Ομηρικοί καυγάδες και ατέλειωτα πειράγματα με τα τραπουλόχαρτα και στο παιχνίδι μπουρλότ. Έπαιζαν για μια λεμονάδα ή σουρωτή, αλλά τα όσα διακυβεύονταν ήταν… εθνικών διαστάσεων ζητήματα. Το ζευγάρι που κέρδιζε, ήταν ανελέητο απέναντι στους ηττημένους. Ούτε στα ντέρμπι των αιωνίων αντιπάλων τέτοια καζούρα. Σαν μικρά παιδιά οι νικητές, χοροπηδούσαν στις καρέκλες, γελάγανε με τους θεατές -που πολλές φορές ξεπερνούσαν τους δέκα!- και το μπούλινγκ στους χαμένους, ήταν εξοντωτικό. Κατακόκκινοι οι δυο ηττημένοι από τη χασούρα και τα πειράγματα κι αν υπήρχε πιεσόμετρο στον καφενέ οι μετρήσεις θα αποδεικνύονταν εξωπραγματικές.
Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι καλοί παίχτες στο χωριό, που δεν καταδέχονταν να στήσουν τραπέζι με… δευτεράντζες. Κι αν στήνονταν τραπέζι με τους «πρώτους» ήταν το γεγονός της ημέρας, αλλά και των ημερών που ακολουθούσαν. Οι αναλύσεις για τα αίτια της ήττας ή της νίκης ήταν συνεχείς και τεκμηριωμένες. Ο καθένας από τους ηττημένους μέτραγε τις λάθος κινήσεις του παρτενέρ του. Πολλές φορές οι αψιμαχίες μεταξύ των ηττημένων απλώνονταν στην πλατεία, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες που είχαμε τα τραπεζάκια έξω. Σχεδόν πάντα οι ηττημένοι τριγύρναγαν την επομένη στον καφενέ και προκαλούσαν για τη ρεβάνς. Ήταν ανάγκη να πάρουν το αίμα τους πίσω. Και τις περισσότερες φορές η πρόκληση δεν έμενε αναπάντητη. Όλοι τους, μα όλοι, φωνακλάδες μέχρι που δεν πάει.
Στη φωτογραφία από τα δεξιά: Ο πατέρας μου, Αλέκος Τερζενίδης (με το τσιγάρο πάντα στο στόμα, δεν χρησιμοποιούσε αναπτήρα, άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο), δίπλα του -βασικός αντίπαλος και από τους καλύτερους παίκτες- ο Χάρης Χαραλαμπίδης, από τους πρώτους παντοπώλες του χωριού και της ευρύτερης περιοχής. Όταν το φύλλο της τράπουλας δεν του πήγαινε καλά, όλα του έφταιγαν, η σκιά του ενός, το χαμόγελο του άλλου… Κι όταν κέρδιζε κέρναγε όλη την «κερκίδα». Τον συμπαθούσα τον Χάρη, ήταν καλή ψυχή και με περίσσιο χιούμορ.
Θυμάμαι ένα χειμωνιάτικο απόγευμα που είχε από ώρα στρωθεί το «τραπέζι» με τους καλούς παίχτες. Πιτσιρικάς ήμουν και είχα πάρει εντολή από τη μάνα μου να σκουπίσω το μαγαζί, λίγο πριν αρχίσει η έξοδος των στρατιωτών από το 613 Τάγμα Πεζικού και η «μάχη» της ομελέτας. Το ζευγάρι του Χάρη έχανε και ο ίδιος ήταν στο θυμό και στη μουρμούρα. Κάποια στιγμή πλησίασα και προς το τραπέζι τους για να σκουπίσω. Γυρνάει, με βλέπει με το πρόσωπο κατακόκκινο. Με συμπαθούσε όμως κι αυτός και δεν μπορούσε να με διαολοστείλει, χρεώνοντάς μου την κακοτυχία του στο φύλλο. Οπότε, ακούω το… παράπονό του προς τους άλλους: Καλά, πείτε μου, είναι τώρα ώρα για να σκουπίζει κάποιος το μαγαζί; Το έπιασα το μήνυμα και εξαφανίστηκα!
