Τρίτη, 19 Μαρτίου 2024, 6:19:22 πμ
Τετάρτη, 25 Νοεμβρίου 2020 20:07

Ωδή σ’ ένα σάμαλι που δεν φαγώθηκε ποτέ

Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης, Δάσκαλος.

Απρίλης του 1967. Πηγαίνω στην Α’ Γυμνασίου και τα απογεύματα βοηθάω στο καφενείο τον πατέρα μου.


Έξω από το γυμνάσιο ήταν ο κουλουρτζής που πουλούσε κουλούρια της μιας δραχμής και ο γλυκατζής που πουλούσε τα γλυκά του δίφραγκου. Ο πατέρας μου μού έδινε μια δραχμή για να πάρω στο διάλλειμα το κουλουράκι μου. Εγώ ζαχάρωνα τα γλυκά και ιδιαίτερα τα σάμαλι με τα οποία τρελάθηκα όταν ένας συμμαθητής μου μού έδωσε να δαγκώσω από το δικό του αλλά πού να βρεθεί το δίφραγκο. Ήταν οι εποχές που δεν πήγαινε καλά η δουλειά στο καφενείο.
Πέμπτη 20 Απριλίου 1967 απόγευμα. Ο κυρ Τάσος ο διπλανός μας μαραγκός, έρχεται και ρωτάει τον πατέρα μου:
-Γιάννη, να πάρω τον Μάκη για μια δουλειά; Θα τον πληρώσω.
Δεν είχε πολλή δουλειά εκείνη την ώρα και ο πατέρας έδωσε την συγκατάθεσή του.
Στο εργαστήριο του μαραγκού ο κυρ Τάσος μού έδειξε τι θα έκανα. Αυτός θα έκοβε τα σανίδια στην πριονοκορδέλα και εγώ θα τα τοποθετούσα σε ντάνες ανάλογα με το μέγεθος και το σχήμα.
Μετά από κανά δίωρο τελειώσαμε και ο κυρ Τάσος με πλήρωσε. Τάλιρο παρακαλώ, πέντε ολόκληρες δραχμές. Τρελάθηκα. ‘’Αύριο Παρασκευή’’ σκεφτόμουν ‘’θα φάω σάμαλι’’. Την άλλη μέρα Σάββατο (τότε τα σχολεία δούλευαν και το Σάββατο) θα ξαναέτρωγα ένα σάμαλι και επειδή θα έκλειναν τα σχολεία για τις διακοπές του Πάσχα, θα μου περίσσευε και μια δραχμή για μετά. Όνειρα…
Και ξημέρωσε η 21η Απριλίου του 1967 κι εγώ πάω για το γυμνάσιο ξερογλειφόμενος. Με το που φτάνω δεν βλέπω τον γλυκατζή ούτε τον κουλουρτζή. Μπαίνω στην αυλή και μια καθηγήτρια μάς διώχνει.
-Φύγετε, έκλεισε το σχολείο.
-Κυρία, τα σχολεία για το Πάσχα κλείνουν αύριο.
-Όχι. Από σήμερα κλείσανε, έγινε επανάσταση.
Δεν πολυκατάλαβα και ρωτάω αφελώς
-Και ο γλυκατζής κυρία;
-Στον γλυκατζή και τον κουλουρτζή τους είπαμε από νωρίς ότι κλείσαμε και έφυγαν.
-Φτουουουου….αναφώνησα. Τόσα όνειρα από χθες και πήγαν χαμένα…Φτου.
Γύρισα στο καφενείο μας συνοφρυωμένος. Βλέπω το καφενείο κλειστό και οι πελάτες έξω όρθιοι ανά δύο, ανά τρεις, ανά τέσσερις να συζητούν αναψοκοκκινισμένοι. Μπαίνω μέσα και ακούω το ραδιόφωνο του καφενείου να παίζει κάτι εμβατήρια.
-Μπαμπά έχουμε καμιά εθνική γιορτή σήμερα;
-Όχι αγόρι μου, έγινε δικτατορία.
Δεν γνώριζα τη σημασία της λέξης και ξαναρώτησα.
-Και γιατί αυτοί έξω είναι δυο δυο, τρεις τρεις;
-Γιατί παιδί μου το ραδιόφωνο λέει ότι απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις πάνω από πέντε άτομα επειδή αυτό θεωρείται στάσις.
Και πάλι δεν κατάλαβα και επιμένω.
-Και τα σχολεία γιατί τα έκλεισαν ρε μπαμπά; Κι έχασα και το σάμαλι…
-Εεεεεεε…είπαμε ρε παιδάκι μου έγινε δικτατορία.
Χωρίς να ξέρω τη σημασία της λέξης βγαίνω έξω και εις επήκοον όλων αναφωνώ:
-Να πάει στο διάολο η δικτατορία.
Έτσι έγινα ο πρώτος αντιστασιακός, ο πρώτος που έστειλε τη δικτατορία στον…αγύριστο.
Κι όλα αυτά, για ένα σάμαλι που δεν φαγώθηκε ποτέ…

(…για να ευθυμήσουμε λίγο αδέρφια, μη μας πάρει από κάτω μ’ αυτά που ζούμε…)