. Αποδίδεις µε αυτό τον τρόπο την τιµή στο ιερό µας σύµβολο, στη γαλανόλευκη σηµαία. Εκείνη τη στιγµή που ο αρµόδιος αξιωµατικός χαιρετά, η µατιά του πέφτει λοξά και βλέπει κάτι παράξενο και η ψυχή του ταράζεται, γι’αυτό που θα σας πω παρακάτω. Τελειώνοντας η διαδικασία της υποστολής της σηµαίας, οι διαβάτες συνεχίζουν το δρόµο τους, ενώ εγώ παρέµεινα από συνήθεια λίγο ακόµη. Τότε βλέπω το νεαρό αξιωµατικό να κατευθύνεται θυµωµένος προς έναν γεροδεµένο πλανόδιο καστανά. Βλέπετε τότε η πλατεία ήταν κενή και στις γωνίες ήταν πάντα στιλβωτές (λούστροι) και καστανάδες που µας λείπουν τώρα. Και του είπε: «γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιµήσεις τη σηµαία µας; Δεν έχεις φιλότιµο; κτλ». Ο άνθρωπος έµεινε βουβός, εγώ παρακολουθούσα έντροµος και φανερά συγκλονισµένος µε το τι γινόταν. Μετά βλέπω τον καστανά που έγινε κατακόκκινος και άρχισε να τρέµει. Ήθελε να φωνάξει, αλλά βλέπω µε έκπληξη ότι συγκρατείται και σκύβοντας το κεφάλι του άρχισε να κλαίει µε λυγµούς. Όµως συνέρχεται, σκουπίζει γρήγορα τα δάκρυα του και µε πολλη δύναµη των χεριών του (αυτά ήταν γερά) στυλώνει το σώµα του δυνατά, σπρώχνει τον πάγκο του µε τα κάστανα µπροστά και φωνάζει µε όλη τη ψυχή του, στο νεαρό αξιωµατικό: «Πώς να σηκωθώ κύριε. Της τα έδωσα της Πατρίδας και τα δύο». και σηκώνει τα µπατζάκια του παντελονιού όπου φάνηκαν δύο πόδια κοµµένα πάνω από τα γόντα. Και ξαναρχίζει να κλαίει. Ο κόσµος γύρω του, όπως και εγώ, κλαίει και χειροκροτεί, όµως περισσότερο από όλους κλαίει ο νεαρός αξιωµατικός. Τότε ο αξιωµατικός σκύβει, αγκαλιάζει και φιλά τον καστανά και στη συνέχεια κάθεται ευθυτενής µπροστά στον ήρωα και φέρνει το δεξί του χέρι στην άκρη του γείσου του πηλικίου του και τον χαιρετά στρατιωτικά. Του απονέµει «τας κεκονισµένας τιµάς» που δεν µπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδόσει στη σηµαία µας, γιατί της χάρισε και τα δύο πόδια του στα βορειοηπειρωτικά βουνά µας, για να µπορεί να κυµατίζει σήµερα ψηλά η γαλανόλευκη σηµαία σε λεύτερη πατρίδα. Και οι άλλοι, οι πολλοί, να µπορούν να πηγαίνουν µε γρήγορο βήµα στις ειρηνικές αποσχολήσεις τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν µπροστά από έναν ήρωα του αλβανικού µετώπου, τον Έλληνα ήρωα πολεµιστή, όποιο επάγγελµα και να΄χει. Άλλοι δεν µιλούν, άλλοι όµως ειρωνεύονται. Γι’αυτό οι νέες γενιές πρέπει να µάθουν, να διδαχθούν από την οικογένεια και το σχολείο για το Έπος του 1940. Για το καλό της Πατρίδας µας’.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΤΟΥΛΙΑΣ ΠΛΩΤΑΡΧΗΣ Π.Ν. Ε.Α.
Το παραπάνω κείµενο αφιερώνεται στους µαθητές των σχολείων της πόλης του Κιλκίς, που τίµησαν τους ήρωες του ’40, παρελαύνοντας κάτω από αντίξοες συνθήκες. Χάρις σ’αυτά τα «κοµµένα πόδια» και το αίµα των στρατιωτών µας, που «έπεσαν» πάνω στα βουνά ‘περπατά’ σήµερα ελεύθερα η Ελλάδα. Είναι άξιοι πολλών συγχαρητηρίων οι µαθητές που έπραξαν το χρέος τους προς την πατρίδα, ιδίως σήµερα που έχει ποινικοποιηθεί η φιλοπατρία, και οι εκδηλώσεις τιµής στους αγώνες του λαού µας για την ελευθερία και αξιοπρέπεια θεωρούνται κατάλοιπα ολοκληρωτικών καθεστώτων. Ταυτόχρονα ας διαβάσουν το κείµενο όσοι δάσκαλοι, γονείς και όποιοι άλλοι αντέδρασαν ή οργίστηκαν για την παρέλαση υπό τον φόβο του... κρυολογήµατος. Σ’αυτούς υπενθυµίζουµε τα λόγια ενός σοφού, για την γενιά της νίκης, για τη γιγαντόψυχη γενιά του ’40. Έλεγε:
«Βγάλτε το στεφάνι της νίκης από τα κεφάλια των στρατιωτών µας και φορέστε το στα κεφάλια των µανάδων και των δασκάλων τους».