espa pkm

Πέμπτη, 11 Δεκεμβρίου 2025, 8:28:33 πμ
Πέμπτη, 11 Δεκεμβρίου 2025 08:56

Η ποντιακή εν ροή στις φλέβες της αρχαίας ελληνικής μέχρι και σήμερα

Γράφει ο Νίκος Κωνσταντινίδης

Δάσκαλος - συγγραφέας

Ας  πάρουμε την αρχαία λέξη διδάσκαλος, του ανθρώπου δηλαδή που χτίζει γέφυρες για να διαβεί ο μαθητής του απέναντι, περνώντας πάνω από το ποτάμι της ζωής.

Ας εξετάσουμε τώρα τον όρο αυτό ετυμολογικά. Από το αρχαίο ρήμα «δαίω» που σημαίνει μοιράζω,  έχουμε τον μέλλοντα «δαίσω». Με πλεονασμό του «κ»  το δαίσω γίνεται  δαίσκω και με αναδιπλασιασμό προκύπτει το ρήμα διδαίσκω, από όπου ο διδάσκαλος, ο δάσκαλος και στα ποντιακά ο δαίσκαλον, από τον μέλλοντα του ιδίου ρήματος «δαίσκω».

Ας περάσουμε στη συνέχεια στη λέξη καρδιά, που οι Πόντιοι την λένε καρδία,  ενώ στα αρχαία κείμενα αναφέρεται ως κραδίη. Ο τύπος “κραδίη” μάς οδηγεί άμεσα  στο ρήμα κραδαίνω, γεγονός που συνάδει απόλυτα με το νόημα και τη λειτουργία της, καθότι αεικίνητος η κραδία, και γίνεται με αναγραμματισμό στην ποντιακή   «καρδία». «Ύαν  και καθαρόν καρδίαν» λένε οι Πόντιοι.

Από το αρχαίο ρήμα δάκνω έχουμε τον αόριστο έδηξα και τον Β΄ αόριστο  έδακον. Από τον τελευταίο τύπο έδακον έχουμε στην ποντιακή το ρήμα δάκω με τα παράγωγά του  «δακέα» (δάγκωμα), «δάκνεμαν», «δάξιμον» (δάγκωμα) κλπ.

Αν στο αρχαίο ρήμα υλακτώ ή αλλιώς υλάω- ώ, προσθέσουμε το «ζ» έχουμε το ρήμα «υλάζω» της ποντιακής που σημαίνει γαβγίζω, όπως και το υλακτώ.  Το ρήμα της αρχαίας ελληνικής «σπογγίζω» διατηρείται  και στην ποντιακή. Από το ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής λέξης  «ώρος» με ψιλή (φρουρός) έχουμε τη λέξη ώρα, επίσης  με ψιλή, που σημαίνει  φροντίδα, μέριμνα, εποπτεία.  Η  λέξη αυτή μας δίνει το ρήμα  ωριάζω της ποντιακής που σημαίνει φροντίζω, προσέχω, μεριμνώ, όπως  π.χ. ωράζω τα πρόγατα (φυλάω τα πρόβατα).

Οι λέξεις γέρων και γραία είναι από τις πιο συνηθισμένες στην ποντιακή. Ας δούμε την προέλευσή τους. Και οι δύο συγκεκριμένες λέξεις παραπέμπουν στο αρχαίο ρήμα «έρρω»  που σημαίνει φθείρω. Γι’ αυτό κι ένα πολυφορεμένο ρούχο στην ποντιακή το λέμε «γρασμένο» από το γερασμένο. Έρρων ή γέρων, με πλεονασμό του «γ» είναι επομένως αυτός που έρρει, δηλαδή που φθείρεται.

Από το αρχαίο ρήμα νείφω ή νίφω έχουμε στη μέση φωνή το νείφομαι ή νίφομαι που θα πει βρέχομαι, καθώς και το ποντιακό ρήμα νίφκουμαι που σημαίνει κθ αυτό πλένομαι, καθώς και τη  μετοχή του ιδίου ρήματος «νιφμένος» (ο πλυμένος), όπως και την  προστακτική «νίψον», γνωστό από την καρκινική γραφή, (σ' αυτήν που διαβάζεται κι ανάποδα, από δεξιά προς αριστερά) το γνωστό «Νίψον ανομήματα, μη μόναν όψιν».

Το  ρήμα «αλίζω» της αρχαίας ελληνικής που σημαίνει αρτύω με αλάτι, διατηρήθηκε και στην ποντιακή και σημαίνει αλατίζω. Και ετυμολογικά προκύπτει από το ουσιαστικό αλς, -ός,  (=θάλασσα) από όπου το επίθετο αλυκός (=αλμυρός) καθώς και το αλάτι, που στην αγγλική λέγεται salt. Το «s» της λέξης στην αρχή της αντιστοιχεί στη δασεία που  εμείς καταργήσαμε.

Το  ρήμα «λάμνω» της αρχαίας ελληνικής  σημαίνει κωπηλατώ. Στην ποντιακή  διατήρησε την ίδια  σημασία, αλλά πήρε και τη σημασία του οργώνω. Το ρήμα αυτό είναι γνωστό από το ακριτικό τραγούδι «Ακρίτας όντες έλαμνεν σην παραποταμέαν…» (Ακρίτας όταν κωπηλατούσε σε παραποτάμιο μέρος).

Η ποντιακή  λέξη «νεατόν», που δεν συναντάται στη νεοελληνική, προέρχεται από την αρχαία λέξη «νεατός» και  σημαίνει άροση χέρσου γης ή αγρού. Το ουδ. ουσιαστικό της ποντιακής «γέλος» παραπέμπει στο  αρχαίο γέλως.  (Να λελεύω το γέλος -ι- σ’), λένε οι Πόντιοι.  

Από το χαμαίφυτον παράγεται στην ποντιακή το ουσιαστικό «χαμούφτα» που σημαίνει φράουλα. Επίσης, με ίδιο  το πρώτο συνθετικό, έχουμε και τις λέξεις στην ποντιακή χαμαίμηλον (χαμομήλι) χαμαιλοκέρασον, χαμαιλέτε κ.ά.

Από το έ-λαβ-ον, αορ. Β΄ του  αρχαίου ρήματος λαμβάνω, από το θέμα «λαβ-»  έχουμε το ουσιαστικό  «λάβ’» που σημαίνει στα ποντιακά λαβή. Το ρήμα  της αρχαίας ελληνικής «λαγγεύω» (σκιρτώ, σπαρταρώ), υπάρχει και στην ποντιακή με την ίδια σημασία, από όπου και το επίρρημα λαγγευτά. Από το αρχαίο  ουσ. «λέχος» (κλίνη, κρεβάτι) έχουμε στην ποντιακή τη λέξη «λοχούσα» (λεχώνα).

Τέλος, από το αρχαίο ρήμα "αμέλγω" που σημαίνει αρμέγω έχουμε τις λέξεις άμελγμα και άρμεγμα. Με μετάθεση του "λ" μπροστά από το "μ" έχουμε το ποντιακό ρήμα αλμέγω και τις λέξεις άλμεγμαν (= άρμεγμα), το αλμεγάδ(ιν), αγελάδα που αρμέγεται.  Πράγματι, η ποντιακή  σώζει πολλές αρχαίες λέξεις.