Και ο πατέρας μου και ο Χάρης αντιμετώπιζαν τη δικαιολογημένη γκρίνια των γυναικών τους, η μάνα μου, Μαρία, μουρμούριζε για το πότε θα το διαλύσουν (όλοι την ήξεραν και τη φώναζαν με το παρατσούκλι της, Κοκόνα. Σ’ αυτό το χωριό δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην έχει το παρατσούκλι του και δεν ήταν ντροπή για κανέναν). Και η γυναίκα του Χάρη, η άξια Βέρα, έρχονταν από το παντοπωλείο και φώναζε να σταματήσουν, για νάβρει λίγη βοήθεια στο μαγαζί. Λόγω του στρατοπέδου το χωριό είχε πολλούς επαγγελματίες κι όσο μπορώ να θυμηθώ, όλοι στηρίζονταν σε άξιες κι εργατικές γυναίκες. Αυτές… τράβαγαν το κάρο. Οι άνδρες απλά συντόνιζαν!
Τρίτος στο τραπέζι της φωτογραφίας -και βασικός συμπαίκτης του πατέρα μου- ο κινηματογραφιστής και στη συνέχεια εργολάβος, Σωτήρης Κοσμίδης. Όταν κέρδιζε δεν τον χώραγε ο τόπος. Μετανάστης στη Γερμανία στα νιάτα του, και όταν κατέβαινε τον Αύγουστο με άδεια, με μια τράπουλα στο χέρι την έβγαζε. Ο τέταρτος της παρέας, που περιφρονεί τον φωτογραφικό φακό, ένας από τους καλούς αγρότες του χωριού, ο Βασίλης Χαβενετίδης.
Στην «κερκίδα» διακρίνονται από τα δεξιά, όρθιος ο Τριαντάφυλλος Μωυσίδης, ο Κώστας Τριανταφυλλίδης και ο Ηλίας Παρτσενίδης. Στο βάθος, ο Αντώνης Αμανατίδης και ο Χάρης Ηλιάδης. Τις περισσότερες φορές η «κερκίδα» συμμετείχε στο παιχνίδι, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις και κυρίως από τους χαμένους της παρτίδας για τις (λάθος) συμβουλές και την γκαντεμιά τους.
Το ίδιο σκηνικό στήνονταν και γύρω από ένα τάβλι. Με βαριά τα πούλια και όχι πλαστικούρες, που όταν τα χτύπαγαν τράνταζε η πλατεία. Και δεν καταλάβαινες αν αυτός που τα χτύπαγε είχε φέρει εξάρες ή ασσόδυο, αν το χτύπημα ήταν από την χαρά της τύχης ή από την αγανάκτηση της ατυχίας.
Σύγκρουση τιτάνων είχαμε όταν έπαιζε ο πατέρας μου με τον Χάρη Χαραλαμπίδη, αλλά οι μεγάλες καζούρες γίνονταν όταν απέναντί του ήταν ο Παύλος Θωμαΐδης, διοικητής τότε στο Α.Τ. Δροσάτου, που στεγάζονταν παραδίπλα από το καφενείο μας. Τη μια έκλεινε με μανία το τάβλι ο ένας και την άλλη ο άλλος. Ο ηττημένος πάντα κατακόκκινος και μέσα στα νεύρα.
Και ο νικητής πάντα θα σηκώνονταν και θα φώναζε προς το βάθος του καφενέ: Κοκόνα, φέρε του μια σουρωτή για να χωνέψει!
Σάββατο, 05 Δεκεμβρίου 2020 20:18
Αχ, αυτή η σουρωτή!
Του Κώστα Τερζενίδη.
Έπεσα τυχαία πάνω στη φωτογραφία της δεκαετίας του ’80, βγαλμένη στο καφενείο του πατέρα μου (που το φρόντιζε -βεβαίως- η αεικίνητη μάνα μου) στην πλατεία του Δροσάτου, όπου σήμερα στεγάζεται ο φούρνος του χωριού.